Καλά-καλά μην κάνετε έτσι. Σας ευχαριστώ. Οι εκδηλώσεις σας με συγκινούν. Σας παρακαλώ σταματήστε. Δεν θέλω άλλα χειροκροτήματα, ζητωκραυγές και αλαλαγμούς. Σας παρακαλώ σταματήστε γιατί θα βάλω τα κλάματα.

Όχι δεν έφυγα από τον «Νέο Κόσμο». Ναι, ναι, έχω δεκάδες προτάσεις, είναι η αλήθεια. Από Μέρντοχ μέχρι Ρέινχαρτ, τώρα που απολύουν προσωπικό, εμένα με πιέζουν και με παρακαλούν, αλλά που να τρέχω τώρα. Άντε καινούργια αφεντικά, καινούργιους συναδέλφους, δεν τις αντέχω τις συγκινήσεις.

Πρώτα απ’ όλα, ορισμένοι συνάδελφοι στο «Νέο Κόσμο», έτσι και φύγω, θα κλαίνε εννέα εβδομάδες. Άλλοι, οι πιο παλιοί, θα κλαίνε δώδεκα. Άντε τώρα να έχουμε δουλειά, άντε να έχουμε αφιερώματα για την Κύπρο μας και αφιέρωμα για τον «Γάμο» και οι συνάδελφοι να κλαίνε. Γίνεται δουλειά έτσι;

Μερικοί νόμιζαν ότι πέθανα. Υπερβολές. Αν πεθάνω, θα το γράψουν όλες οι εφημερίδες. Αν δεν το γράψουν οι ελληνικές, θα ασχοληθούν, κατά κόρον, τα αυστραλιανά και διεθνή μέσα ενημέρωσης. Εκτός τούτου και εντελώς μεταξύ μας, οι συνάδελφοι στην εφημερίδα, μου έχουν υποσχεθεί ένα τέταρτο της σελίδας για τη δημοσίευση της κηδείας μου, (στην αρχή είχαν πει για μισή σελίδα, αλλά λόγω… μνημονίου, το περιόρισαν σε ένα τέταρτο.) Τους έχω δώσει και μια ωραία μου φωτογραφία, που είχα βγάλει την ημέρα που πέθανε η πεθερά μου. Την θυμάμαι εκείνη την ημέρα. Γιατί με ρωτάτε πόσα χρόνια έχει πεθάνει η πεθερά μου. Τι αδιάκριτες ερωτήσεις είναι αυτές. Το πρόβλημα που εκκρεμεί δεν είναι η φωτογραφία αλλά το ότι ορισμένοι συνάδελφοι επιμένουν ότι πρέπει να σκεπάσουν το φέρετρο με την ελληνική και την αυστραλέζικη σημαία, για τις υπηρεσίες που προσέφερα στις δύο χώρες!

Ησυχάστε, εδώ είμαι. Πολλές φορές γράφω χωρίς όνομα και κάποιες άλλες, κάτω από πιέσεις και κατά γενική απαίτηση του κοινού, θέλω να γράψω κάτι καλό στην παλιά μου στήλη και δεν μου βγαίνει. Έτσι είμαστε εμείς οι μεγάλοι, οι ταλαντούχοι και μετριόφρονες… δημοσιογράφοι, πρέπει να μας έλθει για να γράψουμε.
Οι περισσότεροι από τις φίλες αναγνώστριες και τους φίλους αναγνώστες (προσέξατε; Το κάνω και εγώ σαν τους πολιτικούς της Πατρίδας μας: «Ελληνίδες, Έλληνες…») και εγώ αναγνώστριες, αναγνώστες.

Όλοι, λοιπόν οι φίλοι που με διαβάζουν (θέλω διάβασμα), που με θαυμάζουν (το έχω, είμαι πολύ μετριόφρων), γνωρίζουν πως είμαι πολυτάλαντος και πως η κυρίως απασχόλησή μου, στην εφημερίδα, είναι το διαφημιστικό. Οι διαφημίσεις στην εφημερίδα. Το ψωμί των συναδέλφων και το δικό μου. Ψωμί, βούτυρο και μαρμελάδα για τη διεύθυνση.

Έχετε παρατηρήσει πως όταν μεγαλώνει ο άνθρωπος αρχίζει και γίνεται (εκτός των άλλων) και φιλόσοφος. Είδατε πόσο κομψά το έθεσα; Είπα «όταν μεγαλώνει ο άνθρωπος», δεν είπα «όταν γερνάει ο άνθρωπος» 

Φιλοσοφώντας λοιπόν και εγώ, τώρα που μεγάλωσα (δεν θέλω αδιάκριτες ερωτήσεις) άρχισα να φιλοσοφώ.

Όλοι, μόλις περάσουν τα 60, 70, και βάλε, αρχίζουν (στα μουγκά, από μέσα τους) να αναρωτιόνται που πήγαν τα προηγούμενα χρόνια, τα τόσα, που μοιάζουν σαν να χύθηκαν, σαν την λεπτή άμμο, μέσα από τα μισόκλειστα δάκτυλά τους. Ναι, ναι, έτσι είναι. Φύγανε, χάθηκαν. Αν ξεδιπλώσεις τη μνήμη και βάλεις τα δυνατά σου να θυμηθείς τι έκανες για τη φαμίλια σου, για σένα (κυρίως για σένα) τα προηγούμενα εβδομήντα σου (ας πούμε) χρόνια, θα βρεις πως είναι μικρός ο αριθμός των… άστρων που κόλλησες στις επωμίδες σου.

Προσοχή! Η νέα φιλοσοφική μου θεωρεία προσφέρει μια λύση στο πρόβλημά μας. Το πρόβλημα υμών και ημών των άνω των…. ήντα.
Πιστεύω πως, με λίγη προσοχή και μελέτη, μπορείς να γεμίσεις ορισμένους τομείς της υπόλοιπης ζωής σου, όση ζωή και αν σου μένει, τόσο πολύ και με τόσα πολλά, που να λιγοστέψουν κατά πολύ οι απώλειες των βιαστικών προηγούμενων χρόνων της ζωής σου.
Μαμούκαλα θα μου πείτε. (Μαμούκαλα = Τρίχες κατσαρές στην καθομιλουμένη) Όχι, μην βιασθείτε να μου πείτε… μαμούκαλα. Είναι βαθύ φιλοσοφικό το θέμα και χρειάζεται μελέτη και συζήτηση. Θα επανέλθουμε.

 Με βάση, λοιπόν, την καινούργια φιλοσοφική μου θεωρία και για να γεμίσω το οποιοδήποτε υπόλοιπο της ζωής μου, έκανα ένα ταξιδάκι σε ολίγες χώρες της Ευρώπης, επιβεβαιώνοντας έτσι και τη θεωρία του Μπάμπη περί των συνηθειών των ηλικιωμένων (που να φας τη γλώσσα σου), που το ρίχνουν στα ταξίδια για να γεμίσουν… το μικρό υπόλοιπό τους (μπα που να φας… τ’ αυτιά σου).

Λονδίνο, Παρίσι, Στρασβούργο, Ντιζόν, Ανεσσύ Λυών, Νίκαια, Κάνες, Μονακό (επέμενε ο Αλβέρτος. Έλα βρε Κώστα μου στο Πριγκιπάτο να πιούμε κανένα καφεδάκι και να μου κάνεις και ποδαρικό στο Καζίνο) Τι να κάνω; Πήγα. Μετά από το Μονακό κατέληξα στη Γενεύη και από εκεί Παρίσι, Λονδίνο, Μελβούρνη.
Τις εντυπώσεις μου θα σας τις πω σε κάποια άλλη έκδοση. Καμιά φορά βλέπουμε εκατοντάδες πράγματα και εμείς ξεχωρίζουμε, προσέχουμε και δίνουμε σημασία σε πολύ λίγα.
Στα κτίρια, στα μουσεία τους, στα αγάλματά τους, στους πύργους τους, σε όποιον ήθελε να προσέξει, όποιος δεν εθελοτυφλεί, θα έβλεπε πως παντού υπάρχουν, εμφανέστατα, τα στοιχεία και η σφραγίδα του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού.

Θα τα ξαναπούμε.