«Ένα αστείο είναι πολύ σοβαρή υπόθεση» έλεγε ο Γουίνστον Τσόρτσιλ σε μια γλώσσα που ένας από τους πιο δημοφιλείς συγγραφείς της σύγχρονης ρωσικής λογοτεχνίας, ο Βλαντίμιρ Σορόκιν, δεν κατέχει. Αυτό όμως που γνωρίζει σε βάθος είναι η πανανθρώπινη αλήθεια της φλεγματικής ρήσης. Η γραφή του είναι βαθύτατα σατιρική – αυτός είναι στο κάτω κάτω ο άνθρωπος που ενέπλεξε σεξουαλικά τον Νικίτα Χρουστσόφ με τον Ιωσήφ Στάλιν, σε μια σκηνή του πολυσυζητημένου βιβλίου του «Blue Lard». Ενα σουρεαλιστικό έπος στο οποίο πολιτικοί και λογοτέχνες, ανάμεσά τους ο Χίτλερ, ο Ντοστογέφσκι και η Αχμάτοβα έρχονται σε επαφή, κάποιες φορές και σαρκική. Η φιλικά διακείμενη νεολαία προς τον Πούτιν ονόματι «Συνοδοιπόροι» δεν διέκρινε το χιούμορ. Το 2002 σε μια οργανωμένη διαμαρτυρία που θα ζήλευαν και οι θεούσες του «Τελευταίου πειρασμού» έσκιζαν τα βιβλία του και πετούσαν τις σελίδες σε μια λεκάνη. Σε μια άλλη περίσταση εκπρόσωποι του ίδιου πεφωτισμένου κινήματος εμφανίστηκαν στο σπίτι του για να τοποθετήσουν κάγκελα φυλακής στα παράθυρά του. Και εννοείται ότι δεν έλειψαν και οι δικαστικές διαμάχες, όπου βρισκόταν κατηγορούμενος για «διάδοση πορνογραφίας».
Ο Βλαντίμιρ Γεοργίεβιτς Σορόκιν με τη λιονταρίσια χαίτη και τις σπουδές μηχανικής δεν λύγισε ποτέ. Συνηθισμένος στη λογοκρισία και στη «μαύρη λίστα» αφότου έχασε τη δουλειά του σε περιοδικό όπου δούλευε επειδή αρνήθηκε να γίνει μέλος της Κομσομόλ (κρατική κομμουνιστική οργάνωση νέων της ΕΣΣΔ), με τα βιβλία του να είναι για χρόνια απαγορευμένα καθ’ ότι βαθύτατα πολιτικά, γνωρίζει από πρώτο χέρι τι θα πει ελευθερία λόγου (ή μάλλον η απουσία της) σε σοβιετικό κομμουνιστικό καθεστώς. Γεννημένος το 1955 σε μια μικρή πόλη έξω από τη Μόσχα, από πείσμα και τρέλα εξακολουθεί να ζει στην πόλη των νεόπλουτων δισεκατομμυριούχων, της μαφίας και των εξόφθαλμων πολιτικών σκανδάλων και να συλλέγει λογοτεχνικά βραβεία όπως τα Maxim Gorky και Andrei Beli. Εκεί ανήκει, εκεί εργάζεται με όπλο του το χιούμορ απέναντι σε κάθε είδους παραλογισμό. Ακόμη και στις ερωτήσεις δημοσιογράφων τις οποίες βρίσκει πολύ γενικόλογες ή λυρικές, με αφορμή την κυκλοφορία (την πρώτη στα ελληνικά) του βιβλίου του «Πίσω από το μεγάλο ρωσικό τείχος», άλλο ένα οργιωδώς φανταστικό μυθιστόρημα για τη «ροπή της σύγχρονης Ρωσίας προς τον απολυταρχισμό». Απλώς υπέροχος…
Πώς κυοφορήθηκε αυτό το βιβλίο;
«Ξεκάρφωτη ερώτηση. Υπάρχει όμως μία ακόμη πιο ξεκάρφωτη: “Τι ήθελε να πει ο συγγραφέας με το έργο του;”».
Ωραία λοιπόν, ας αφήσουμε το βιβλίο. Πιστεύετε ότι η αλήθεια είναι μια έμφυτη ανάγκη ή οι άνθρωποι στρέφονται σε αυτή και την αποζητούν αφότου βιώσουν την εμπειρία της βίαιης καταπίεσης;
«Αλήθεια, ειλικρίνεια, αξιοπιστία. Αυτά στη λογοτεχνία σημαίνουν ένα και μόνο πράγμα: ποιοτική λογοτεχνική δουλειά. Είναι πολύ πιο απλό στην περίπτωσή μου: η ρωσική πραγματικότητα δεν περιγράφεται καλά με τη γλώσσα του ρεαλισμού. Αυτό συνέβαινε πάντα, σε όλες τις εποχές. Θυμηθείτε τις “Νεκρές ψυχές” του Γκόγκολ. Φανταστείτε το μυθιστόρημα αυτό γραμμένο με τη γλώσσα του Φόκνερ. Τι βαρετό πράγμα θα έβγαινε! Η ζωή στη Ρωσία είναι χιμαιρική, παράλογη και απρόβλεπτη. Εδώ βρίσκεται και η ουσία της ρωσικής μεταφυσικής. Μπορεί κανείς να την περιγράψει μόνο με την ανάλογη γλώσσα: χιμαιρικά, παράλογα, απρόβλεπτα. Μόνο τότε προκύπτει ειλικρινές αποτέλεσμα».
Εσείς παρ’ όλα αυτά νιώθετε ότι θυσιάσατε την ελευθερία σας προκειμένου να μπορείτε να εκφράζεστε ελεύθερα;
«Πολύ εντυπωσιακά διατυπωμένη ερώτηση. Θα σας απαντήσω σεμνά: Οσο, δόξα τω Θεώ, είμαι εσωτερικά και εξωτερικά ελεύθερος, δεν θα θυσίαζα για κανέναν την ελευθερία μου. Και τη λογοτεχνική, μεταξύ άλλων».
Ποιος είναι, πιστεύετε, ο μεγαλύτερος εχθρός της ελευθερίας;
«Ο τρόμος. Συγχωρήστε με για την κοινοτοπία».
Και η σάτιρα; Πρέπει να έχει όρια;
«Νομίζω ότι στη λογοτεχνία, σε αντίθεση με τη ζωή, δεν υπάρχουν και δεν πρέπει να υπάρχουν κανενός είδους περιορισμοί. Αυτή είναι η διαφορά της λογοτεχνίας από τη ζωή».
Θα επιμείνω στην κατηγορία «ελευθερία». Το δικαίωμα να γελάς συνδέεται με το δικαίωμα σε μια ελεύθερη ζωή;
«“Το γέλιο είναι το ύστατο προπύργιο του σκλάβου” έγραφε ο Νίτσε. Το γέλιο για τη ζωή των Ρώσων είναι εξίσου σημαντικό με τη βότκα. Αυτά τα δύο μαζί βοηθούν τον Ρώσο να επιβιώσει. Στα σταλινικά στρατόπεδα οι άνθρωποι διασώζονταν με το γέλιο, στη σοβιετική περίοδο τα ατέλειωτα ανέκδοτα για τον Μπρέζνιεφ τόνιζαν την προσωρινότητα του καθεστώτος του. Αυτό όχι μόνο σε βοηθούσε να επιζήσεις, αλλά αποτελούσε και βαρόμετρο: αν ο κυβερνήτης γινόταν παρωδία του εαυτού του, τότε δεν του έμενε πολύς καιρός για να κυβερνήσει. Αυτό συνέβη με τον Νικόλαο Α´, το ίδιο συνέβη με τον Χρουστσόφ, τον Μπρέζνιεφ, τον Τσερνιένκο.
Με τον Στάλιν τι συνέβη; Την εποχή του Στάλιν δεν γελούσαν, τότε υπήρχε απλώς ο τρόμος. Ισως γι’ αυτό ο Στάλιν στρογγυλοκάθησε 27 χρόνια στο Κρεμλίνο. Τώρα άρχισε το γενικευμένο χάχανο εις βάρος του Πούτιν, ο οποίος μέσα σε δέκα χρόνια διακυβέρνησης κατάντησε μια γκροτέσκα, γελοία φιγούρα. Μετά το γέλιο αναπτύσσεται αναπόφευκτα και ένα κύμα διαμαρτυρίας, κάτι που βλέπουμε και τώρα. Και πάνω σε τούτο το τεράστιο θολό κύμα ήδη ταλαντεύεται το φάντασμα της ελευθερίας με τη μορφή μιας ωραίας γυμνής αθλήτριας του σέρφινγκ. Και για πολλοστή φορά, ω Θεέ μου, αυτή κουνά μπροστά στα μάτια μας το τροφαντό στήθος της!».
Τελικά ποια είναι η διαφορά ανάμεσα στη συγγραφή και στην πορνογραφία;
Αν κρίνουμε από τις αντιδράσεις στα βιβλία σας, ο κόσμος δείχνει να τα μπερδεύει… «Η δύναμη των λέξεων εξακολουθεί να είναι πολύ μεγάλη. Οταν νικήσει οριστικά η εικόνα, η οποία το τελευταίο διάστημα συνθλίβει όλο και πιο επιθετικά τον λόγο, τότε οι αναγνώστες των βιβλίων θα πάψουν ολοκληρωτικά να χρησιμοποιούν τη λέξη “πορνογραφία”. Απλώς θα ασχολούνται μαζί της».
Σε ποιον βαθμό πιστεύετε ότι κατανοεί η Δύση τη Ρωσία;
«Νομίζω ότι ο άνθρωπος της Δύσης αρχίζει να κατανοεί τη Ρωσία όταν, ταξιδεύοντας με τον Υπερσιβηρικό, βγαίνει να κάνει μια βόλτα σε κάποιον σταθμό και πετάγεται σε μια τουαλέτα εκεί κοντά. Βγαίνοντας από αυτή την τουαλέτα νομίζω ότι έχει πια καταλάβει τη Ρωσία σε ποσοστό 78%».
Και η Ρωσία; Πώς βλέπει την Ευρώπη και την τωρινή κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει;
«Η Ρωσία δεν είναι πια η ομοιογενής χώρα που ήταν 20 χρόνια πριν. Είναι διαφορετική, εδώ ζουν αλλιώτικοι άνθρωποι. Τα σύνορα άνοιξαν, μπορεί κανείς να πάει στην Ευρώπη. Οι Ρώσοι στην πλειονότητά τους απευθύνονται στην Ευρώπη με απαιτήσεις, όπως θα απευθύνονταν σε ένα καλό σουπερμάρκετ. Κάτι μπορούν να αγοράσουν για να το φέρουν στη Ρωσία, κάτι να φωτογραφίσουν, κάπου να αναπαυτούν με την άνεσή τους. Ηδη όμως υπάρχει μια γενιά που έλκεται από τις ευρωπαϊκές αξίες θεωρώντας τες δικές της. Αυτή πηγαίνει στην Ευρώπη όχι απλώς για να κάνει αγορές, αλλά για να διδαχθεί από αυτήν. Να διδαχθεί, για παράδειγμα, πώς μπορείς να φέρεσαι χωρίς χυδαιότητα στους ανθρώπους. Ή πώς πρέπει να είναι ο πρόεδρος και το κοινοβούλιο. Εγώ βρέθηκα για πρώτη φορά στην Ευρώπη το 1988. Από τότε διδάχθηκα πολλά από την Ευρώπη, πράγμα για το οποίο την ευγνωμονώ ιδιαίτερα».
Ποια είναι η πιο εντυπωσιακή διαφορά ανάμεσα στην ΕΣΣΔ των παιδικών σας χρόνων και στη Ρωσία τού σήμερα;
«Η ΕΣΣΔ υπήρξε ένα τεράστιο στρατόπεδο με φυλακές διαφορετικών συνθηκών. Εγώ μεγάλωσα στη Μόσχα, μια φυλακή με χαλαρές συνθήκες διαβίωσης. Παρ’ όλα αυτά, οι αναμνήσεις για τα σοβιετικά παιδικά χρόνια είναι κατά βάση φρικτές. Τότε όμως, στη δεκαετία του ’60, όλα μου φαίνονταν ωραία, αυτό είναι φυσικό. Πολύ δε περισσότερο αφού μεγάλωσα στην εξασφαλισμένη οικογένεια ενός καθηγητή. Τώρα όμως όλο και περισσότερο αναρωτιέμαι σε ποια απάνθρωπη χώρα μεγαλώσαμε. Δεν υπάρχει κάτι ανάλογο με τη ζωή στη σοβιετική περίοδο».
Πιστεύετε παρ’ όλα αυτά στην αναγκαιότητα της επανάστασης; Συνδέεται πάντα με την πρόοδο;
«Οι επαναστάσεις είναι απαραίτητες σε όλους τους τομείς: στην επιστήμη, στην τέχνη, στον κινηματογράφο, στη λογοτεχνία. Το μόνο κακό είναι ότι στη ζωή οι επαναστάσεις χρειάζονται ζωντανό ανθρώπινο αίμα. Και αυτό δεν μπορείς να το αποφύγεις».
Εχετε καταλήξει ποιος είναι τελικά υπεύθυνος για την υποκουλτούρα που μας περιβάλλει; Οι διανοούμενοι έχουν χάσει τη δύναμή τους;
«Το θέμα είναι ότι οι ξύπνιοι στριμώχνουν τους διανοουμένους. Σε αντίθεση με τον διανοούμενο, ο ξύπνιος είναι πραγματιστής και κυνικός. Στη ζωή ο ξύπνιος είναι πιο επιθετικός, ξέρει να βγάζει λεφτά, να επιβάλλεται στην κοινωνία, ενώ ο διανοούμενος κατά κανόνα αυτό δεν το πολυκαταφέρνει. Οι διανοούμενοι είναι καταδικασμένοι σε μια ζωή υποκουλτούρας. Είναι αυτό αδυναμία; Σίγουρα. Είναι όμως και δύναμη. Στη δική μου περίπτωση, σε όλες τις εποχές ένιωθα πιο κοντά στους διανοουμένους παρά στους ξύπνιους».
Εσείς πώς αποφασίσατε τελικά ότι σας ενδιέφερε η συγγραφή;
«Ως σήμερα δεν μπορώ να το καταλάβω. Η λογοτεχνία είναι σαν να χάνεις την παρθενιά σου. Δεν καταλαβαίνεις πώς συνέβη αυτό, συνειδητοποιείς όμως ένα πράγμα: δεν υπάρχει πια δρόμος για να γυρίσεις πίσω, στους απλούς αναγνώστες».
Ανακαλύψατε στην πορεία πράγματα για τον εαυτό σας τα οποία σας εξέπληξαν;
«Είναι η κουζίνα του συγγραφέα που είναι δύσκολο να την εξηγήσει κανείς. Για παράδειγμα, το “Πίσω από το μεγάλο ρωσικό τείχος” άρχισα να το γράφω ξαφνικά. Είχα τότε ένα σκυλάκι, ένα λαγωνικό, κομψό πλάσμα. Κάποτε, θέλοντας να αστειευτώ μαζί του, αγόρασα ένα τεράστιο κόκαλο ταύρου. Θα πρέπει να ζύγιζε όσο το σκυλάκι μου. Πήγα στο σπίτι, έβγαλα τον σκύλο στην αυλή και πέταξα πάνω στο χιόνι εκείνο το θηριώδες κόκαλο. Και ξάφνου ο σκύλος μου άρχισε να κάνει ολόγυρά του έναν παράξενο χορό. Και όταν βαρέθηκα να κοιτώ αυτά τα χοροπηδητά πάνω στο χιόνι ολόγυρα στο κόκαλο, τότε κάθισα να γράψω το “Τείχος”».