ΑΛΛΑ είχα στο μυαλό μου να γράψω σήμερα, αλλά διαβάζοντας το αρθράκι του «Ετερόδοξου», (που φιλοξενώ σε τούτο εδώ το χώρο) άλλαξα γνώμη και είπα να «συντονιστώ» μαζί του.

ΤΗ βροχερή, παγωμένη (και άρτια οργανωμένη) Μελβούρνη νοστάλγησε κατακαλόκαιρα ο «Ετερόδοξος» στη φλεγόμενη Αθήνα (περιμένοντας με τις ώρες σε κάποιο υποκατάστημα της ΔΕΗ), την πατρίδα νοστάλγησα εγώ, βλέποντας προχθές το βράδυ ένα ντοκιμαντέρ στο ABC.

ΣΤΗΝ προσπάθειά του να εδραιώσει το φιλοσοφικό ισχυρισμό «της αιώνιας επιστροφής των ίδιων πραγμάτων», ο Φρειδερίκος Νίτσε ασχολήθηκε σε βάθος με το συναίσθημα της νοσταλγίας και τις αιτίες που την προκαλούν.

ΣΤΗ χειμαρρώδη και πρωτότυπη ανάλυσή του, ο μυστακοφόρος Γερμανός «μηδενιστής», σημείωνε καταληκτικά ότι «νοσταλγία είναι ο πόνος που δημιουργεί η εγγύτητα του απόμακρου».

ΜΕ πιο απλά λόγια, η χρονική και χωρική απόσταση μεγεθύνει γεωμετρικά τη νοσταλγία. Και όσο πιο μακριά βρίσκεται ο τόπος (ή ο άνθρωπος που νοσταλγείς) τόσο γιγαντώνεται η απώλεια.

ΑΥΤΑ τα λίγα για το «βασανιστικό» συναίσθημα της νοσταλγίας, που όλοι εμείς (ως μετανάστες σε αλλότριο και αλλοεθνή τόπο) βιώνουμε πιο έντονα.

ΠΡΙΝ βαλτώσουμε, όμως, στο συγκινησιακό ωκεανό της νοσταλγίας και τις βαθυστόχαστες παρατηρήσεις του «θεοφονιά» διανοητή, επιτρέψτε μου να επιστρέψω στο θέμα μας.

ΤΟΥ ντοκιμαντέρ είχε προηγηθεί μια τηλεφωνική συνομιλία με ένα αγαπημένο μου πρόσωπο στην Αθήνα, που σημαίνει ότι άρχισα να το παρακολουθώ με κάποια συναισθηματική φόρτιση.

ΗΤΑΝ ένα συνηθισμένο οδοιπορικό σε αρχαιολογικούς χώρους της πατρίδας μας, του βρετανικού BBC που παρουσίασε η ηθοποιός Joanna Lumley και έφερε τον τίτλο «Greek Odyssey».

ΑΠΟΦΑΣΙΣΑ να το παρακολουθήσω όταν διαπίστωσα ότι η Βρετανίδα καλλιτέχνης άρχιζε το οδοιπορικό της με μια κλασική διαδρομή που έχω κάνει δεκάδες φορές. Το γύρο της Πελοποννήσου με κατάληξη τους Δελφούς.

ΞΕΚΙΝΩΝΤΑΣ από την Αθήνα, «πετάχτηκε» στη Νότια Εύβοια για να επισκεφτεί ένα χωριό, όπου οι ελάχιστοι κάτοικοι που έχουν απομείνει μπορούν να συνεννοηθούν μεταξύ τους… σφυρίζοντας!

ΕΠΑΘΕ την πλάκα της ζωής της η Αγγλίδα, όταν άρχισε μια γιαγιά να σφυρίζει και σε λίγο «πλάκωσαν» στο σπίτι γείτονες, γάτες, σκύλοι και κατσίκες!

ΠΡΙΝ ξεκινήσει, είχε επισκεφτεί την Ακρόπολη και αφού καταράστηκε, με δάκρυα στα μάτια, τον ιερόσυλο συμπατριώτη της Elgin για την πρωτοφανή λεηλασία των μαρμάρων, που συντέλεσαν στην περαιτέρω καταστροφή του Παρθενώνα, επισκέφτηκε ένα σκυλάδικο για να αποθανατίσει τη λουλοδοσπονδή στις αηδούς ιέρειες της νυχτερινής Αθήνας.

ΠΡΩΤΟΣ σταθμός μετά την τσιμεντούπολη το αρχαίο θέατρο Επιδαύρου που χτίστηκε με προτροπή του Ασκληπιείου ως θεραπευτήριο των ψυχών.

ΣΤΗΝ Επίδαυρο τη συνόδευε η Νανά Μούσχουρη η οποία και τραγούδησε μεσημεριάτικα για χάρη της, προκειμένου να διαπιστώσει τη θρυλική ακουστική του αρχαίου θεάτρου.

ΚΑΙ από την Επίδαυρο στη βραχοσκέπαστη και κατάσπαρτη από πέτρινους πύργους Μάνη που στέκονται ακόμα όρθιοι, μάρτυρες μιας άλλης εποχής και ενός κόσμου που είχε αναγάγει τη λιτότητα σε τεχνική επιβίωσης.

ΣΤΑ Βάθια, που μοιάζουν περισσότερο με αετοφωλιά και λιγότερο με χωριό, έφτασε καταμεσήμερο και τις μόνες ζωντανές ψυχές που συνάντησε ήταν δυο-τρεις αδέσποτοι σκύλοι, που γαύγιζαν βαριεστημένα χωρίς να σηκωθούν από τις σκιές που την είχαν αράξει.

ΤΕΛΙΚΑ και πριν φύγουν συνάντησαν και μια γιαγιά, τη μόνη μόνιμο κάτοικο του χωριού, η οποία την κάλεσε στο σπίτι της και της έκανε το τραπέζι με σπαράγγια που είχε μαζέψει.

ΜΕΣΩ του διερμηνέα που τη συνόδευε, η Joanna ρώτησε τη γιαγιά πώς τα καταφέρνει και ζει μόνη της σε έναν τέτοιο τόπο που οπτικά (τουλάχιστον) σου προκαλεί φόβο και δέος.

«ΔΕΝ φοβάμαι τίποτα κορίτσι μου» απάντησε η γιαγιά. «Μένω 50 χρόνια στο χωριό και μου αρέσει. Δοκίμασα να μείνω και στην Αθήνα που βρίσκονται τα παιδιά μου, αλλά, δεν μου άρεσε. Μαράζωσα…»
 
ΕΠ’ ΕΥΚΑΙΡΙΑ που βρέθηκε στη Μάνη θέλησε να επισκεφτεί και την Πύλη του Άδη, που δεν βρίσκεται μακριά από τα Βάθια.

ΕΚΕΙ την πήγε ένας βαρκάρης, που ήξερε τα κατατόπια και της έδειξε τη σπηλιά στην άκρη της θάλασσας, κάτω από ένα μεγάλο βράχο, που χρησιμοποιούσαν οι ψυχές για να περάσουν στον άλλο κόσμο.

Η Βρετανίδα πρόσφερε στον Άδη λίγα λουλούδια που κρατούσε πετώντας τα στη θάλασσα και κάθισε σιωπηλή δίπλα στο βαρκάρη.

ΠΡΙΝ ξεκινήσουν για την επιστροφή γυρίζει ο βαρκάρης και της λέει στα ελληνικά, «σε ευχαριστώ Joanna που μου έδωσες την ευκαιρία να επισκεφτούμε τούτο τον τόπο και να κοιτάξουμε τον Άδη που φέρουμε… μέσα μας».

ΠΟΛΥ μεγάλη κουβέντα η οποία και πηγάζει από την αρχέγονη μεταφυσική αγωνία των ανθρώπων για το μεγάλο αίνιγμα της ζωής και το γρίφο του θανάτου που -θέλουμε δεν θέλουμε- κουβαλάμε όλοι μέσα μας.

ΣΕ αυτή την άχρονη αγωνία, στο μεγάλο και αναπάντητο ερώτημα του θανάτου (και της ζωής που είναι η άλλη όψη του) οφείλει πάρα πολλά η ανθρώπινη εξέλιξη και ο πολιτισμός μας.

ΟΙ αρχαίοι Έλληνες είχαν κατανοήσει ότι χωρίς το θάνατο δεν θα μπορούσε να υπάρξει ζωή, γι’ αυτό και υποστήριζαν ότι (αυστηρή) προϋπόθεση της αθανασίας είναι ο θάνατος.

ΚΑΙ από το θάνατο στη σφριγηλότητα της ζωής. Μετά τη σιωπή της άγριας και άγονης Μάνης, στην καταπράσινη αρχαία Ολυμπία που αθλούνταν οι πρόγονοί μας στα διαλλείματα της αλληλοσφαγής τους.

ΤΗΝ προσωρινή αναβολή του θανάτου (γιατί τι άλλο ήταν η ανακωχή του πολέμου;) γιόρταζαν ουσιαστικά και εκεί, αλλά με άλλο τρόπο που ήταν παράλληλα και μια γιορτή της ζωής.

ΑΠΟ την Πελοπόννησο πέρασε στη Στερεά Ελλάδα και από εκεί κατευθείαν στο Κέντρο της Γης: στους Δελφούς.

ΣΥΜΦΩΝΑ με το μύθο τους Δελφούς επέλεξε ο Απόλλωνας να χτίσουν τον ναό του, γιατί εκεί προηγουμένως ο Δίας έχει εντοπίσει το Κέντρο του πλανήτη μας.

ΑΝΤΙ για GPS, που θα χρησιμοποιούσε η NASA σήμερα για να προβεί στη πιο πάνω διαπίστωση, ο Δίας χρησιμοποίησε δύο αητούς τους οποίους και άφησε να πετάξουν από τις δύο άκρες του κόσμου.

ΕΚΕΙ που θα συναντιόνταν οι αετοί θα ήταν το Κέντρο της Γης. Και οι αετοί συναντήθηκαν ακριβώς πάνω από τους Δελφούς. Τα υπόλοιπα περιττεύουν αφού κανείς ποτέ δεν το αμφισβήτησε.

ΕΚΕΙ σε ένα πέτρινο θρόνο (που υπάρχει ακόμα) εγκαταστάθηκε η Πυθία, η οποία με τη βοήθεια παραισθησιογόνων ναρκωτικών ουσιών της εποχής, προέβαινε στους χρησμούς της.

ΟΙ προφητείες σημάδεψαν ανεξίτηλα την ελληνική προϊστορία, που βεβαίως έχει τη δική της ιστορία.

ΔΕΝ είναι τυχαίο ότι αρκετοί άνθρωποι ανατριχιάζουν ακόμα όταν αντικρίζουν το βαρυφορτωμένο με θρύλους αυτό τόπο.

ΠΑΝΩ από τον αρχαίο ναό οι τεράστιοι βράχοι του Παρνασσού προσδίδουν στο τοπίο μια «μεταφυσική» διάσταση.

ΕΔΩ τελείωνε και το πρώτο μέρος της σειράς. Το επόμενο την ερχόμενη Τρίτη το βράδυ που η Joanna θα συνεχίσει το ταξίδι της στη Βόρεια Ελλάδα.

ΑΥΤΑ για σήμερα και θα τα πούμε πάλι από βδομάδα. Γεια χαρά.

 
Χειμερινό ηλιοστάσιο από τον “Ετερόδοξο”*

Σήμερα, ένα ηττημένο, ένα παραιτημένο, ένα απατημένο, ένα μπαρουτοκαπνισμένο, ένα τσατισμένο κομμάτι της Ελλάδας, αγκομαχούσε για άλλη μια φορά στις ουρές της ΔΕΗ…
Σ’ αυτόν τον τόπο τον καλό, τον χιλιοπαινεμένο, για να παραφράσω στίχους του συγχωρεμένου Βασίλη Ανδρεόπουλου, που έκανε γνωστούς ο επίσης συγχωρεμένος Νίκος Ξυλούρης, σ’ αυτόν τον τόπο τον καλό, τον χιλιοπαινεμένο, λοιπόν,«Ράβε ξήλωνε, ράβε ξήλωνε, δουλειά, δουλειά, δουλειά να μη σου λείπει»…
Σήμερα, σχεδόν το μεγαλύτερο μέρος της μεγαλύτερης μέρας του χρόνου το πέρασα στις ουρές της ΔΕΗ για μια υπόθεση που όταν ήρθε η ώρα της, λόγω «Energa» και «Ηellas Power», επιλύθηκε σε λιγότερο από ένα λεπτό…
Μ’ άλλα λόγια… Πήρα αριθμό προτεραιότητας νωρίς το πρωί, όταν η Ελλάδα δεν είχε κυβέρνηση και, μέχρι να εξυπηρετηθώ, η «ελληνική τρόικα», είχε συμφωνήσει στο σχηματισμό του νέου υπουργικού συμβουλίου!
Σήμερα, έξι ώρες στις ουρές της ΔΕΗ, έτσι όπως ζούσα για άλλη μια φορά το νεοελληνικό παράλογο, έτσι όπως διάβαζα τα τοις επικαιρότητας στην οθόνη του κινητού μου, σήμερα, ξανά, για άλλη μια φορά, θυμήθηκα το Νίκο Καββαδία, τους Ξέμπαρκους, τον Yara Yara, τη Μελβούρνη…
«Καθώς αποκοιμήθηκες φύλαγε βάρδια ο κάβος./ Σε σπίτι μέσα, ξέχασες προχτές το φυλαχτό./ Γελάς, μα εγώ σε πούλησα στο Rio για δυο centavos/κι απέ σε ξαναγόρασα ακριβά στη Βηρυτό.
Με πορφυρό στα χείλη μου κοχύλι σε προστάζω./ Στο χέρι το γεράκι σου και τα σκυλιά λυτά./Απάνωθέ μου σκούπισε τη θάλασσα που στάζω/ και μάθε με να περπατώ πάνω στη γη σωστά.
Κούκο φορούσες κάτασπρο μικρός και κολαρίνα./ Ναυτάκι του γλυκού νερού./ Σε πιάνει – μην το πεις αλλού – σα γάτα η λαμαρίνα/Και σε σαστίζει ξαφνικό προβέτζο του καιρού.
Το ντύμα πάρε του φιδιού και δος μου ένα μαντίλι./ Εγώ, – και σ’ έγδυσα μπροστά στο γέρο Τισιανό./ Βίρα, Κεφαλλονίτισσα, και μάινα το καντήλι./ Σε λόφο γιαπωνέζικο κοιμάται το στερνό.
Σου πήρα από τη Νάπολη μια ψεύτικη καμέα/κι ένα κοράλλι ξέθωρο μαζί./ Πίσω απ’ το φριγκορίφικο στην άδεια προκυμαία/ Έβενος, – γλώσσα της φωτιάς, στο βάθος κρεμεζί.
Φώτα του Melbourne. Βαρετά κυλάει ο Yara Yara/ανάμεσα σε φορτηγά πελώρια και βουβά,/φέρνοντας προς το πέλαγος, χωρίς να δίνει δυάρα,/του κοριτσιού το φίλημα, που στοίχισε ακριβά.
Γερά την ανεμόσκαλα. Καφέ για τον πιλότο./ Λακίζετε, αλυσόδετοι του στεριανού καημού./ Και σένα, που σε κέρδισα μιανής νυχτιάς σε λότο,/ σμίγεις και πας με τον/ καπνό του γκρίζου ποταμού.
Μια βάρκα θέλω, ποταμέ, να ρίξω από χαρτόνι,/όπως αυτές που παίζουνε στις όχθες μαθητές./Σκοτώνει, πες μου, ο χωρισμός; – Ματώνει, δε σκοτώνει./Ποιος είπε φούντο; Ψέματα. Δε φτάσαμε ποτές».
Y.Υ.: Η φωτογραφία της ανάρτησης, από τη βροχερή και ανεμοδαρμένη Μελβούρνη του χειμερινού ηλιοστάσιου, είναι του Paul Rovere. Η γέφυρα Princess, ο ποταμός Yara, ο καθεδρικός ναός του Αγίου Παύλου των Αγγλικανών, ζωές πολλές, ζωές καλές, ζωές με ελάχιστες ουρές…

* http://endeaneos.blogspot.com