Από υπουργικές και άλλες επισκέψεις επισήμων έχουμε μπουχτίσει ως παροικία. Συμφωνείτε; Τους βλέπουμε συχνά-πυκνά και, έστω αν παραδεχθούμε ότι κάποιες από τις επισκέψεις τους θεωρούνται απαραίτητες, δεν παύουν εντούτοις να χαρακτηρίζονται συνήθως από συμπαροίκους… ως ανιαρές καταστάσεις.
Όμως η επίσκεψη του Ανδρέα Μπαμπίκη και του Θανάση Δημητρίου –που δεν είναι πολιτικοί αλλά τσιγγάνοι– στη Μελβούρνη, δεν θα μπορούσε έτσι εύκολα να χαρακτηρισθεί ως μία ακόμα ανιαρή επίσκεψη. Και αυτό γιατί, αφενός, είναι η πρώτη φορά που μας επισκέπτεται ο πρόεδρος και ο γραμματέας του ανώτατου οργάνου των τσιγγάνων της Ελλάδας και, αφετέρου, γιατί ο στόχος της επίσκεψης των δύο αυτών ανθρώπων, είναι, όπως τουλάχιστον προκύπτει από τα όσα έχουν καταφέρει μέχρι τώρα…, «ιερός». Ήρθαν στη Μελβούρνη για να γνωρίσουν τους ελληνικής καταγωγής τσιγγάνους της Αυστραλίας -που σημειωτέον φτάνουν τους 3.000- αλλά δεν σταμάτησαν στην γνωριμία…
Ο πρόεδρος του Πανελληνίου Μορφωτικού Συλλόγου Αθίγγανων που ιδρύθηκε το 1939 -έχει την έδρα του στην Αγία Βαρβάρα Αττικής και είναι το συντονιστικό όργανο όλων των συλλόγων τσιγγάνων στην Ελλάδα, κ. Μπαμπίκης, αλλά και ο γραμματέας του συλλόγου, κ. Δημητρίου, έγιναν δεκτοί με ανοικτές αγκάλες, όχι μόνο από την ηγεσία της Ελληνικής Κοινότητας Μελβούρνης και Βικτωρίας, αλλά και από την ηγεσία της Αρχιεπισκοπής μας, που πρόθυμα δέχθηκαν, ο κάθε οργανισμός με τον τρόπο του, να τους βοηθήσουν για να έρθουν σε επαφή με τον εδώ «ηγέτη» των τσιγγάνων ελληνικής καταγωγής, κ. Φώτη Στίριο.
Είναι πραγματικά αξιοθαύμαστο αυτό που κατάφεραν και προσπαθούν να δημιουργήσουν και, στην ουσία, η μικρή ιστορία της επίσκεψής τους είναι μία μεγάλη ιστορία αλληλεγγύης και ανθρωπιάς.
Μέσα στο λίγο χρονικό διάστημα που είναι εδώ ήρθαν σε επαφή με τα «αδέρφια τους» όπως χαρακτηριστικά αποκαλεί τους εν Αυστραλία τσιγγάνους ο κ. Μπαμπίκης, άκουσαν τις ανάγκες τους και όσο και αν αυτό ακούγεται απίστευτο τους μοίρασαν ακόμα και τρόφιμα, και τώρα προσπαθούν να βάλουν τα θεμέλια για τη δημιουργία ενός συλλόγου Ελλήνων τσιγγάνων που θα έχει ως στόχο την στήριξη των απόρων αδερφών τους.
«Ήρθαμε με στόχο να γνωριστούμε πρώτα απ’ όλα» λέει στο «Νέο Κόσμο» ο κ. Μπαμπίκης «γιατί μάθαμε ότι υπάρχουν τσιγγάνοι ελληνικής καταγωγής στην Αυστραλία από τις αρχές του 20ου αιώνα». Συνεχίζει λέγοντας ότι η Αρχιεπισκοπή και η Ελληνική Κοινότητα τους βοήθησε να τους βρουν και στη συνέχεια να συγκεντρωθούν κάπου. Και όλες οι συγκεντρώσεις έγιναν στο χολ της Αγίας Παρασκευής στο St. Albans με τις ευλογίες του Επισκόπου Δέρβης, κ. Ιεζεκιήλ.
«Θέλω να ευχαριστήσω απ’ τα βάθη της καρδιάς μου τον Επίσκοπο. Άνοιξε την πόρτα της εκκλησίας και της καρδιάς του και μας δέχθηκε σαν παιδιά του» μου λέει και συμπληρώνει γρήγορα… «ελπίζαμε αλλά δεν πιστεύαμε ότι και ο πρόεδρος της Κοινότητας, κ. Παπαστεργιάδης, θα μπορούσε να μας βοηθήσει τόσο ούτε ότι θα αναλάμβανε να βοηθήσει με τόση ανθρωπιά τα αδέρφια μας εδώ να οργανωθούν».
Η αλήθεια είναι ότι ο κ. Μπαμπίκης δεν ξέρει γράμματα. Ούτε ο «ηγέτης» των ελληνικής καταγωγής τσιγγάνων στην Αυστραλία ξέρει γράμματα. Αυτό, όμως, δεν τους στερεί το δικαίωμα να ελπίζουν σε ένα καλύτερο αύριο για τους απογόνους τους. Και αυτό γιατί το παρόν, αν κρίνει κανείς από το γεγονός ότι ο κ. Μπαμπίκης και ο κ. Δημητρίου στις δύο συναντήσεις που είχαν με τους εδώ τσιγγάνους αγόρασαν τρόφιμα τα οποία και τους μοίρασαν, δεν είναι και το τόσο λαμπρό.
«Εκείνο που έχουμε επιτύχει με το σύλλογό μας στην Ελλάδα είναι, πάνω απ’ όλα, να βοηθήσουμε τη νέα μας γενιά να μορφωθεί, να διεκδικήσει μία λιγότερο δύσκολη ζωή απ’ αυτή που ζήσαμε εμείς. Αν καταφέρουμε να βοηθήσουμε και τους εδώ τσιγγάνους να καταφέρουν το ίδιο θα είμαστε ευτυχείς» μας λέει.
Ο κ. Μπαμπίκης θα παραμείνει στη Μελβούρνη για περίπου ενάμισι μήνα ακόμα. «Με την βοήθεια της Ελληνικής Κοινότητας θέλουμε να βάλουμε στα χαρτιά ένα καταστατικό για να δημιουργηθεί και εδώ ένας σύλλογος» αναφέρει και προσθέτει… «Εγώ δεν ξέρω γράμματα, ο Φώτης δεν ξέρει γράμματα αλλά αγαπάμε τους ανθρώπους μας και θα προσπαθήσουμε να ξεπεράσουμε αυτό το εμπόδιο. Όταν ο προπάππους του Φώτη, ο Χρήστος Στίριο, ήρθε στην Αυστραλία το 1898 δεν ήξερε γράμματα. Όπλισε τα παιδιά του με αγάπη, πίστη στο Θεό και ελπίδα και σήμερα τέσσερις γενιές μετά οι 26 άνθρωποι που ήρθαν τότε έχουν γίνει 3,000 και τα όνειρά τους είναι πέντε φορές περισσότερα αν μπορέσουμε να αλληλοβοηθηθούμε να κάνουμε κάποια απ’ αυτά πραγματικότητα θα είμαστε περήφανοι» καταλήγει ο κ. Μπαμπίκης.