Στις 6 Μαΐου, παράλληλα με τις εκλογές στην Ελλάδα, που δεν μπόρεσαν να αναδείξουν κυβέρνηση, στην Γαλλία είχαν γίνει προεδρικές εκλογές, αποτέλεσμα των οποίων ήταν Πρόεδρος να εκλεγεί ο σοσιαλιστής Φρανσουά Ολάντ, εκτοπίζοντας από την Προεδρία τον συντηρητικών πεποιθήσεων Νικολά Σαρκοζί.
Η νίκη του Φρανσουά Ολάντ είναι μια νέα ευκαιρία για την Ευρώπη, καθότι προαναγγέλλει το τέλος μιας πολιτικής προσανατολισμένης αποκλειστικά προς τη λιτότητα, η οποία έχει παραλύσει τις οικονομίες αρκετών χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μεταξύ των οποίων είναι και η Ελλάδα.

Ήδη, ο Φρανσουά Ολάντ έκανε γνωστή την αντίθεσή του στην πολιτική λιτότητας, αρχιτέκτονες της οποίας ήταν η Γερμανίδα Καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ και ο πρώην Γάλλος Πρόεδρος Νικολά Ζαρκοζί.

Η πολιτική περικοπής των κρατικών δαπανών για να αντιμετωπισθούν τα δημοσιονομικά προβλήματα των κρατών-μελών της Ε.Ε. αποδείχθηκε λανθασμένη, καθότι οι περικοπές των κρατικών δαπανών σε οικονομίες που ήδη βρίσκονται σε ύφεση απλώς χειροτερεύουν την κατάσταση, με τη μείωση στη ζήτηση καταναλωτικών αγαθών, και την αύξηση της ανεργίας.
Η εκλογή του Φρανσουά Ολάντ προσφέρει μια πολύτιμη ευκαιρία για την αντιμετώπιση των προκλήσεων που αντιμετωπίζει η Ε.Ε., και ιδιαίτερα κάποιες χώρες της Ευρωζώνης, τα τελευταία χρόνια. Τα σχέδιά του για μια αναπτυξιακή πρωτοβουλία βρίσκουν γόνιμο έδαφος στις χώρες του Νότου, όπως η Ελλάδα, η Ιταλία, η Ισπανία, η Πορτογαλία, και πιο πρόσφατα η Κύπρος, που μαστίζονται από την οικονομική κρίση.

Ο Φρανσουά Ολάντ δεσμεύθηκε να πείσει την Άνγκελα Μέρκελ να άρει το βέτο της στην έκδοση ευρωομολόγων που θα εκδίδονται εξ ονόματος όλης της Ευρωζώνης, και ως εκ τούτου θα έχουν τη ρητή εγγύηση όλων των κρατών-μελών της.

Η κ. Μέρκελ βλέπει την έκδοση των ευρωομολόγων ως μακροπρόθεσμη προοπτική, εάν η Ευρώπη κάνει βήματα προς μια στενότερη πολιτική και δημοσιονομική ολοκλήρωση.
Όλες οι ενδείξεις τείνουν προς το συμπέρασμα ότι το χρηματοπιστωτικό οικοδόμημα του ευρώ κινδυνεύει με κατάρρευση, καθώς στηρίζεται μόνο στην νομισματική ένωση 17 από τα 27 κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Συμπτώματα αυτής της κατάρρευσης είναι τα δημοσιονομικά ελλείμματα (ελλείμματα στον προϋπολογισμό), καθώς και τα χρόνια ελλείμματα στο εμπορικό ισοζύγιο (όταν μια χώρα εισάγει προϊόντα μεγαλύτερης αξίας από εκείνα που εξάγει) που παρατηρούνται σε κάποια από τα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης.
Άλλο σύμπτωμα είναι η υποχώρηση της εμπιστοσύνης στην οικονομία των κρατών που προανέφερα, με αποτέλεσμα να παρατηρηθεί διαρροή στις καταθέσεις από τα τραπεζικά τους συστήματα σε τράπεζες κρατών με σταθερές οικονομίες, όπως είναι οι τράπεζες της Ελβετίας και της Γερμανίας.
Ένα επιπρόσθετο πρόβλημα για τις χώρες με οικονομικά προβλήματα, που είναι υποχρεωμένες να καταφεύγουν στην χρηματαγορά για τα δάνειά τους, είναι τα πολύ υψηλά επιτόκια.

Η Ελλάδα δεν έχει αυτό το πρόβλημα, λόγω των δύο μεγάλων δανείων (110 και 130 δισεκατομμυρίων ευρώ) που έχει πάρει από την Τρόικα, με σχετικά χαμηλά επιτόκια. Όμως η Ισπανία, η Ιταλία και η Κύπρος δανείζονται με επιτόκια που φτάνουν το 7%. Επιτόκια αυτού του ύψους υπονομεύουν τη βιωσιμότητα του χρέους των εν λόγω χωρών.
Προβλήματα σαν τα παραπάνω δεν αντιμετωπίζονται με μέτρα δημοσιονομικής ορθοδοξίας, όπως περικοπές στις κρατικές δαπάνες, μειώσεις στο ημερομίσθια και στις συντάξεις, και αποδόμηση των εργασιακών σχέσεων.

Αυτά τα μέτρα, αντί να συμβάλουν στη βελτίωση της οικονομίας, προξενούν τεράστια κοινωνικά προβλήματα, οδηγούν σε ταξικά μέτωπα, και δημιουργούν περιβάλλον γενικευμένης αμφισβήτησης για το πολιτικό σύστημα.

ΔΥΟ ΧΡΟΝΙΑ ΣΤΕΙΡΑΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ

Έχουν περάσει δύο χρόνια από τότε που η Ελλάδα υπέγραψε το πρώτο Μνημόνιο για το δάνειο των 110 δισεκατομμυρίων ευρώ από την Τρόικα. Σήμερα η Ελλάδα είναι βυθισμένη σε απείρως χειρότερη οικονομική, αλλά και κοινωνική κρίση. Επιπλέον, η κρίση έχει επεκταθεί στην Ισπανία και στην Ιταλία, οι οικονομίες των οποίων είναι η τρίτη και η τέταρτη σε μέγεθος μεταξύ των 17 κρατών που απαρτίζουν την Ευρωζώνη.

Το συμπέρασμα που εξάγεται από τις εξελίξεις αυτές είναι ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση και η Ευρωζώνη απέτυχαν παταγωδώς στην επίλυση της κρίσης που ξεκίνησε από την Ελλάδα, με αποτέλεσμα να πάρει βαθύτατες διαστάσεις, φτάνοντας στο σημείο να απειλεί την καρδιά της Ευρωζώνης, αφού και η Γαλλία αντιμετωπίζει οικονομικά προβλήματα.
Βέβαια η Ελλάδα δεν είναι άμοιρη ευθυνών για την κατάσταση στην οποία έχει οδηγηθεί. Δεδομένου όμως ότι τα δύο τελευταία χρόνια η Ελλάδα ήταν υπό την επιτήρηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ένα μεγάλο μέρος της ευθύνης σίγουρα πέφτει και στην Ε.Ε. για την ανικανότητά της να αναγνωρίσει την έκταση του ελληνικού προβλήματος, και τον κίνδυνο επέκτασής του και σε άλλα μέλη της Ευρωζώνης.

Ακόμα και τώρα που το οικονομικό πρόβλημα της Ελλάδας έχει πάρει τη μορφή και τις διαστάσεις συστημικής κρίσης στην καρδιά της Ευρωζώνης, η Γερμανία συνεχίζει, για εθνικιστικούς λόγους, να προβάλλει εμπόδια στη λήψη αποτελεσματικών μέτρων.

Δυστυχώς η Γερμανία επέμενε να μη θέλει να αναγνωρίσει πως η Ευρωζώνη δεν μπορεί να εξακολουθεί να λειτουργεί μόνο ως νομισματική ένωση, χωρίς δημοσιονομική, οικονομική και τελικά πολιτική ένωση, και χωρίς μηχανισμούς για την πρόληψη, τη διαχείριση και την επίλυση κρίσεων.
Σημαντική σε αυτό το πλαίσιο είναι η άποψη που εκφράζει ο Γιόζεφ Στίγκλιτς, Αμερικανός νομπελίστας οικονομολόγος, σε συνέντευξη που έδωσε στην γερμανική εφημερίδα Financial Times Deutschland για το μέλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Στο ερώτημα «Τι θα συνιστούσατε ως εναλλακτική στρατηγική;», έδωσε την ακόλουθη απάντηση:
«Το καλύτερο θα ήταν η δημιουργία ενός ευρωπαϊκού Υπουργείου Οικονομικών, που θα εκπονούσε το συντομότερο δυνατό μια συνολική στρατηγική ανάπτυξης για την Ευρώπη και θα έδινε κεφάλαια στην Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων για να προωθήσει στη συνέχεια επενδυτικά προγράμματα. Η λιτότητα δεν αποτελεί στρατηγική ανάπτυξης. Κι όμως, χρειαζόμαστε κυρίως ανάπτυξη, για να βγούμε από την κρίση», αθηναϊκή εφημερίδα Το Βήμα, 17/4/12.

«ΒΡΟΜΟΛΟΓΑ» ΓΙΑ ΤΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ ΤΑ ΕΥΡΩΟΜΟΛΟΓΑ

Η Ευρώπη περνάει ίσως την χειρότερη κρίση της ιστορίας της. Και η Σύνοδος Κορυφής της περασμένης εβδομάδας ήταν ίσως η κρισιμότερη των τελευταίων δεκαετιών.
Ένα από τα θέματα που συζητήθηκαν στη Σύνοδο Κορυφής ήταν κατά πόσο η παρούσα οικονομική κρίση καθιστά απαραίτητη την έκδοση ευρωομολόγων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ).

Την ιδέα για το ευρωομόλογο την πρότεινε πριν από καιρό ο Πρωθυπουργός του Λουξεμβούργου και Προέδρος της Ευρωζώνης, Ζαν Κλώντ Γιούνγκερ. Η βασική ιδέα είναι η ΕΚΤ θα εκδίδει τα ευρωομόλογα, τα οποία θα αγοράζονται στην ελεύθερη αγορά από επενδυτές για συγκεκριμένα επιτόκια. Τα κεφάλαια που θα συγκεντρώνονται από την ΕΚΤ θα είναι στη διάθεση για δάνεια από τα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης, αντί αυτά να είναι υποχρεωμένα να καταφεύγουν το καθένα ξεχωριστά στην διεθνή χρηματαγορά, τα επιτόκια της οποίας αναμένεται πως θα είναι υψηλότερα.

Αν κάποτε εκδοθεί, το ευρωομόλογο θα αποτελέσει τον πρώτο τίτλο που εκδίδεται από κοινού από τα 17 κράτη-μέλη της Ευρωζώνης με στόχο τη χρηματοδότηση μέρους των ελλειμμάτων. Το ευρωομόλογο θα αποτελεί το άθροισμα των πιστοληπτικών ικανοτήτων των 17 χωρών-μελών της Ευρωζώνης, και έτσι θα επιτρέπει σε χώρες του Νότου, όπως η Ελλάδα, η Ιταλία, η Ισπανία, η Πρτογαλία και η Κύπρος, να αντλούν δανειακή στήριξη με χαμηλό επιτόκιο.
Είναι προφανές το ότι να δανείζεται η Ευρωζώνη ενιαία, και όχι κάθε κράτος-μέλος ξεχωριστά, θα έχει θετική επίπτωση στο επιτόκιο δανεισμού, αφού θα υπάρχει η εγγύηση όλων των κρατών που δανείζονται μαζί.

Αντίθετη στην ιδέα του ευρωομολόγου είναι η Άνγκελα Μέρκελ για ευνόητους λόγους. Η Γερμανία, ως η ισχυρότερη οικονομικά χώρα-μέλος της Ευρωζώνης, δανείζεται κεφάλαια με μηδαμινά επιτόκια. Ως εκ τούτου, συμφέρει στην Γερμανία να δανείζεται μόνη της, αφού τα επιτόκια θα είναι χαμηλότερα από εκείνα που θα χρεώνει η ΕΚΤ.
Εν όψει της αντίρρησης της Γερμανίας τίθεται το ερώτημα πώς είναι δυνατόν να υπάρχει νομισματική ένωση, όπως συμβαίνει στην Ευρωζώνη, χωρίς όμως κοινή νομισματική και οικονομική πολιτική;

Στο ερώτημα αυτό, και στις αποφάσεις που πάρθηκαν στην Σύνοδο Κορυφής, θα επανέλθω την ερχόμενη εβδομάδα.