Η ευρωστία της εθνικής οικονομίας, που τεκμηρίωσαν την περασμένη εβδομάδα διεθνείς οικονομικοί οργανισμοί και επιβεβαίωσε η Αποθεματική Τράπεζα Αυστραλίας δεν άλλαξε την τύχη της κυβέρνηση Γκίλαρντ.

Το «τρίποντο» που πέτυχε η εθνική κυβέρνηση την περασμένη εβδομάδα –επιτάχυνση του ρυθμού ανάπτυξης της εθνικής οικονομίας, μείωση των επιτοκίων κατά 0,25% και αύξηση του αριθμού των προσλήψεων– δεν άλλαξαν την αρνητική διάθεση του εκλογικού σώματος έναντι της κυβέρνησης.
Μήτε το ένα δισεκατομμύριο δολάρια αποζημίωση, που προσέφερε η κυβέρνηση για την κάλυψη της ανόδου του κόστους ζωής από την 1η Ιουλίου, που θα επιβληθεί ο φόρος διοξειδίου του άνθρακα αντέστρεψε την πτωτική τάση της δημοτικότητας της κυβέρνησης.

 Η τελευταία δημοσκόπηση της Newspoll για την εφημερίδα «The Australian» κατέγραψε πτώση της ψήφου του Εργατικού Κόμματος κατά μία μονάδα στο 31%, επτά μονάδες χαμηλότερα από το ποσοστό που είχε λάβει στις εθνικές εκλογές του 2010. Αλλά και η ψήφος του Συνασπισμού έπεσε κατά δύο μονάδες στο 44%, όμως η ψήφος της συντηρητικής παράταξης στην πρώτη κατανομή εξακολουθεί να κυμαίνεται στα ποσοστά που είχε λάβει στις τελευταίες εκλογές.
Στην παράσταση ψήφου, μετά τη διανομή των σταυρών δεύτερης προτίμησης των ψηφοφόρων των άλλων κομμάτων, ο Συνασπισμός λαμβάνει 54% έναντι 46% του Εργατικού Κόμματος, διαφορά που προδιαγράφει σαρωτική ήττα του Εργατικού Κόμματος.

Η ψήφος των Πρασίνων ανέβηκε κατά δύο ποσοστιαίες μονάδες στο 14%, ενώ οι ανεξάρτητοι βουλευτές και τα άλλα κόμματα συγκεντρώνουν 11% της ψήφου, μία μονάδα υψηλότερα από την προηγούμενη δημοσκόπηση της Newspoll.

Η πρωθυπουργός και ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης είναι το ίδιο αποκρουστικοί στο εκλογικό σώμα. Μόνο 32% των ψηφοφόρων επιδοκιμάζουν το ‘έργο της κ. Γκίλαρντ και του κ. Άμποτ, ενώ 58% και 59% αντίστοιχα αποδοκιμάζουν τις αποφάσεις και τα έργα των ηγετών των κομμάτων εξουσίας.
 Η Τζούλια Γκίλαρντ παραμένει προτιμητέα πρωθυπουργός με 42% των προτιμήσεων των ψηφοφόρων έναντι 38% του Τόνι Άμποτ, ενώ 20% των ψηφοφόρων τους απορρίπτουν και τους δύο.

Η αδυναμία της κυβέρνησης και της πρωθυπουργού να κεφαλαιοποιήσουν πολιτικά την καλή κατάσταση της οικονομίας, παρατείνει την αγωνία της κοινοβουλευτικής ομάδας και της ηγεσίας του κόμματος και συντηρεί τη φιλολογία για ενδεχόμενη επιστροφή του Κέβιν Ραντ, που παραμένει δημοφιλέστερος της κ. Γκίλαρντ.

Οι Εργατικοί πιστεύουν, ότι ο Ιούλιος θα είναι «ο καταλύτης». Ότι θα αλλάξει την τύχη της κυβέρνησης και θα τη θέσει σε τροχιά νίκης στις εκλογές του 2013.
 «Η αποζημίωση για το φόρο διοξειδίου του άνθρακα θα αποκαλύψει τα ψεύδη του Τόνι Άμποτ και των συνεργατών του και θα εξαλείψει τους φόβους του λαού για δυσανάλογη επιβάρυνση του λαού από τον πολυσυζητημένο φόρο» τονίζουν ηγετικά στελέχη της κυβέρνησης και καλούν την αξιωματική αντιπολίτευση να σταματήσει να υποβαθμίζει την εθνική οικονομία.

Ο θησαυροφύλακας, Γουέιν Σουάν, σχολιάζει, ότι «ο Τόνι Άμποτ και τα άλλα ηγετικά στελέχη της αξιωματικής αντιπολίτευσης σύρουν προς τα κάτω την εθνική οικονομία αγνοώντας τις θετικές εκτιμήσεις διεθνών οργανισμών και τη σταθερότητα των βασικών δεικτών της εθνικής οικονομίας».

Η κυβέρνηση πιστεύει, ότι η θέση της θα ενισχυθεί και από τις τελευταίες ανακοινώσεις αριθμού κυβερνήσεων άλλων χωρών, μεταξύ των οποίων και η γειτονική Κίνα, για επιβολή φόρου ρύπανσης. Ο αρμόδιος υπουργός, Γκρεγκ Κόμπετ, δηλώνει, ότι «η πρόθεση άλλων χωρών να ακολουθήσουν το παράδειγμα της Αυστραλίας ανατρέπει το διάτρητο επιχείρημα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, ότι η Αυστραλία είναι η μοναδική χώρα στον ανεπτυγμένο κόσμο που επιβάλει φόρο ρύπανσης».
Η αντιπολίτευση εμμένει στην αρνητική τακτική της και εξακολουθεί να κινδυνολογεί για αποσταθεροποίηση της εθνικής οικονομίας, διακοπή των επενδύσεων και ανεπάρκεια της αποζημίωσης που προσφέρει η κυβέρνηση.

Ο Τόνι Άμποτ διακωμώδησε χθες και το «οικονομικό φόρουμ» που οργάνωσε η κυβέρνηση με συμμετοχή επιχειρηματιών και αντικείμενο την ανταλλαγή απόψεων για την ενίσχυση της εθνικής οικονομίας.

Ο αρχηγός της αντιπολίτευσης σχολίαζε, ότι «στόχος της πρωθυπουργού δεν είναι η ενίσχυση της οικονομίας, αλλά η αποτροπή της κριτικής που ασκείται στην κυβέρνηση για την πολιτική της».