«Δεν με νοιάζει αν δε βλέπω το φως, δουλειά ζητώ»

Πρόκειται για μια φωνή απόγνωσης, μια από τις χιλιάδες, που ζουν το πρωτόγνωρο δράμα της ανεργίας και της φτώχειας στην Ελλάδα σήμερα.
«Δεν με νοιάζει πού θα δουλέψω. Ας είναι και μέσα στη γη. Δεν πειράζει αν δε βλέπω το φως. Λεφτά να έχω μόνο στα χέρια μου».

«Δείχνει το μέγεθος της απελπισίας, το αδιέξοδο που αντιμετωπίζουν στη χώρα τους και ζητούν να πιαστούν από οπουδήποτε, όσο δύσκολο κι αν είναι αυτό. Πολλοί, όμως, είναι εκείνοι που δεν έχουν τα απαιτούμενα προσόντα» θα πει ο ομογενής δικηγόρος, ειδικός σε θέματα μετανάστευσης, Αριστοτέλης Παϊπέτης, από το Σίδνεϊ.
Ο δρόμος προς την Αυστραλία φαντάζει ιδιαίτερα ελκυστικός για πολλούς σήμερα που ζουν το δράμα της ανέχειας, του φόβου που προκαλεί το αδιέξοδο του σήμερα και η αβεβαιότητα του αύριο.

Μαζί μ’ όλα αυτά, αλλάζει, ως διά μαγείας και η εικόνα που είχαν για την Αυστραλία. Από «άτυχοι» μετανάστες, γίναμε ξαφνικά «τυχεροί». Η Αυστραλία η χώρα των αγρίων και των καγκουρώ, απέκτησε ξαφνικά ιδιαίτερη λάμψη και ασύγκριτη υπεροχή.

ΞΕΘΑΒΟΝΤΑΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Ξεθάβονται ξαφνικά ιστορίες πώς ο τάδε που δεν είχε δεύτερο εσώρουχο στη βαλίτσα του όταν έφυγε, γύρισε μια μέρα στο χωριό του και έχτισε ένα τριώροφο παλάτι. Κάτασπρο με πελώρια μπαλκόνια γύρω-γύρω και πόρτες βαριές με χρυσά πόμολα που αστραφτοκοπούσαν και θάμπωναν τους περαστικούς που σταματούσαν να το θαυμάσουν. Ήταν στο μέσον του πουθενά. Μέσα σε γερασμένα λιόδεντρα και σκονισμένες, από το χωματόδρομο, συκιές. Ήταν όμως η τρανή απόδειξη ότι ο ξενιτεμός δεν πήγε χαμένος. Ότι οι παλιοί που έφυγαν πρόκοψαν και, μάλιστα, πολύ.

Ο «καημένος» του χτες έγινε ξαφνικά ο «τυχερός» του σήμερα.
Είναι περίεργο πώς οι εξωτερικοί παράγοντες μπορούν να αλλάξουν τη ψυχολογία του ανθρώπου από τη μια στιγμή στην άλλη.
Κάθονται οι σημερινοί άνεργοι νέοι στις καφετέριες και μαζί με τον καφέ φραπέ μιλούν για πράγματα και ανθρώπους που μέχρι χτες δεν άντεχαν ούτε καν ν’ ακούνε τους μεγάλους να μιλούν γι’ αυτά. Δεν τους ενδιέφερε πώς ο τάδε συγχωριανός του πατέρα του έκανε εκατομμύρια πουλώντας φις εντ τσιπς στην Αυστραλία και αγοράζοντας παλιά σπίτια που τα έφτιαχνε, τα μεταπουλούσε και έβγαζε του κόσμου τα λεφτά.

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΓΙ’ ΑΓΡΙΟΥΣ

«Ιστορίες γι’ αγρίους» τα χαρακτήριζαν κάτι τέτοια, έβαζαν και το ανάλογο πιπέρι, και αν είχαν κέφι τα κατασκεύαζαν σε ανέκδοτο.
Σήμερα η κατάσταση που ζουν εκεί έχει γίνει μια τραγική πραγματικότητα που μόνο τέτοιου είδους πολυτέλειες δεν επιτρέπει.
Η Αυστραλία, για πάρα πολλούς, φαντάζει σωστός παράδεισος.

Πολύ περισσότερο, δε, για όσους έφυγαν πριν χρόνια και εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα, όχι από ανάγκη, αλλά γιατί γνώρισαν εκεί τον έρωτα, παντρεύτηκαν και έκαναν οικογένεια.

Στην κατηγορία αυτή ανήκει και η Μαριέττα Χατζηχρηστάκη, η οποία πριν 34 χρόνια, πήγε στην Ελλάδα στα 18 της, παντρεύτηκε και έκανε οικογένεια. Η κρίση, δυστυχώς, χτύπησε δυνατά και τη δική της πόρτα, στη Θεσσαλονίκη, αφήνοντας την ίδια άνεργη όπως και τα δυο ενήλικα παιδιά της. την Μαρίζα και τον Ηλία.
Τον περασμένο μήνα πήρε τη μεγάλη απόφαση και επέστρεψε στην Αυστραλία. Επιστροφή για την ίδια, μετανάστευση για την κόρη και το γιο της.
«Αφήσαμε τα πάντα όπως ήταν και φύγαμε. Το σπίτι, τα έπιπλα, το σκυλί. Απλά, δεν πήγαινε άλλο. Παλέψαμε για να μπορέσουμε να επιβιώσουμε, ήταν όμως αδύνατο. Εκεί δεν υπάρχει ελπίδα πλέον».

Ούτε με τη νέα κυβέρνηση; «Oύτε»!…