Επανορθώσεις – Αποζημειώσεις


Πρόσφατα διεξήχθη μια εκτενής και σημαντική συζήτηση που αφορά το πρόβλημα των πολεμικών επανορθώσεων σε σχέση με την καταστροφή που οι γερμανικοί στρατοί προκάλεσαν κατά τη διάρκεια του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου στους πληθυσμούς διαφόρων χωρών τις οποίες είχαν καταλάβει. Σε αυτό το άρθρο συζητείται το ιδιαίτερο πρόβλημα της Ελλάδας. Οι  Γερμανοί κατείχαν την Ελλάδα από τον Απρίλιο του 1941 έως τον Οκτώβριο του 1944.

Δεν πρόκειται να επικεντρωθώ τόσο στις εν εξελίξει νομικές διαφορές γύρω από το ανεπίλυτο ζήτημα των πολεμικών επανορθώσεων που η Γερμανία οφείλει στην Ελλάδα. Πρωτίστως, το ενδιαφέρον μου σχετίζεται με ένα μη αναγνωρισμένο και σοβαρό τμήμα των ζημιών που η γερμανική κατοχή επέφερε στη χώρα ως αποτέλεσμα της σύντομης μεν καταστροφικής δε παρουσίας των στρατιών του Χίτλερ στη χώρα. Για γίνω πιο ακριβής, εγείρω το ευρύτερο ζήτημα σχετικά με το εύρος των καταστροφών που οι δυνάμεις γερμανικής κατοχής επέφεραν στην κατάσταση του ελληνικού πολιτισμού, πέρα από τους ήδη καταγεγραμμένους τύπους των ζημιών σε γη, ανθρώπινο δυναμικό και στους επίσημους θεσμούς της χώρας. Παρόλο που αυτές οι μη αναγνωρισμένες παρεμβολές δεν μπορούν να μετρηθούν με οικονομικά και άλλα συμβατικά κριτήρια, η εμφάνισή τους και οι συνέπειές τους έπαιξαν έναν τεράστιο και μη αντιστρέψιμο ρόλο στη μεταγενέστερη ιστορία της χώρας.

Ανακινώντας αυτό το θέμα, κάποιος μπορεί να δει γιατί η αντιπαράθεση σχετικά με τις επανορθώσεις  θα ’πρεπε να έχει επιλυθεί πολύ καιρό πριν. Η αναβολή της απάντησης στις αξιώσεις της Ελλάδας περί επανόρθωσης έχει προκαλέσει μία αδικαιολόγητη σιωπή σχετικά με τις πολιτισμικές αλλαγές από τις οποίες η Ελλάδα υπέφερε. Μια προσεκτική εξέταση των πολύπλευρων επιζήμιων επιπτώσεων θα καταδείξει ότι οι αλλαγές που η Κατοχή προκάλεσε και οι οποίες συνεχίστηκαν και μετά την απόσυρση των εισβολέων στρατιών ήταν τόσο πλήρεις συνεπειών όσο και ανυπολόγιστες.
   
Ι

Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι ο πόλεμος διατάραξε αυτό που μπορεί να ονομαστεί «φυσιολογική ανάπτυξη» της Ελλάδας ως μια μοντέρνα Ευρωπαϊκή χώρα. Σήμερα, μόνο υποθέσεις μπορούμε να κάνουμε για το ποιες θα μπορούσαν να είναι οι «φυσιολογικές» αλλαγές στην πολιτική και πολιτιστική ζωή της Ελλάδας αν δεν συνέβαινε ο πόλεμος. Το πρώτο πράγμα που έρχεται στο νου είναι η αναμενόμενη μετάβαση από το δικτατορικό καθεστώς του Μεταξά, το οποίο άρχισε τον Αύγουστο του 1936, και η επιστροφή σε μια φυσιολογική δημοκρατική πολιτεία, με παράλληλες αλλαγές στην εκπαίδευση και σε άλλες πτυχές της πολιτιστικής ζωής του έθνους. Θα μπορούσε εύκολα να ισχυρισθεί κανείς ότι μέχρι εκείνη τη στιγμή τα ηγετικά Ευρωπαϊκά έθνη ήταν βέβαια ότι ήταν τόσο πολύ τεχνολογικά και πολιτικά προηγμένα, ώστε βρίσκονταν πολύ πέρα από το επίπεδο τού να μη χρειάζονται πλέον τα μεγάλα επιτεύγματα της κλασικής Ελληνικής παράδοσης. Κατά συνέπεια, ίσως έχουν  πεισθεί ότι δεν υπήρχε τίποτα που η μοντέρνα Ελλάδα θα μπορούσε να τους προσφέρει σε αυτό το στάδιο. Αν μη τι άλλο, το καινούριο έθνος ήταν σε διαρκή ανάγκη από προστασία, βοήθεια και στήριξη.

Το ιστορικό αρχείο δείχνει ότι τα ηγετικά μοντέρνα έθνη-κράτη, περιλαμβανομένης και της Γερμανίας, αισθάνονταν βέβαια ότι είχαν απορροφήσει τις ουσιώδεις αξίες του κλασικού πολιτισμού, ειδικά τα διδάγματα περί δημοκρατίας. Η λογοτεχνία του Διαφωτισμού εξέφραζε απόψεις πάνω στην ανωτερότητα της αναπτυξιακής πορείας της Ευρώπης. Η Ελλάδα στο μεταξύ ήταν ακόμα τμήμα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και παρέμεινε σε αυτήν την κατάσταση έως την Επανάσταση του 1821.

Αυτή η ευρωπαϊκή στάση εξηγεί, τουλάχιστον εν μέρει, την αξιοσημείωτη αδιαφορία που είχε επιδειχθεί ως προς το θέμα που θέτω σε αυτό το άρθρο, δηλαδή την αμέλεια ως προς την επέκταση των επανορθώσεων σε βαθμό ώστε να καλύψουν την πολιτιστική αναταραχή που ακολούθησε τη Ναζιστική εισβολή στη χώρα.

Το πολιτιστικό ζήτημα πηγαίνει πέρα από τις επανορθώσεις για τα εγκλήματα που διεπράχθησαν από τις δυνάμεις Κατοχής. Το ζήτημα δεν είναι μόνο ηθικό και πολιτικό αλλά επίσης καλλιτεχνικό και εκπαιδευτικό. Γεγονός παραμένει ότι οι ενέργειες του γερμανικού στρατού δημιούργησαν τις συνθήκες εκείνες που οδήγησαν στις πολύπλοκες αλλαγές που εξακολούθησαν να απειλούν την ταυτότητα του Ελληνικού λαού και το μέλλον της πολιτιστικής προοπτικής της χώρας. Θα έπρεπε να συμπεριλάβουμε όλα τα θεσμικά όργανα και τις ομάδες των αξιών που ενσωματώθηκαν στις παραδόσεις της χώρας. Εδώ βρίσκεται η αιτία της πολλαπλής διάσπασης των δυνάμεων της αντίστασης, το Δεκέμβριο του 1944 η σύγκρουση μεταξύ της ένοπλης αριστερής οργάνωσης ΕΛ.Α.Σ. και της κυβέρνησης που είχε επιστρέψει υπό την προστασία του Αγγλικού στρατού, και ο εμφύλιος πόλεμος του 1947-49 που ακολούθησε την απελευθέρωση. Μία από τις πιο σοβαρές συνέπειες αυτών είναι η ανώμαλη αλλαγή στις συμπεριφορές των ανθρώπων, καθώς αναγκάστηκαν να μετακινηθούν από την ύπαιθρο σε μεγαλύτερες πόλεις. Ιδιαίτερα αξιοσημείωτη είναι η περίπτωση της Αθήνας. Η σύνθετη ανάπτυξη, που σημάδεψε τη σύγκρουση των ιδεών και των αξιών ανάμεσα στις διαφορετικές ομάδες, ενθάρρυνε την εντατικοποίηση μιας πολύπλοκης τάσης συμπεριφοράς η οποία μπορεί κάλλιστα να γίνει κατανοητή ως μια διαδικασία σταδιακού αφελληνισμού, παρωθώντας προς την αντικατάσταση των υπαρχόντων γνωρισμάτων της συμπεριφοράς, με ρίζες στα αρχαία χρόνια, από μοντέρνους Ευρωπαϊκούς τρόπους.  

Στην πραγματικότητα, η Γερμανική παρουσία στην Ελλάδα, όπως η Ναζιστική κατοχή της χώρας, δείχνει ότι δεν υπήρχε καμία πρόθεση να συμβάλλουν στη βελτίωση των συνθηκών ζωής των κατοίκων. Αντίθετα, κατέστρεψε οτιδήποτε μπορούσε και επέβαλε μια κατάσταση τρόμου, βίας και κλοπών. Τίποτα από το λεγόμενο χρέος προς την Ελληνική Κληρονομιά και Πολιτισμό δεν αναγνωρίστηκε στην πράξη. Αυτό που συνέβη είναι ότι τούτο το χρέος αγνοήθηκε εντελώς. Στην πραγματικότητα, οι δυνάμεις κατοχής υπήρξαν υπεύθυνες για εκτεταμένα εγκλήματα. Έχει εκτιμηθεί ότι 520.000 άνθρωποι ή το 7,2% του πληθυσμού της Ελλάδας σκοτώθηκαν ή πέθαναν από ασιτία- τουλάχιστον 800 χωριά, με 500 έως 1000 κατοίκους το καθένα, κάηκαν ολοσχερώς. Πέρα από αυτές τις ακρότητες, υπήρξε εκτεταμένη ληστεία σε αρχαιολογικούς θησαυρούς της Ελλάδας από τις συλλογές κάποιων μουσείων καθώς επίσης και από ιδιώτες. Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι το Μάρτιο του 1942 οι Ναζί δανείστηκαν με το ζόρι 10.582.120 βρετανικές χρυσές λίρες (=23,5 [σ. 14] δισεκατομμύρια δολλάρια Αμερικής) από την Κεντρική Τράπεζα της Ελλάδας.

Πρέπει να συμπεριλάβουμε σε οποιαδήποτε αξιολόγηση, όπως ήδη έχω εισηγηθεί, τη ζημία στα ζωντανά στοιχεία της κλασικής παράδοσης: τις αξίες και τους τρόπους που έχουν επιζήσει δια μέσου των αιώνων στην Ελλάδα, παρόλη την πληθώρα εισβολών και κατοχών τις οποίες η χώρα έχει υποστεί. Είμαι βέβαιος ότι μέχρι σήμερα η επίσημη Γερμανική άποψη δεν έχει αναγνωρίσει τη ζημία που η ναζιστική κατοχή επέφερε στην ιστορική ταυτότητα του Ελληνικού λαού. Θα πρέπει επίσης να παραδεχτούμε ότι, ενώ οι Ναζί δεν ξεκίνησαν οι ίδιοι τον Αφελληνισμό, βοήθησαν και, χωρίς περίσκεψη, υποκίνησαν τάσεις που ήδη βρίσκονταν σε λειτουργία, ειδικά στη μορφή που είχε υιοθετηθεί από την ανώτερη μεσαία τάξη. Όμως, αυτό που οι Ναζί έκαναν στην Ελλάδα ήταν καταλυτικό με έναν διαφορετικό τρόπο: οι τακτικές τους δημιούργησαν νέες αντιδράσεις και τάσεις, καθώς πολιτικές ιδεολογίες οι οποίες συνδέθηκαν με τους μεταπολεμικούς στόχους του κινήματος της Αντίστασης ήρθαν στο προσκήνιο και ριζοσπαστικοποίησαν τις αποκρίσεις του λαού, τόσο της αριστεράς όσο και της δεξιάς.

ΙΙ

Η βαθύτερη ειρωνεία της εισβολής του 1941 είναι εμφανής στη συμπεριφορά των κατοχικών δυνάμεων του στρατού του Χίτλερ. Έδειξε μια προθυμία να αγνοηθούν οι πολιτιστικές διαδρομές του λαού παρά την κάπως ευνοϊκή διάθεση από μια ορισμένη μερίδα του πληθυσμού προς τη Γερμανία του Χίτλερ, κυρίως λόγω ορισμένων πολιτικών πεποιθήσεων της δικτατορίας του Μεταξά. Παρόλα αυτά, η Ελλάδα έγινε μια χώρα υπό Κατοχή και υποβλήθηκε στην εκμετάλλευση των πηγών της και του υπάρχοντος πλούτου της. Τίποτα δεν σταμάτησε τις Γερμανικές δυνάμεις Κατοχής από το να απογυμνώσουν τη χώρα και να αγνοήσουν τη θέση της στην ιστορία. Το τελευταίο ήρθε σε έντονη αντίθεση με αυτό που οι Γερμανοί λόγιοι είχαν κάνει πριν την εποχή του Χίτλερ, ειδικά τον 19ο αι. όταν έγιναν ουσιαστικές συμβολές στη μελέτη της Ελληνικής Φιλοσοφίας, Ιστορίας, Φιλολογίας και Αρχαιολογίας. Οι δυνάμεις Κατοχής επέδειξαν μια στάση αδιαφορίας προς τις ηθικές και ιστορικές παραδόσεις του Ελληνικού λαού, επιτρέποντας τη δημιουργία ενός κενού, το οποίο τα κινήματα της Αντίστασης ήταν περισσότερο από πρόθυμα να εκμεταλλευτούν με τις ιδεολογίες τους. Οι καινούριοι παίκτες σε αυτήν την περίπτωση ήταν οι αριστερές οργανώσεις που προώθησαν τα μηνύματά τους χρησιμοποιώντας ηρωικά παραδείγματα δράσης από το πρόσφατο Ελληνικό παρελθόν μαζί με εκείνα των ηγετών από τους κομμουνιστικούς ταξικούς αγώνες. Οι συντηρητικοί Δεξιοί ηγέτες επικαλέστηκαν τους δικούς τους ήρωες του ιδανικού της ελευθερίας για να στηρίξουν την αναφαίρετή τους αξίωση για νόμιμη κυβέρνηση και πολιτικό κανόνα. Και οι δύο πλευρές ανταποκρίθηκαν στην πρόκληση της εξουσίας, οι μεν Αριστεροί για να την αποκτήσουν, οι δε Δεξιοί για να την επαναφέρουν. Αυτή η απότομη διαίρεση των στόχων, σε συνδυασμό με τις χαοτικές συνθήκες που επικρατούσαν στη χώρα όταν οι Γερμανικές στρατιές υποχώρησαν, και ο εμφύλιος πόλεμος που σύντομα ακολούθησε σκίασαν το ζήτημα των πολιτιστικών καταστροφών. Όταν το αίτημα για επιστροφές και επανορθώσεις ήρθε στο προσκήνιο, οι μεταπολεμικές κυβερνήσεις ποτέ δεν έγειραν το θέμα της πολιτιστικής αναταραχής ως αναπόσπαστο στοιχείο στο ζήτημα των αποζημιώσεων για την καταστροφή που η Κατοχή είχε προκαλέσει.

ΙΙΙ

Οι μεταπολεμικές αλλαγές απαιτούσαν να ληφθούν υπόψη ορισμένες προ-πολεμικές τάσεις, ιδιαίτερα οι ακόλουθες:
Ο μοντέρνος «Εξευρωπαϊσμός» του λαού μέσω της προσαρμογής του στις μόδες και τους τρόπους της Δύσης, μια τάση που χρονολογείται από τη μόνιμη επιρροή των ιδανικών του Διαφωτισμού και που  συμπεριέλαβε τους Αμερικάνικους τρόπους μετά τον πόλεμο.
Οι συνεχιζόμενες προσπάθειες για την προσαρμογή της προφορικής και γραπτής γλώσσας, είτε ως ένα ιδίωμα πιο κατάλληλο για τις επικοινωνιακές ανάγκες των αστικών πληθυσμών είτε ως το αποτελεσματικό μέσο μέσω του οποίου να επικοινωνούν τις ιδέες στις επιστήμες και στις ανθρωπιστικές επιστήμες, και για πιο αποτελεσματική ανταπόκριση στις προωθημένες μορφές διεθνισμού στην επικοινωνία.
Οι μεταρρυθμίσεις σε όλα τα επίπεδα της εκπαίδευσης, ειδικά στα πανεπιστήμια, με στόχο την εγκατάσταση προγραμμάτων σε απάντηση σε νέες εξελίξεις και τάσεις που ήδη βρίσκονταν σε ισχύ σε Ευρώπη και Αμερική.

Η μίξη αρχιτεκτονικών στυλ εξαιτίας της ταχείας επέκτασης των μεγαλύτερων πόλεων ώστε να στεγάσουν την εισροή μεγάλου αριθμού ανθρώπων που εγκατέλειπαν την ύπαιθρο.

Οι απότομες προσαρμογές που επηρέασαν το χαρακτήρα, καθώς ο πληθυσμός ανταποκρίθηκε στις νέες συνθήκες διαβίωσης στο αποξενωτικό περιβάλλον της πόλης.
Το τελευταίο σημείο επηρέασε αποφασιστικά το έθος των παλαιών λαϊκών παραδόσεων, ειδικά όσον αφορά το τελετουργικό, όπως φαίνεται στο τραγούδι, στο χορό, στις γιορτές και στην προφορική σοφία.

Ενόψει αυτών των πολιτιστικών μετασχηματισμών, η καταστροφή που η Γερμανική Κατοχή επέφερε στην Ελλάδα πάει πέρα από τις εκτελέσεις αθώων ανθρώπων, το κάψιμο των χωριών, το θάνατο εκατοντάδων χιλιάδων και την κλοπή προσωπικών και εθνικών περιουσιών καθώς επίσης και των μη καταγεγραμμένων αρχαιολογικών θησαυρών. Ο ισχυρισμός μου σε αυτό το σημείο είναι ότι ο Γερμανικός στρατός προκάλεσε ένα μεγάλης έκτασης έγκλημα εναντίον ολόκληρης της χώρας και των κληρονομημένων πολιτιστικών αξιών της, συμπεριλαμβανομένης της διατηρημένης φυσιογνωμίας της ιστορικής ύπαρξης της Ελλάδας. Ως τέτοιο, προκάλεσε γεγονότα που κανονικά δεν θα είχαν εμφανιστεί, όπως τα πολύπλευρα αντιστασιακά κινήματα, η διαίρεση του λαού σε εντελώς αντίθετες πολιτικές δυνάμεις και ο σχηματισμός  των Ταγμάτων Ασφαλείας, όλα αυτά έγιναν βασικά μέρη που δρούσαν στο προσκήνιο που οδήγησε στην αιματοχυσία του Εμφυλίου Πολέμου το Δεκέμβριο του 1944. Τα πολεμικά προγράμματα της Γερμανίας ήταν επίσης υπεύθυνα για τις πικρές συνέπειες των ιδεολογικών διαιρέσεων που εξακολούθησαν να στοιχειώνουν τους Έλληνες και μετά το τέλος της Κατοχής. Σε αυτά μπορούμε να προσθέσουμε τις πολύπλοκες δυσκολίες που καθυστέρησαν τη μεταπολεμική ανάκαμψη. Και θα έπρεπε να προσθέσω το χειρότερο από όλα: τις ανεπανόρθωτες αλλαγές στην πολιτιστική θεώρηση των σημερινών Ελλήνων, καθώς είχαν ταχύτατα μετασχηματιστεί κατά τη διάρκεια της Κατοχής της Ελλάδας, και που συνεχίστηκε και μετά την υποχώρηση των Γερμανικών στρατών.

Το κρίσιμο θέμα εδώ είναι η εξαναγκαστική εγκατάλειψη των τελετουργικών, παραδόσεων, ιστορικών μνημών, εθίμων και τρόπων της υπαίθρου και γενικά οποιωνδήποτε στοιχείων του Ελληνικού τρόπου ζωής που είχαν επιβιώσει δια μέσου των αιώνων από την αρχαιότητα. Η καθημερινή ζωή του λαού, ενώ άλλαζε σταδιακά προς τον αστικό τρόπο ζωής, προσπαθούσε επίσης να γεμίσει το κενό που ο αφελληνισμός άφηνε πίσω του με κατάλληλα στοιχεία μέσα από την πολιτιστική προσαρμογή σε έναν επιλεκτικό Εξευρωπαϊσμό. Αυτή η «εγκατάλειψη» έγινε μιμούμενη τη συμπεριφορά που είχε διεισδύσει στη θεώρηση της κυρίαρχης μεσαίας τάξης από την απελευθέρωση της Ελλάδας και την ενθρόνιση του Βαυαρού βασιλιά Όθωνα. Ως ένα κοινωνικό φαινόμενο είχε πολλά κοινά με τις συμφορές των προσφύγων από τη Μικρά Ασία, οι οποίοι εξαναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τα αυτόχθονα σπίτια τους μετά την καταστροφή του 1922. Η αργή διεύρυνση της μεσαίας τάξης στις μικρότερες πόλεις και στα μεγαλύτερα χωριά επιβραδύνθηκε και, σε πολλές περιπτώσεις, μειώθηκε έως και το επίπεδο της φτώχειας κατά τη διάρκεια της μεταπολεμικής περιόδου. Οι συνθήκες συνωστισμένης ζωής στην εκτεταμένη πόλη των Αθηνών επηρέασαν την ψυχολογία των μαζών και την πολιτιστική τους προοπτική. Συνολικά, αυτό κορυφώθηκε σε μια εξαναγκαστική εγκατάλειψη των κληρονομημένων παραδόσεων. Αυτό σημάδεψε τη μεταπολεμική συνέχεια της διαδικασίας του αφελληνισμού. Ως ένα κοινωνικοπολιτιστικό φαινόμενο, εξακολουθεί να επηρεάζει σε διάφορους βαθμούς τους Έλληνες του παρόντος.

IV

Εάν επαναλαμβάνω με έμφαση την ευθύνη της Γερμανικής Κατοχής για τις αλλαγές που ο χαρακτήρας της Ελλάδα υπέστη, πέρα από τις καταστροφές, εκτελέσεις και τις επιδρομές σε προσωπικούς και εθνικούς θησαυρούς,  είναι επειδή η Γερμανική Κατοχή υπήρξε υπεύθυνη εγκαινιάζοντας ένα νέο κεφάλαιο στη διαδικασία του συνεχούς αφελληνισμού του Ελληνικού λαού. Τα γεγονότα που προέκυψαν μετά την Κατοχή ανέδειξαν την προσθήκη πιο αποφασιστικών παραγόντων στην μεταπολεμική ανάπτυξη του λαού. Η απαίτηση για επανορθώσεις για τις ζημίες που η εισβολή και η κατάκτηση προξένησαν θα έπρεπε άμεσα να ικανοποιηθεί, αφού πρώτα είχε αξιολογηθεί και εμπλουτιστεί με νέα κριτήρια και όχι μόνο τα οικονομικά κριτήρια. Αλλά καθώς τα πράγματα εξελίσσονταν, η Γερμανία, αντί να ανταποκριθεί στο ζήτημα των επανορθώσεων, αποφάσισε να καθυστερήσει και να επικαλεστεί κάθε είδους εμπόδια, κυρίως νομικής φύσεως, είτε για να αναβάλλει τη λήψη μίας απόφασης είτε απλώς για να αρνηθεί να αναγνωρίσει την τεράστια σημασία του ζητήματος. Ο αφελληνισμός της Ελλάδας ποτέ δεν ανεφέρθη ως λόγος για απαίτηση επανορθώσεων.

Ειδική μνεία είναι απαραίτητη όσον αφορά το φαινόμενο του αφελληνισμού. Καθώς τα χρόνια περνούσαν ύστερα από τον πόλεμο, η εμφύλια διαμάχη πρόσθεσε στην ερήμωση της γης και την καταρράκωση των ανθρώπων. Η Ελλάδα αγωνίστηκε ενστικτωδώς, όπως είχαν τα πράγματα, για να ανακτήσει την ταυτότητά της, μόνο για να συμφιλιωθεί τελικώς με νέους συμβιβασμούς και αρνήσεις, μια διαδικασία που εξακολουθεί έως σήμερα με μια ποικιλία τρόπων και πρακτικών. Η απώλεια της πολιτιστικής κληρονομιάς έχει επιβοηθηθεί από την ανάπτυξη του «καινούριου», αυτή τη φορά μέσω των διαδικασιών της παγκοσμιοποίησης, οι οποίες απεδείχθησαν αυξανόμενα δυσχερέστερες για να τους αντισταθεί οποιοσδήποτε. Ως αποτέλεσμα, οι καινοφανείς αναζητήσεις για αναψυχή στα περιβάλλοντα των μεγεθυμένων πόλεων εύκολα κατέστησαν τους πολίτες καταναλωτικούς παράγοντες. Οι σαρωτικές δυνάμεις της τεχνοκρατίας εύκολα διείσδυσαν και μετέτρεψαν τις συνήθειες του πληθυσμού, ανεξάρτητα από το πώς και από πού αυτές προήλθαν. Τούτο συνεχίστηκε ως μία διαδικασία η οποία μπορούσε να τελεσφορήσει κυρίως μέσω της αντικατάστασης του παλαιού με το νέο, το οποίο στην περίπτωση των αστικοποιημένων Ελλήνων σηματοδοτούσε μία σταθερή και μη στοχαστική αντικατάσταση των εναπομεινάντων στοιχείων της πολιτιστικής τους κληρονομιάς με αξίες εισαγόμενες μέσω των σαρωτικών δυνάμεων της τεχνοκρατίας. Έως τώρα, δεν [σ. 18] έχει επαρκώς αναγνωριστεί ότι αυτός ο σταδιακός αφελληνισμός θα έχει αναπόφευκτα σοβαρές επιδράσεις στην ποιότητα της ανθρώπινης ζωής, αμέσως μόλις η παγκοσμιοποίηση του καταναλωτισμού και το είδος της εκπαίδευσης που αυτός ενθαρρύνει ολοκληρωθούν ως μία ιδεολογία που θα προβάλλει ως ο πλέον κατάλληλος τρόπος ζωής. Ως κοινωνική διαδικασία, φέρει μαζί του μία ειδική πολιτική προοπτική που ευνοείται από τις πιο εξελιγμένες τεχνοκρατικές δυνάμεις. Η ανθρωπιστική παράδοση, ριζωμένη στην Ελλάδα όπως έχει επιβιώσει σε οποιαδήποτε μορφή έως και τον εικοστό αιώνα, έχει σημαντικά διαταραχτεί και λάθρα αντικατασταθεί από καινοφανείς θεωρήσεις που ταιριάζουν στις εξελισσόμενες τεχνοκρατικές απαιτήσεις. Η παγκοσμιοποίηση ως εκπαιδευτικό πρόγραμμα δεν μπορεί να απέχει από την απαίτηση της ανάπτυξης των πολιτικών που υποστηρίζουν τον αφελληνισμό των αξιών, ειδικά στην περίπτωση της Ελλάδας, ως κληρονόμου του κλασικού της πολιτισμού. Το τι προμηνύει αυτό για το μέλλον της ανθρωπότητας αποτελεί ένα άλλο ζήτημα.

Δεν μπορώ παρά να θέσω το ακόλουθο κρίσιμο ερώτημα: γιατί οι σημερινοί Έλληνες είναι διστακτικοί να διαμαρτυρηθούν ενάντια αλλά και να αντισταθούν σε αυτήν την ισχυρή ιδεολογία με το να εγείρουν το ζήτημα της πολιτικής και πολιτιστικής καταστροφής που υπέστησαν τον προηγούμενο αιώνα; Όσον αφορά τη Γερμανία, τα σημάδια δείχνουν ότι εξακολουθεί να διαδραματίζει το συνήθη ρόλο μιας μεγάλης δύναμης με επιρροή χωρίς να έχει υιοθετήσει οποιεσδήποτε ουσιαστικές αλλαγές στις απόψεις της, όσον αφορά το πρόβλημα που εξετάζεται στο παρόν άρθρο. Η Ελλάδα, ως θύμα της ναζιστικής Γερμανικής Κατοχής, έχει επί του παρόντος εισέλθει σε μιαν άλλη κρίσιμη φάση. Η ζωή του λαού της σοβαρά απειλείται καθώς σκοτεινά και δύσκολα προβλήματα συνεχίζουν να προκαλούν ηθικές, πολιτικές και οικονομικές αλλαγές με τρόπους που θυμίζουν έναν από τους όρους που εκτέθηκαν κατά την κατοχή αλλά τώρα κάτω από ένα διαφορετικό κάλυμμα ή μάσκα. Και το χειρότερο από όλα, οι Έλληνες, εξαιτίας του διστακτικού αλλά εξακολουθητικού αφελληνισμού τους φαίνονται μάλλον απρόθυμοι να λάβουν υπόψη τις ζημίες που πρόκειται να υποφέρουν καθώς παραμελούν να προβάλλουν ένα κίνημα αντίστασης με σκοπό να αντιμετωπίσουν και να ανταποκριθούν στην παρούσα κατάσταση του πολιτισμού τους.

Φαίνεται ότι και μέχρι σήμερα, η επίσημη γερμανική θέση, είτε σκοπίμως είτε λόγω αμέλειας, δείχνει ότι δεν έχει πλήρως αναγνωρίσει την έκταση των ζημιών που η Ναζιστική εισβολή και η επακόλουθη κατάληψη της Ελλάδας προκάλεσαν στη γη και στους ανθρώπους της, πέραν της φυσικής και ανθρώπινης καταστροφής. Και εννοώ τις ζημίες που προκάλεσε στην ιστορική ταυτότητα των Ελλήνων μέσω της δημιουργίας και διεύρυνσης των συνθηκών που συντηρούν αυτό το ρεύμα του αφελληνισμού.

V

Τώρα θα πρέπει πλέον να κάνουμε και ένα άλλο κρίσιμο ερώτημα: γιατί η κυβέρνηση της Γερμανίας αρνείται να αναγνωρίσει το ρόλο που καθόρισε τόσο [σ. 19] δραστικά την ιστορία του περασμένου αιώνα; Γιατί αρνείται να διευθετήσει το ζήτημα των επανορθώσεων από τις καταστροφές του πολέμου; Κάποιος θα μπορούσε να διακινδυνεύσει μια απάντηση και να προβάλλει την άποψη ότι η κυβέρνηση έχει δρόμο ακόμη να διανύσει έως ότου φτάσει στην «κορυφή» της εισαγωγής ηθικών και πολιτικών προτύπων κατάλληλων να κρίνουν τις πράξεις που προξένησαν ζωτικής σημασίας πολιτιστική ζημία σε άλλα έθνη. Οι Έλληνες, πιστεύω, έχουν το καθήκον να πληροφορήσουν τους Γερμανούς ότι έχουν πλήρη επίγνωση της πολιτικής της κατάκτησης, δηλονότι της θέσης που εξακολουθεί να αντιμετωπίζει τα μικρά έθνη ως υλικό προς εκμετάλλευση, ακόμα και όταν τα ισχυρά έθνη διατηρούν ένα προσωπείο γενναιοδωρίας και προβάλλουν σα να μοιράζονται αυτοπροαίρετα τις αρχές που διδάσκονται στα πανεπιστήμιά τους και σαν να υποστηρίζουν την υψηλή αποστολή των τεχνολογιών τους.

Αυτό που φοβούμαι είναι ότι η έλλειψη ευαισθησίας σύνολης της σύγχρονης τεχνοκρατίας και τα πολιτικά προγράμματα που τα ισχυρά ευρωπαϊκά έθνη, τα οποία ηγούνται, επιδιώκουν, ισοδυναμούν με ένα επικίνδυνο παιχνίδι ενάντια στον αναντικατάστατο ανθρωπισμό της Ελληνικής κατανόησης της ανθρώπινης ζωής. Στην πραγματικότητα, αν μη τι άλλο, οι σύγχρονοι και μοντέρνοι δυνατοί παίκτες έχουν τόσο απομακρυνθεί από την κλασική άποψη περί του ανθρώπινου είδους και τη συνάφειά της με το σήμερα που δεν τους διακατέχει καμία αίσθηση απώλειας στην πιθανότητα της τελικής της κατάργησης. Τέτοια είναι επίσης η άποψή τους, όσο και αν ο κλασικός ανθρωπισμός επιτρέπεται να παραμένει παρασιτικά μέσα στο τρέχον πλαίσιο αξιών στην εκπαίδευση και τον πολιτισμό γενικώς. Σε αυτήν την περίμετρο, η αυξανόμενη υποβάθμιση των ανθρωπιστικών σπουδών στα σχολεία μας και τα πανεπιστήμιά μας δεν αποτελεί ένα τυχαίο γεγονός. Αναγγέλλει τη νέα εξάπλωση της πολιτικής του αφελληνισμού.

* Ο John P. Anton είναι καθηγητής Φιλοσοφίας και Ελληνικού Πολιτισμού καθώς και διευθυντής του Κέντρου Ελληνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Νότιας Φλόριδας των ΗΠΑ. Επίσης, επίτιμος διδάκτορας Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και αντεπιστέλλον μέλος της Ακαδημίας Αθηνώνν. Μία από τις πρόσφατες εργασίες του είναι το «Αμερικανικός Νατουραλισμός και Ελληνική Φιλοσοφία>

**Μετάφραση: Παναγιώτης Ηλιόπουλος, Δρ. Φιλοσοφίας