Κόσμος πνίγεται και οι επιπόλαιοι πολιτικοί μας παίζουν ανόητα πολιτικά παιχνίδια. Άλλοι ενενήντα πρόσφυγες –στην πλειοψηφία τους Πακιστανοί και Αφγανοί– πνίγηκαν την περασμένη Πέμπτη στα θαλάσσια περιοχή μεταξύ Ινδονησίας και Νησιών των Χριστουγέννων, όταν το σαπιοκάραβο στο οποίο επέβαιναν ανετράπη και βυθίστηκε.
Την ώρα που γράφονταν τούτες οι αράδες, άλλο ένα πλοιάριο με 150 επιβάτες –σύμφωνα με τις πρώτες πληροφορίες, επίσης Πακιστανοί και Αφγανοί– είχε ανατραπεί 107 ναυτικά μίλια βόρεια των Νησιών Χριστουγέννων.

Κόσμος πνίγεται, λοιπόν, και η κυβέρνηση και η αξιωματική αντιπολίτευση αναλώνονται σε ασκήσεις εντυπώσεων. Η κυβέρνηση επιμένει στη «Λύση Μαλαισίας», δηλαδή τη μεταφορά των προσφύγων σε καταυλισμούς της Μαλαισίας παρότι το ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε τον περασμένο Αύγουστο την κυβερνητική λύση.
Με τη ζημιογόνα βιασύνη που τη χαρακτηρίζει η κυβέρνηση Γκίλαρντ υπέγραψε συμφωνία με την κυβέρνηση της Μαλαισία, η οποία προέβλεπε την ανταλλαγή 800 νεοαφιχθέντων προσφύγων με 4,000 πρόσφυγες, τροφίμους καταυλισμών της ασιατικής χώρας, που έχουν υποβληθεί στη νενομισμένη διαδικασία επιβεβαίωσης της ταυτότητάς τους και έχει επιβεβαιωθεί, επίσης, η προσφυγική τους ιδιότητα.

Η κυβέρνηση Γκίλαρντ ισχυρίζεται, ότι η Μαλαισία είναι το κέντρο διακίνησης προσφύγων στην περιοχή μας και η επιστροφή στους καταυλισμούς, από τους οποίους σαλπάρουν για την Αυστραλία, θα αποτελέσει σοβαρό αντικίνητρο. Θα σταματήσει το ισχυρό ρεύμα προσφύγων προς την Αυστραλία.
Όμως, τον περασμένο Αύγουστο η ολομέλεια του το Ανώτατου Δικαστηρίου Αυστραλία απέρριψε τη «Λύση Μαλαισίας» με έξι ψήφους κατά και μία υπέρ, διότι η Μαλαισία δεν έχει υπογράψει τη σύμβαση του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών για Ανθρώπινη Μεταχείριση Προσφύγων.

 Η απορριπτική απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου άφησε την κυβέρνηση ακάλυπτη στα πυρά της αξιωματικής αντιπολίτευσης και την αυστηρή κριτική του αυστραλιανού λαού. Ενίσχυσε δε τους φόβους για απόρριψη από το ίδιο δικαστήριο της δεύτερη επιλογής της κυβέρνησης Γκίλαρντ, το Νησί Manus.

Εν τω μεταξύ, σαπιοκάραβα φορτωμένα με πρόσφυγες καταπλέουν σχεδόν καθημερινά στα χωρικά ύδατα της Αυστραλίας. Τον Ιούνιο, μόνο, μπήκαν στα χωρικά ύδατα της χώρας 17 πλοία με 1,000 και πλέον πρόσφυγες, αριθμός που ξεπερνά κατά πολύ τις προβλέψεις του προϋπολογισμού για το νέο οικονομικό έτος.

Η κυβέρνηση ανακοίνωσε το Μάιο, ότι η Αυστραλία δεν θα δεχθεί πάνω από 450 πρόσφυγες το μήνα. Δυστυχώς, από το Μάιο μπήκαν στην Αυστραλία 2,000 πρόσφυγες –εκατό περισσότεροι το μήνα από αυτούς που υπολογίζει η κυβέρνηση– και αν δεν υπάρξει συμφωνία κυβέρνησης-αντιπολίτευσης για ταχύρυθμη αναχαίτιση του ρεύματος των προσφύγων ο τελικός αριθμός –στο τέλος του οικονομικού έτους– θα είναι πολλαπλάσιος αυτού που προβλέπει ο προϋπολογισμός.

Σε δυσθεώρητα ύψη αναμένεται να ανεβεί και το κόστος κράτησης και περίθαλψης των προσφύγων. Η αντιπολίτευση καταγγέλλει, ότι την τελευταία τριετία οι πρόσφυγες έχουν κοστίσει στους Αυστραλούς φορολογουμένους 4,7 δισεκατομμύρια και κοστίζουν περισσότερο καθημερινά.

Φυσικά, η αντιπολίτευση δεν είναι άμοιρη ευθυνών για τη συνεχή αύξηση των προσφύγων, και ας επιμένουν οι κ. Τόνι Άμποτ και Σκοτ Μόρισον –σκιώδης υπουργός Μετανάστευσης– ότι η ευθύνη για την πλημμυρίδα των προσφύγων βαραίνει ολοκληρωτικά τις κυβερνήσει Ραντ και Γκίλαρντ, οι οποίες κατήργησαν την επιτυχημένη «Λύση Ειρηνικού» –μεταφορά των προσφύγων στο νησί του Ειρηνικού Nauru– που εφάρμοσαν οι κυβερνήσεις Χάουαρντ.

Βολεύει, πολιτικά, την αντιπολίτευση η παράταση του αδιεξόδου, διότι η αναχαίτιση των προσφύγων ήταν ένα από τους τρεις λόγους που επικαλέστηκε η κ. Γκίλαρντ για την ανατροπή του Κέβιν Ραντ – οι άλλοι δύο ήταν ο φόρος διοξειδίου του άνθρακα και ο φόρος των υπερκερδών των μεγιστάνων της εξορυκτικής βιομηχανίας.
Η συντηρητική παράταξη ισχυρίζεται –και την ενισχύουν τα στατιστικά δεδομένα– ότι την περίοδο 2001-2007, που λειτούργησε η «Λύση Ειρηνικού», ο αριθμός των πλοιαρίων, που μπήκαν στην Αυστραλία, έπεσε από 43 το 2001 σε 5 το 2007 και ο αριθμός των προσφύγων από 5,516 το 2001 σε 148 το 2007.

Η ανεξέλεγκτη άνοδος, επιμένει η αντιπολίτευση, άρχισε μετά την εκλογή της κυβέρνησης Ραντ, για να φθάσει στο τέλος του 2011 τις 4,565 αφίξεις.
 Ο κ. Άμποτ επιμένει στην επαναλειτουργία του Κέντρου Kράτησης Προσφύγων Nauru, στην επαναφορά της Βίζας Προσωρινής Προστασίας προσφύγων (Temporary Protection Visa) –που η κυβέρνηση απορρίπτει– και την επιστροφή πλοιαρίων με πρόσφυγες στη Μαλαισία.

 Το ερώτημα που αιωρείται είναι, αν το Ανώτατο Δικαστήριο θα εγκρίνει το «αμαρτωλό» Nauru –ως τόπο κράτησης προσφύγων– στην περίπτωση που πρόσφυγες και υποστηρικτές του προσφύγουν κατά της χρήσης του από την κυβέρνηση. Πρόσφυγες, που κρατήθηκαν μεγάλα χρονικά διαστήματα στο κέντρο του Nauru, το χαρακτηρίζουν «κόλαση» από την οποία δεν βγαίνει κανείς πνευματικά υγιής και ψυχικά ισορροπημένος.

Το κέντρο του Nauru έχει ένα ακόμη, μεγάλο μειονέκτημα. Οι εγκαταστάσεις του έχουν καταστραφεί και η επισκευή τους θα απαιτήσει μεγάλα χρηματικά ποσά και χρόνο, που δεν έχει η Αυστραλία. Γιατί επιμένει η αντιπολίτευση στη χρήση του; Για καθαρά ψηφοθηρικούς λόγους.

Χθες ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του Συνασπισμού, Κρίστοφερ Πάιν, έκανε νύξη για πρόθεση της αντιπολίτευσης να προσέλθει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων με την κυβέρνηση με αφετηριακό θέμα των διαπραγματεύσεων τη Βίζα Προσωρινής Προστασίας.

 Πρόκειται για ειλικρινή πρόθεση της αντιπολίτευσης για διάλογο, παραμονή της λήξης των εργασιών της χειμερινής συνόδου του εθνικού κοινοβουλίου, ή για πολιτικό ελιγμό της αντιπολίτευσης, που αν απορριφθεί από την κυβέρνηση θα δώσει στον κ. Άμποτ και τους συνεργάτες του τη δυνατότητα να συνεχίσουν αν βάλλουν κατά της κυβέρνησης για «απραξία» στο θέμα αντιμετώπισης των προσφύγων;

Αν πρόκειται για ειλικρινή πρόθεση, γιατί δεν την εξέφρασε κατ’ ευθείαν στην πρωθυπουργό ο αρχηγός της αντιπολίτευσης, ώστε να ενεργοποιηθεί ο διάλογος σε επίπεδο αρχηγών, αντί να επιδιώκεται διάλογος δια της τεθλασμένης;

Οι καιροί είναι ιδιαίτερα πονηροί και τα μισόλογα επιτείνουν την καχυποψία. Αν κυβέρνηση και αντιπολίτευση επείγονται –όπως δηλώνουν– να βρουν λύση στο θέμα των προσφύγων δεν έχουν, παρά να αρχίσουν διάλογο σε επίπεδο αρχηγών με ειλικρίνεια, σαφήνεια και επιτεύξιμους στόχους. Ό,τι, λιγότερο ενισχύει την εντύπωση του λαού, ότι Γκίλαρντ και Άμποτ είναι δύο κακομαθημένα παιδιά, που επιμένουν να γίνει το δικό τους.