Η Ιταλία, η Ισπανία, η Ιρλανδία και η Κύπρος είναι οι πιο κερδισμένες χώρες από τη γερμανική υποχώρηση στη Σύνοδο Κορυφής, ωστόσο ελπίδες για ένα πιο διαλλακτικό πεδίο διαπραγμάτευσης γεννήθηκαν και για την Ελλάδα. Στο πλαίσιο της συζήτησης που θα ανοίξει η κυβέρνηση, με στόχο τη βελτίωση των όρων του ελληνικού προγράμματος, αλλαγές προς το καλύτερο μπορεί να επέλθουν όσον αφορά την επιμήκυνση του προγράμματος, τη μεγαλύτερη περίοδο αποπληρωμής των δανείων και το επιτόκιο.
Η συμφωνία για τον τρόπο ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών μπορεί να ελαφρύνει το ελληνικό χρέος, εφόσον ισχύσει και για την Ελλάδα, αφού τα 50 δισ. ευρώ που προορίζονται για τις ελληνικές τράπεζες δεν θα συνυπολογίζονται στο δάνειο της τρόικας, αφού θα προέλθουν από τον μηχανισμό στήριξης.

Όλα αυτά με δεδομένο ότι οι εταίροι θα δεχτούν μια επαναδιαπραγμάτευση, έναν δρόμο που ίσως πολύ σύντομα ανοίξει η Ιρλανδία.

Ενδιαφέρον παρουσιάζει ιδιαίτερα για την Ελλάδα το γεγονός ότι απλοποιούνται και γίνονται λιγότεροι σύνθετοι οι κανόνες για την επίδειξη κοινοτικής αλληλεγγύης.
H ιταλο-ισπανική λύση για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών δεν μπορεί μεν να εφαρμοστεί στην Ελλάδα, αλλά αν η τελευταία βρεθεί σε μια ανάλογη θέση με εκείνη της Ιταλίας και της Ισπανίας «τότε βέβαια η λύση θα μπορούσε να εφαρμοστεί και στην Ελλάδα» ανέφερε ο πρόεδρος του Eurogroup, Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ.

Όσον αφορά την αναδιαπραγμάτευση του μνημονίου, ανέφερε πως «θα γίνουν οπωσδήποτε διαβουλεύσεις», αποφεύγοντας όμως να «προδικάσει το αποτέλεσμα». Η χώρα πρέπει να συνεχίσει την πολιτική δημοσιονομικής εξυγίανσης, ανέφερε, τονίζοντας ωστόσο πως «δεν έχουμε το δικαίωμα να προκαλέσουμε ανθρωπιστική κρίση στην Ελλάδα».
Αναφερόμενος στην Ελλάδα, ο γενικός διευθυντής του Διεθνούς Ινστιτούτου Χρηματοπιστωτικής (IIF), Tσαρλς Νταλάρα, είπε ότι η βοήθεια για τη διάσωση της χώρας πρέπει να αποτελέσει εξαίρεση και οι επενδυτές από τον ιδιωτικό τομέα θα μπορούσαν να επιστρέψουν για να επενδύσουν σε κρατικό χρέος μόνο εάν λάβουν διαβεβαιώσεις ότι δεν θα επακολουθήσουν περαιτέρω απομειώσεις στην αξία του ελληνικού κρατικού χρέους.

ΔΗΛΩΣΕΙΣ ΠΑΠΟΥΛΙΑ

Η συμφωνία που επετεύχθη στη Σύνοδο Κορυφής δίνει τη δυνατότητα αφαίρεσης χρέους μελλοντικά, είπε από τις Βρυξέλλες ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Κάρολος Παπούλιας, προσθέτοντας ότι, χωρίς μονομερείς ενέργειες, χρειάζεται να γίνουν όλες οι αναγκαίες προσαρμογές στο οικονομικό πρόγραμμα της Ελλάδας, για να το καταστήσουν πιο αποτελεσματικό και κοινωνικά δίκαιο.

Όπως δήλωσε ο κ. Παπούλιας, με το σύμφωνο αυτό, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο κατέστησε σαφές ότι η ανάπτυξη αποτελεί προτεραιότητα που θα βασίζεται σε υγιή δημόσια οικονομικά στοιχεία, σε διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και σε επενδύσεις για να τονωθεί η απασχόληση.

Ο κ. Παπούλιας αναφέρθηκε στη βαθιά ύφεση που αντιμετωπίζει η Ελλάδα και υπογράμμισε την ανάγκη να στηριχθεί άμεσα και πιο αποφασιστικά η ανάπτυξη στη χώρας μας.
Τόνισε ότι «οι πρωτοβουλίες για την ανάπτυξη έχουν ιδιαίτερη σημασία για την Ελλάδα, όπου η συσσωρευμένη ύφεση των τελευταίων ετών υπερβαίνει το 20%» και χαιρέτισε «την αύξηση της κεφαλαιακής βάσης της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων, την εισαγωγή των Ομολόγων Έργου και τη χρησιμοποίηση των διαρθρωτικών ταμείων σε συνεργασία με την ΕΤΕπ για μόχλευση των διαθέσιμων κεφαλαίων».
Σημείωσε, ακόμη, ότι κατά τη διάρκεια της Συνόδου επισήμανε τον επείγοντα χαρακτήρα της ευρωπαϊκής εγγύησης καταθέσεων διότι η Ελλάδα, όπως είπε, αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα ρευστότητας.

Τόνισε, ακόμη, ότι η Ελλάδα με νέα ισχυρή κυβέρνηση έχει τη βούληση να προχωρήσει σε όλες τις απαραίτητες αλλαγές για την τόνωση της ανάπτυξης και την διασφάλιση της κοινωνικής συνοχής.

Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας χαιρέτισε, επίσης, τα μέτρα που υιοθέτησε η Σύνοδος Κορυφής, σημειώνοντας πως αφορούν στα εξής:
Πρώτον, στη δυνατότητα ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών απευθείας από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Στήριξης, το οποίο σημαίνει ότι τα κεφάλαια αυτά δεν θα επιβαρύνουν πλέον το χρέος κρατών-μελών.

«Θέλω εδώ να σημειώσω ότι με την απόφαση αυτή δίνεται η δυνατότητα, μελλοντικά, αφαίρεσης από το δημόσιο χρέος αντίστοιχων κεφαλαίων των τραπεζών, εφόσον προχωρήσει ικανοποιητικά η εκτέλεση του οικονομικού προγράμματος» σημείωσε.

Δεύτερον, παρέχεται, επίσης, η δυνατότητα παρέμβασης των ευρωπαϊκών μηχανισμών στήριξης και σε περιπτώσεις κρατών-μελών οι οποίες εφαρμόζουν αποτελεσματικά τις συστάσεις στο πλαίσιο των υπαρχόντων μηχανισμών οικονομικής διακυβέρνησης.
Σε αυτές τις περιπτώσεις, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα συμφωνεί να λειτουργεί ως διαμεσολαβητής για λογαριασμό των EFSF/ESM.