Tί να τον κάνω τον Υπερσυντέλικο χωρίς Χατζηδάκη;

Ένα ερώτημα –ρητορικό– στο μέσον της κουβέντας, με ουσία, όμως, που διεκδικεί τον τίτλο του κειμένου, λέει πάρα πολλά για κείνον που θέλει να το απλώσει, να το δει κατάματα, να συμφωνήσει ή να διαφωνήσει μαζί του.

Τίθεται από τη Ντίνα Γερολύμου, γνωστή στην παροικία για την ευαισθητοποίησή της στα πολιτιστικά δρώμενα που βγαίνουν από το σύνηθες, κυρίως, όμως, για εκείνα που ικανοποιούν τις ανάγκες και των νεότερων γενεών της ομογένειας.

Μας έχει δώσει δείγματα γραφής –περιορισμένα μεν, άριστα δε– που θα μπορούσαν να χρησιμεύσουν ως εκκίνηση για περαιτέρω, ευρύτερης εμβέλειας πολιτιστικά συμβάντα.
Το Αφιέρωμα στον Νίκο Καββαδία, τον περασμένο Ιούνιο, ήταν, όπως το χαρακτήρισε κάποιος -ρομαντικός εμφανώς- ‘πνοή Άνοιξης στο σκότος του χειμώνα’.

Μια δίγλωσση ποιοτική πολιτιστική εκδήλωση, προορισμένη να αγκαλιάσει όχι μόνο όλες τις γενιές της ομογένειας, αλλά να φτάσει και στην πλατύτερη αυστραλιανή κοινωνία. Πρακτικά και μεθοδευμένα, με σωστή στρατηγική προώθησης που απέδωσε καρπούς.

ΟΧΙ ΜΟΝΟ ΓΙΑ ΜΑΣ

«Δεν θα ’πρεπε να κρατάμε τον πολιτιστικό μας πλούτο αποκλειστικά για μας» είναι μια από τις βασικές αρχές που εμπνέουν τη Ντίνα Γερολύμου και της δίνουν τη δύναμη να συλλαμβάνει και να προσπαθεί να προωθήσει ιδέες που ανταποκρίνονται στις σύγχρονες πολιτιστικές ανάγκες της ομογένειας.
Είναι μια δύσκολη υπόθεση γιατί, προφανώς, το έδαφος δεν είναι ακόμη πρόσφορο.

Η πρώτη γενιά, στην πλειονότητά της, αντιστέκεται σθεναρά σε ό,τι δεν είναι αμιγώς ελληνικό…  Λάθος. Ελληνόγλωσσο.
Δίγλωσσες εκδηλώσεις αντιμετωπίζονται ακόμη με κάποιο σκεπτικισμό, θα ήταν ένας ήπιος χαρακτηρισμός του θέματος.
Υπάρχει ο φόβος ότι αν η γλώσσα μας πάρει ίση θέση ή και κατώτερη από την αγγλική, θα είναι θέμα χρόνου πριν χαθεί ολοσχερώς.

Τη θέλουμε πάντα πρώτη και καλύτερη. Ποιος είπε, όμως, ότι τα ‘θέλω’ είναι πάντα εφικτά;
Ότι η γλώσσα από μόνη της δεν μπορεί –πρακτικά– να είναι το μόνο όχημα για τη διατήρηση της ελληνικής συνείδησης στις επόμενες γενιές, το είδαν άλλοι, με περισσότερη πείρα και τριβή στην αλλοδαπή από ό,τι εμείς.

Θυμάμαι χαρακτηριστικά το παράδειγμα που έφερε ο γνωστός καθηγητής, Σπύρος Βρυώνης –από τη Ν. Υόρκη– πριν πολλά χρόνια σε μια συζήτηση που είχαμε πάνω στο θέμα αυτό.

«Βίβιαν, το ότι θέλουμε να διατηρηθεί η εθνική συνείδηση στις επόμενες γενιές μέσα από την ελληνική γλώσσα και μόνο, είναι το λιγότερο ανεδαφικό και μου θυμίζει το μικρό κοριτσάκι που είπε στη μαμά του ότι ‘φέτος η συκιά θα κάνει πολλά σύκα’. Όταν η μαμά του, το ρώτησε ‘και πώς το ξέρεις αυτό;’ η απάντηση ήταν ‘γιατί μ’ αρέσουν τα σύκα πάρα πολύ’».

Ό,τι ίσχυε πριν 30 χρόνια, θα πει η Ντίνα Γερολύμου, δυστυχώς δεν ισχύει σήμερα, δεδομένου ότι οι συνθήκες επικοινωνίας έχουν αλλάξει δραστικά. Τότε, η γλώσσα επικοινωνίας στο σπίτι ήταν η ελληνική και όταν το παιδί χρησιμοποιούσε την αγγλική… καλείτο επειγόντως στην τάξη. Ήταν σχετικά εύκολο, ιδιαίτερα τα πρώτα χρόνια, πριν το παιδί πάει στο σχολείο, δεδομένου ότι και οι δύο γονείς μιλούσαν ελληνικά. Σήμερα, η δεύτερη γενιά, το βρίσκει ευκολότερο να επικοινωνεί στην αγγλική, επομένως τα παιδιά είναι εκτεθειμένα σ’ ένα οικογενειακό περιβάλλον που τα ελληνικά χρησιμοποιούνται συνήθως ελάχιστα. Άλλος σοβαρός παράγοντας του ‘παραγκωνισμού’ της γλώσσας μας, είναι φυσικά και οι μικτοί γάμοι».

– Οπότε, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι, λόγω της αλλαγής των συνθηκών, θα πρέπει να κοιτάξουμε και σε άλλους ‘βοηθητικούς’ παράγοντες για τη διατήρηση της ελληνικής συνείδησης στις επερχόμενες γενιές; Μπορεί η ελληνική κουλτούρα να γίνει το όχημα για τη διατήρηση της ελληνικής ταυτότητας στις νεότερες γενιές;
«Πιστεύω ναι. Μέσα από τον πολιτισμό, μέσα από την ιστορία, τη μουσική, τη λογοτεχνία, θα φτάσει αναγκαστικά και στη γλώσσα. Αυτό που λέμε στην ουσία είναι όχι απόρριψη της γλώσσας, αλλά κατάκτησή της μέσα από άλλες δομές. Ένας ασφαλής τρόπος είναι, φυσικά, οι δίγλωσσες πολιτιστικές εκδηλώσεις. Είναι ένας χώρος που μπορεί να ελκύσει τις νέες γενιές. Όχι ως παρατηρητές, φυσικά, μόνο, αλλά ενεργά, ως συμμετέχοντες. Χρειάζεται να στηριχτεί το μεράκι ορισμένων ανθρώπων να ασχοληθούν μ’ αυτά τα πράγματα».

ΟΡΑΜΑ ΚΑΙ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ

Πιστεύεις ότι είναι εύκολο να βρεθεί μια φόρμουλα που να ικανοποιεί όλες τις γενιές, πολιτιστικά εννοώ.

«Αυτό που πιστεύω είναι ότι θα πρέπει να υπάρξει όραμα και στρατηγική. Να αποφασίσει η ομογένεια ποιο είναι το όραμά της τελικά. Και μετά να βρεθούν οι τρόποι για την υλοποίηση του οράματος αυτού. Κάτι τέτοιο μπορεί να γίνει μόνο από τα οργανωμένα παροικιακά όργανα».

Η Κεντρική Κοινότητα με το Φεστιβάλ «Αντίποδες» και ένα ιδιαίτερα φιλόδοξο πρόγραμμα, έκανε φέτος καθοριστικές τομές, με σοβαρό πολιτιστικό περιεχόμενο. Τι θα μπορούσε, κατά τη γνώμη σου, να γίνει ακόμη;
«Πιστεύω ότι θα πρέπει να αξιοποιηθούν άτομα με μεράκι που είναι διατεθειμένα να κάνουν σωστή δουλειά που θα έχει απήχηση σ’ όλες τις γενιές και, κυρίως, να ελκύσει τις νεότερες γενιές.
Να υπάρξει, επιπλέον, μεγαλύτερη στήριξη του κεντρικού αυτού φορέα –Φεστιβάλ «Αντίποδες»– και από άλλους παροικιακούς οργανισμούς. Να βγούμε έξω από το δικό μας μικρό χώρο με το ιδιόκτητο κτίριο –μικρό ή μεγάλο– και να κοιτάξουμε την πλατύτερη εικόνα. Προς το παρόν ασχολούμαστε, σε γενικές γραμμές, με τη λεπτομέρεια και μας διαφεύγουν τα ουσιώδη».

Ας προσπαθήσουμε να γίνουμε λίγο πιο συγκεκριμένοι. Πώς, κατά τη γνώμη σου, θα μπορούσαν να ελκυστούν οι νεότερες γενιές να πάρουν ενεργά μέρος, όπως είπες νωρίτερα, στα πολιτιστικά δρώμενα;

«Πιστεύω ότι υπάρχουν τρόποι. Το να οργανώσει, για παράδειγμα, ένας φορέας, μια ορχήστρα από νέα παιδιά που, ούτως ή άλλως, μαθαίνουν διάφορα μουσικά όργανα στο σχολείο, να έχουν ένα ρεπερτόριο από ελληνικά τραγούδια, είναι αρκετά εύκολο. Να το θέσω απλά. Τι να τον κάνω τον Υπερσυντέλικο, όταν δεν γνωρίζει το παιδί ποιος είναι ο Χατζηδάκης. Μαθαίνοντας, όμως, να παίζει τα τραγούδια του Θεοδωράκη, του Χατζηδάκη, του Μικρούτσικου και άλλων σπουδαίων Ελλήνων συνθετών, θα φτάσει αναγκαστικά και στη γλώσσα και μάλιστα με τρόπο…  ανώδυνο. Γιατί, η γλώσσα αποκομμένη τι ωφελεί;».

ΑΠΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ

Απτό παράδειγμα των όσων λέμε, όλη αυτή την ώρα, είναι η δίγλωσση εκδήλωσαφιέρωμα στον Νίκο Καββαδία που συνέλαβες και διοργάνωσες στο Melba Hall και όπου η συμμετοχή των νέων γενιών ήταν εντυπωσιακή. Υπάρχει χώρος γι’ αυτού του είδους τις εκδηλώσεις σε ευρύτερο πεδίο, εννοώντας να περιλαμβάνει όλες τις γενιές και να επεκτείνεται και στον ευρύτερο αυστραλιανό χώρο;
«Πιστεύω ναι. Χρειάζεται, όμως, να υπάρξουν κίνητρα για να ελκύσουμε τις νεότερες γενιές. Χρειάζεται ακόμη να ψάξουμε να βρούμε πού υπάρχουν ταλέντα. Η Χριστιάνα Αλωνεύτη, για παράδειγμα, συνέβη να είναι μαθήτριά μου και γνώριζα ότι έχει μοναδική φωνή. Την κάλεσα, δέχτηκε, και μέσα από αυτή τη συμμετοχή είχε προτάσεις για πέντε συναυλίες. Αλλά και η παροικία βγήκε κερδισμένη γιατί γνώρισε και απόλαυσε ένα σπάνιο ταλέντο. Το κυριότερο, ενέπνευσε άλλους νέους ελληνικής καταγωγής να ενδιαφερθούν για πολιτιστικά δρώμενα της ομογένειας. Από πλευράς μας, οφείλουμε να τους εντοπίσουμε και να τους δώσουμε κίνητρα. Ένας τρόπος είναι οι διαγωνισμοί».
Το κυριότερο, φυσικά, είναι να μην αφήσουμε άλλο χρόνο να πάει χαμένος.

Το όραμα και η στρατηγική ας γίνουν υπόθεση όλων μας, αν μας ενδιαφέρει η διατήρηση της ελληνικότητας στις επόμενες γενιές.
Και κάτι άλλο: Η πρώτη γενιά δεν πιστεύω ότι είναι το χθες, όπως καλοπροαίρετα είπε ένας σαρανταπεντάρης, βάζοντας, από ευγένεια και τον εαυτό του μέσα. Κανείς δεν ανήκει στο ‘χθες’ όταν είναι ζωντανός και δραστηριοποιημένος. Η πρώτη γενιά ανήκει στο σήμερα περισσότερο ίσως από ποτέ δεδομένου ότι πρέπει να θέσει τα θεμέλια για το αύριο. Μ’ αυτό, δεν εννοώ, βέβαια, τα τούβλα, αν και αυτά έχουν την αναμφισβήτητη αξία τους, αλλά τις κατάλληλες δομές που θα οριοθετήσουν και θα οδηγήσουν στη διατήρηση της ελληνικής συνείδησης στις επόμενες γενιές. Αυτές που μπορεί να μιλούν σπασμένα ή καθόλου ελληνικά, θα έχουν όμως ελληνική συνείδηση.