Αυτό το Σάββατο η ομάδα του Αλεξάνδρου της Μελβούρνης πρόκειται να τιμήσει τον Γιώργο Μπανίτσκα, δηλαδή τον… πατέρα της. Γιατί ο κ. Γιώργος δεν υπήρξε μόνο ο άνθρωπος που οραματίστηκε και ίδρυσε την ομάδα του Αλεξάνδρου. Ο κ. Γιώργος αγάπησε τον Αλέξανδρο σαν παιδί του, αφιέρωσε τη ζωή του όλη σ’ αυτόν, τον στήριξε οικονομικά όταν χρειάστηκε και έμεινε στο πλάι του για πάνω από μισό αιώνα.
Η ιστορία του κ. Γιώργου στην ουσία είναι η ιστορία ενός σπάνιου και ταπεινού ανθρώπου. Γιατί δυστυχώς σπανίζουν στις μέρες μας άνθρωποι που μπορούν να αφοσιωθούν με τόσο πάθος και ανιδιοτέλεια σε ένα όραμα και ταυτόχρονα αυτή η αφοσίωσή τους να διέπεται από ένα τόσο υψηλό αίσθημα ευθύνης που κρατήθηκε άσβεστο για πάνω από 55 χρόνια. Και αυτός είναι ο κ. Γιώργος. Ένας άνθρωπος που ακόμα και σήμερα με το βάρος των 81 χρόνων να κουράζει φανερά τους ώμους του, ζει, αναπνέει και συγκινείται με τον… Αλέξανδρο του.
«ΗΘΕΛΑ ΝΑ ΚΑΝΩ ΟΜΑΔΑ»
Στα 18 του χρόνια αποχαιρέτησε τη Νίκη Φλώρινας ο κ. Γιώργος. Ήταν Σεπτέμβρης του 1949 όταν έφτασε στη Μελβούρνη, με την προοπτική να μείνει εδώ τρία χρόνια. «Ήταν ο πατέρας μου εδώ και ήρθα να δουλέψω και εγώ να τον βοηθήσω, να μαζέψουμε χρήματα» μου λέει.
Η ζωή, όμως, είχε άλλα σχέδια για τον κ. Γιώργο. Έπιασε δουλειά σε ένα εργοστάσιο ελαστικών που βρισκόταν στην οδό Victoria στο κέντρο της Μελβούρνης και όταν έφτασε ο καιρός να φύγει μαζί με τον πατέρα του, αυτός του είπε ότι το καλύτερο που είχε να κάνει ήταν να μείνει στην Αυστραλία γιατί η πατρίδα δεν είχε «ψωμί για όλους». Και ο Γιώργος έμεινε. Μόνος!
Η μόνη παρηγοριά στην μοναξιά του, οι συντοπίτες του που, επίσης, εργάζονταν στο ίδιο εργοστάσιο. Και τότε γεννήθηκε ο «Μέγας Αλέξανδρος στο νεαρό μυαλό του κ. Γιώργου.
«Ήθελα να κάνω ομάδα. Να απασχολούμαστε με κάτι. Να μαζευόμαστε να κάνουμε παρέα. Στην αρχή πήγα σε ένα παιδί που δούλευε μαζί μου στο εργοστάσιο και ήταν γραμματέας του Victorian Football Association. Με απογοήτευσε. Μου είπε ότι για να κάνω ομάδα χρειαζόταν να έχουμε κτίριο και κάτι άλλα πράγματα που με μπέρδεψαν. Αδύνατο για εμάς εκείνη την εποχή να καταφέρουμε όλα αυτά».
Μπορεί να απογοητεύτηκε ο κ. Γιώργος τότε, αλλά δεν το έβαλε κάτω. Δύο χρόνια μετά είχε καταφέρει να μαζέψει κάμποσους φίλους του, είχε φτιάξει έναν άτυπο σύλλογο στο Clifton Hill, κατάφερε να φέρει στον άτυπο σύλλογο παλαιότερους συμπατριώτες του μετανάστες, να οργανώσει χοροεσπερίδες να μαζέψει χρήματα και όλα τα πατριωτάκια μαζί -εφτά στον αριθμό- το 1957 βγήκαν για… ψώνια.
Φανέλες, σορτσάκια και αθλητικά παπούτσια ψώνισαν τότε ο Μάρκος Οικονομίδης, ο Τρύφωνας Ρακοβάλης, ο Νίκος Τεμέλκος, ο Βαγγέλης Μαγκόπουλος, ο Βασίλης Ηλιόπουλος, ο Γαβρίλης Μιγόπουλος και ο Τρύφωνας Αβραμόπουλος και κάλεσαν εκεί στο χολ του Clifton Hill που χόρευαν, τους νεαρούς που ήθελαν να παίξουν στην νέα τους ομάδα. «Δεν είχαμε στολές να τους ντύσουμε, ήρθαν πάνω από εκατό παιδιά» μου λέει χαμογελώντας.
Και έτσι χωρίς να έχει άδεια λειτουργίας για πέντε ολόκληρα χρόνια ξεκίνησε ο Αλέξανδρος να σουτάρει σε αλάνες και γήπεδα τις Μελβούρνης.
Το όνομα της ομάδας ήταν εύκολη επιλογή όσο για τα χρώματα… «Διαλέξαμε το κίτρινο και μαύρο γιατί ήταν τα χρώματα της ΑΕΚ» λέει και προσθέτει ότι αργότερα και μετά από επιστολή του κ. Γιώργου στο σωματείο της AEK στην Ελλάδα έστειλε και στολές στον… Αλέξανδρο.
Η ομάδα «νομιμοποιήθηκε» επισήμως το 1960 και ο κ. Γιώργος υπήρξε πρόεδρός της τα πρώτα δύο χρόνια, έμεινε στο Δ.Σ. για άλλα έξι, αλλά το 1968 αποφάσισε να αφήσει τα γραφεία και τις συνεδριάσεις και να μετακομίσει στο γήπεδο και στα αποδυτήρια για πάντα.
ΓΙΑΤΡΟΣ, ΟΔΗΓΟΣ, ΜΑΣΕΡ, ΚΑΘΑΡΙΣΤΗΣ, ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΣ ΓΗΠΕΔΟΥ
Ρωτάω τον κ. Γιώργο γιατί απαρνήθηκε τη δόξα του ποδοσφαιριστή, σε μία εποχή μάλιστα που όπως γνωρίζουμε το να είσαι ποδοσφαιριστής σήμαινε πολλές και εντυπωσιακές εμπειρίες.
«Δεν γινόταν να παίξω. Η ομάδα χρειαζόταν ανθρώπους να τρέξουν, να φροντίσουν τους παίκτες, να βοηθήσουν την ομάδα να μεγαλώσει. Ποτέ δεν με πείραξε που δεν μπήκα στο γήπεδο να με ζητωκραυγάσουν. Εμένα με ευχαριστούσε να βλέπω την ομάδα μας να κερδίζει, να την βλέπω να δοξάζεται και να ζητωκραυγάζω εγώ. Η ομάδα έχει σημασία» μου λέει.
«Τώρα δεν μπορώ να πάω σε όλους τους αγώνες, πάω μόνο στους εντός έδρας» συμπληρώνει με ένα παράπονο παιδικό και με τρεμάμενη φωνή που δεν ξέρω αν είναι η κουρασμένη φωνή ενός 80χρονου ή η «σπασμένη» από τη συγκίνηση και τις αναμνήσεις, φωνή ενός ανθρώπου που δεν μπορεί πλέον να ζήσει το όνειρό του.
Χαμηλώνει τα μάτια του και με περίσσια περηφάνια συμπληρώνει. «Θυμάμαι όταν κερδίσαμε το κύπελλο στην Καμπέρα. Τι μεγάλη στιγμή και αυτή. Ο πρόεδρος της ομάδας καθόταν δίπλα στον Φρέιζερ τον πρωθυπουργό που είχε έρθει να δει τον αγώνα».
Ο κ. Γιώργος ένοιωθε τόσο περήφανος τότε, αυτός βέβαια δεν χαιρέτησε τον Φρέιζερ, αυτός ήταν στα αποδυτήρια και έκανε αυτό που πάντα έκανε, υπηρετούσε την ομάδα του.
Πενήντα πέντε χρόνια τώρα, οι Κυριακές άρχιζαν με τον κ. Γιώργο να παίρνει το αυτοκίνητό του και να πηγαίνει από σπίτι σε σπίτι να μαζέψει τα παιδιά της δεύτερης ομάδας για να τα πάει στο γήπεδο. Φρόντιζε το γήπεδο, έκανε μασάζ στους παίκτες, έτρεχε με έναν κουβά νερό στο γήπεδο για να ξεπλύνει τις πληγές των τραυματισμένων παικτών, καθάριζε τα αποδυτήρια όταν τελείωναν οι αγώνες, και όταν παίκτες και κοινό είχαν αράξει πλέον στα σπίτια τους, αυτός και η επί 58 χρόνια σύντροφός του Χριστίνα, μάζευαν τις λερωμένες στολές και τα τέσσερα παιδιά τους και πήγαιναν σπίτι.
Η κ. Χριστίνα, εργαζόμενη γυναίκα με τέσσερα παιδιά, όχι μόνο έβαζε μπουγάδα κάθε Δευτέρα για να είναι οι στολές έτοιμες για τον επόμενο αγώνα, αλλά δεν αρνήθηκε ποτέ στον κ. Γιώργο την παρέα της στο γήπεδο… «Έτρεχε από το πρωί να μαζέψει με το αυτοκίνητο τους παίκτες. Εγώ με τα παιδιά πηγαίναμε στο γήπεδο με το τραίνο και όταν τελείωνε ο αγώνας επιστρέφαμε σπίτι με τον Γιώργο» μου λέει.
Η ώρα πλησιάζει εφτά και παρά το γεγονός ότι οι αναμνήσεις έχουν στήσει χορό στα μάτια και την μνήμη του κ. Γιώργου και της κ. Χριστίνας, νοιώθω ότι ο υπέροχος και σπάνιος παππούς, ο ανιδιοτελής και ταπεινός μετανάστης και ηγέτης που κάθεται απέναντί μου και η σύζυγός του έχουν κουραστεί. Πριν καλά-καλά προλάβω να τους ευχαριστήσω και καληνυχτίσω, ο κ. Γιώργος, με μία πρωτοφανή νεανική σβελτάδα, πετάγεται σαν ελατήριο από την καρέκλα του και αναφωνεί… «Φωτογραφίες να σου φέρω φωτογραφίες». «Δεν έχουμε φωτογραφίες» του λέει η κ. Χριστίνα. Αυτός όμως επιμένει.
«Θυμάται τόσα και τόσα σίγουρα ξέρει κάτι περισσότερο αυτός» της λέω και αφήνουμε τον κ. Γιώργο να χαθεί στο άλλο δωμάτιο. Κάποια από τα «ευρήματα» της αναζήτησής του συνοδεύουν σήμερα αυτήν την μικρή ιστορία… ενός μεγάλου για την παροικία μας, ανθρώπου.