Στην εφημερίδα «The Australian» δημοσιεύεται άρθρο του ανταποκριτή της στην Αθήνα, Peter Wilson, σύμφωνα με το οποίο η ‘Χρυσή Αυγή’ «αποτελεί εξαίρεση σε σχέση με τα υπόλοιπα ακροδεξιά κόμματα της Ευρώπης» αναφέροντας ενδεικτικά ότι «πρόκειται για ένα καταφανώς νεο-ναζιστιστικό κόμμα, το οποίο αυτοχαρακτηρίζεται ως κόμμα ‘εθνικιστικού και πατριωτικού χαρακτήρα’, προβαίνει σε πράξεις βίας εναντίον των μεταναστών, ενώ ο αρχηγός του αρνείται το Ολοκαύτωμα, σε αντίθεση με άλλα ευρωπαϊκά κόμματα -φερ’ ειπείν της Marine Le Pen στη Γαλλία- αντίστοιχων πεποιθήσεων τα οποία όμως εκφράζουν μια πιο μετριοπαθή στάση σε αυτά τα ζητήματα, με σκοπό να προσελκύσουν περισσότερο τους νεαρότερους ψηφοφόρους».

Επίσης, η άνοδος του κόμματος της ‘Χρυσής Αυγής’ και τα ποσοστά στις προηγούμενες εκλογές ερμηνεύονται από τον αρθρογράφο ως «συνέπεια της κατάρρευσης του κέντρου του πολιτικού φάσματος, εξαιτίας της οικονομικής κρίσης και της πολιτικής διαφθοράς, ως δομικό στοιχείο του πολιτικού συστήματος στην Ελλάδα, και της μετακίνησης των ψηφοφόρων προς την Χρυσή Αυγή σε ποσοστό 6.97%».

Τέλος, σύμφωνα με εκτιμήσεις του καθηγητή Πολιτικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Νότιγχαμ, Matthew Goodwin, «δύσκολα το κόμμα της ‘Χρυσής Αυγής’ θα διατηρήσει τη δύναμή του σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα, καθώς οι θέσεις των ακροδεξιών κομμάτων καθίστανται όλο και λιγότερο δημοφιλείς σε ευρωπαϊκό επίπεδο».

Ωστόσο, μια άλλη μερίδα ακαδημαϊκών υποστηρίζει, σύμφωνα με το άρθρο, ότι η ‘Χρυσή Αυγή’ «ενδεχομένως να δει τα ποσοστά της να ενισχύονται, καθώς η Ελλάδα πρόκειται να βρεθεί αντιμέτωπη με μια δεκαετία τουλάχιστον αυστηρής λιτότητας με την ανεργία να φτάνει σε πρωτοφανή επίπεδα. Ως εκ τούτου, αναμένεται ότι το σύνολο του κοινωνικού ιστού θα στραφεί εναντίον των μεταναστών. Εξάλλου, η είσοδος του κόμματος στη Βουλή συνεπάγεται χρηματοδότηση 3,5 εκατ. ευρώ από το δημόσιο προϋπολογισμό, ενώ, τέλος, οι αποφάσεις της Ε.Ε. για εμβάθυνση των σχέσεων θα οδηγήσει αναπόδραστα σε αντιδράσεις εθνικιστικού χαρακτήρα σε όλη την ήπειρο».