Η ποπ-ροκ, για την οποία οι Βρετανοί υπερηφανεύονται έντυσε, μουσικά, σχεδόν ολόκληρη την τελετή έναρξης των 30ών Ολυμπιακών Αγώνων του Λονδίνου, που ξεκίνησε στις 5.00 το πρωί του Σαββάτου (ώρα Αυστραλίας) και τελείωσε μετά σχεδόν τέσσερις ώρες.

Οι Βρετανοί παρουσίασαν κάτι διαφορετικό στις 80,000 θεατών, που κατέκλυσαν το στάδιο και στα εκατομμύρια τηλεθεατών ανά τον κόσμο, που παρακολούθησαν την τελετή. Η πληθώρα χρωμάτων, τα εφέ, η μουσική πανδαισία, η μεγάλη δόση βρετανικής κουλτούρας, που κυριάρχησε στην τελετή, η έλλειψη σύνδεσης των εικόνων και η εστίαση στη σύγχρονη ιστορία κάποιες στιγμές ενθουσίασαν, άλλες στιγμές κούρασαν και δημιούργησαν, κατά περιόδους, την εντύπωση ότι η τελετή έχασε το ρυθμό και τη σύνδεσή της.
Η τελετή, που είχε τίτλο «Τα νησιά των θαυμάτων» του βραβευμένου με Όσκαρ σκηνοθέτη, Ντάνι Μπόιλ, ανάτρεξε στη βρετανική ιστορία και τη συνδύασε με τη σύγχρονη εικόνα της χώρας, ένας συνδυασμός που κούρασε κάποιους, ενθουσίασε άλλους, αλλά σίγουρα γέμισε τα στήθη των Βρετανών από εθνική υπερηφάνεια.

Το σόου άνοιξε με τη βρετανική ύπαιθρο. Ένα λιβάδι, η κτηνοτροφία, ένας γεωργός και ένας αγώνας κρίκετ σύνθεσαν το περιεχόμενο του πρώτου μέρους για να ακολουθήσει η παρουσία του Κένεθ Μπράνα, ο οποίος απήγγειλε Γουίλιαμ Σαίξπηρ, προαναγγέλλοντας την έναρξη της Βιομηχανικής Επανάστασης. Εργοστάσια χάλυβος, εργάτες, ιδιοκτήτες και ένα χορευτικό που κέρδισε τους θεατές, έφτασαν στη σφυρηλάτηση των Ολυμπιακών κύκλων.

Ακολούθησε ένα βίντεο αναφορά σ’ έναν από τους πασίγνωστους Βρετανούς ήρωες και φυσικά τον πράκτορα 007, Τζέιμς Μποντ, ο οποίος μετέφερε εικονικά την Βασίλισσα Ελισάβετ στο στάδιο όπου την έριξε… με αλεξίπτωτο.

Επόμενη ενότητα της τελετής ήταν η παιδική λογοτεχνία με παράλληλη παρουσία του συστήματος υγείας της γηραιάς Αλβιώνος. Η αναδρομή στα παιδικά αναγνώσματα πέρασε από τον Χάρι Πότερ και τη συγγραφέα του, Τζ. Κ. Ρόουλινγκ για να καταλήξει στη Μαίρη Πόπινς.

Επόμενος σταθμός «οι δρόμοι της φωτιάς» και ο διάσημος κωμικός Μίστερ Μπιν. Ακολούθησε το πέρασμα στη νεώτερη εποχή και μία μουσική αναδρομή, από το ’60 μέχρι τις ημέρες μας, «παντρεμένη» με το έργο του σερ Τιμ Μπέρνερς Λη, που θεωρείται ο πατέρας του Διαδικτύου.

Στη συνέχεια ο Ντέιβιντ Μπέκαμ με ταχύπλοο σκάφος διέσχισε τον Τάμεση για να φέρει τη Φλόγα στο Στάδιο. Πριν την άφιξή της ο Αλέξανδρος Νικολαΐδης, ο Έλληνας αθλητής του Τάε Κβον Ντο, κρατώντας τη γαλανόλευκη άνοιξε περήφανα την παρέλαση των ομάδων των χωρών μπαίνοντας πρώτος στο στάδιο για να ολοκληρωθεί η παρέλαση των αθλητών με τη διοργανώτρια χώρα, τη Μεγάλη Βρετανία.

Έκπληξη αποτέλεσε η παρουσία του γενικού γραμματέα του ΟΗΕ, Μπαν Κι-Μουν, μεταξύ των οκτώ προσωπικοτήτων που μετέφεραν την Ολυμπιακή σημαία, στους οποίους στο τέλος προστέθηκε υποβασταζόμενος από τη σύζυγό του και ο 70χρονος Μοχάμεντ Άλι. Όσο για το «μυστικό» του ανθρώπου, που θα άναβε τον Ολυμπιακό Βωμό, οι υποθέσεις και τα στοιχήματα αστόχησαν. Οι διοργανωτές πρωτοτύπησαν επιλέγοντας για την αφή της φλόγας εντός του σταδίου επτά νεαρούς αθλητές, σύμβολα του μέλλοντος του αθλητισμού και του ολυμπισμού.

 Οι διοργανωτές πρωτοτύπησαν και στην επιλογή τους να ανάψουν 204 δάδες σε σχήματα πετάλου λουλουδιών, ένα πέταλο για κάθε χώρα που συμμετέχει στους φετινούς Ολυμπιακούς Αγώνες, που στη συνέχεια συμπτύχθηκαν σε ένα βωμό.

Πριν τις ομιλίες του προέδρου της οργανωτικής επιτροπής, Σεμπάστιαν Κόε, και του προέδρου της ΔΟΕ, Ζακ Ρογκ, και την κήρυξη της επίσημης έναρξης των αγώνων από τη βασίλισσα Ελισάβετ, αφέθηκαν ελεύθερα λευκά περιστέρια σύμβολα της ειρήνης.

Ο πρόεδρος της Οργανωτικής Επιτροπής, ολυμπιονίκης, Σεμπάστιαν Κόε, στην ομιλία του τόνισε: «Ποτέ δεν ήμουν τόσο περήφανος που είμαι Βρετανός και μέλος του Ολυμπιακού Κινήματος. Οι Αγώνες του Λονδίνου θα εμπνεύσουν μία ολόκληρη γενιά».
Ο Ζακ Ρογκ στο χαιρετισμό του τόνισε ιδιαίτερα το γεγονός, ότι για πρώτη φορά και οι 204 χώρες που μετέχουν στους Ολυμπιακούς περιλαμβάνουν και γυναίκες στις αποστολές τους.

Ο πρόεδρος των «αθανάτων» αιφνιδίασε με το αινιγματικό σχόλιό του, ότι κατά κάποιον τρόπο οι Αγώνες επιστρέφουν σπίτι τους, υπό την έννοια ότι η Βρετανία ήταν η πρώτη χώρα που ανέπτυξε μεθοδικά τον αθλητισμό, τον συνέδεσε με την εκπαίδευση και τον πολιτισμό και ενέπνευσε τον ιδρυτή των σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων, Πιερ ντε Κουμπερτέν.

Η Ολυμπιακή Φλόγα έφτασε με σκάφος από τον ποταμό Τάμεση και ο Ντέιβιντ Μπέκαμ την παρέδωσε στον μεγάλο Ολυμπιονίκη της κωπηλασίας, σερ Στίβεν Ρεντγκρέιβ, ο οποίος την μετέφερε εντός του Ολυμπιακού Σταδίου και την παρέδωσε στους επτά νέους αθλητές, αγόρια και κορίτσια, τους οποίους υπέδειξαν μεγάλα ονόματα του βρετανικού αθλητισμού. Οι νέοι και οι νέες μετέφεραν στη συνέχεια με επτά δάδες την Ολυμπιακή Φλόγα στο κέντρο του Σταδίου και άναψαν μία εστία, η οποία στη συνέχεια συμπτύχθηκε σε έναν μεγάλο βωμό.

Η τελετή έκλεισε με χιλιάδες πυροτεχνήματα να εκτοξεύονται στον ουρανό του Λονδίνου και τον σερ Πολ ΜακΚάρτνεϊ να ανεβαίνει στη σκηνή και να ερμηνεύει τα τραγούδια «The end» και «Hey Jude».
Όπως πάντα η Ελλάδα παρέλασε πρώτη, ως γενέτειρα των Ολυμπιακών Αγώνων, η Αυστραλία δωδέκατη και η Κύπρος πεντηκοστή πρώτη.
Υπό την Ολυμπιακή σημαία παρέλασαν και «ανεξάρτητοι αθλητές», όπως ,για παράδειγμα, αθλητές του Νότιου Σουδάν, που έχει κηρυχθεί ανεξάρτητο κράτος αλλά δεν έχει αναγνωριστεί ακόμη από τη ΔΟΕ.

Σαν κατακλείδα, το θαύμα δεν έγινε στην τελετή των αγώνων, όπως υποσχόταν η ονομασία της «Τα νησιά των θαυμάτων». Η τεχνολογία και τα εφέ κυριάρχησαν, πλάνα και «ηλεκτρονικές παρενθέσεις»: mms, sms, σχόλια από τα social media αναβόσβηναν στο τηλεοπτικό πλάνο, αλλά η «εμβάθυνση» στην ιστορία μάλλον περιορίστηκε στο πρόσφατο παρελθόν και ήταν ασύνδετη κατά περιόδους.

Γενικά, έλειψε το συναίσθημα που δημιούργησε, για παράδειγμα, η αναδρομή στην ιστορία που τόλμησαν οι οργανωτές των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας και που προκάλεσε πλημμυρίδα συναισθημάτων στους θεατές εντός του σταδίου και στα εκατομμύρια των τηλεθεατών που την παρακολούθησαν.
 Οι φάσεις της τελετής που δημιούργησαν συναίσθημα ήταν, κυρίως, η είσοδος της ολυμπιακής σημαίας στο στάδιο, η αφή της ολυμπιακής φλόγας, και η παρέλαση των αθλητών.

Αν τολμήσουμε τη σύγκριση με την τελετής έναρξης των Αγώνων της Αθήνας θα μπορέσουμε, αντικειμενικά, να ισχυριστούμε ότι η ελληνική πρωτεύουσα έκανε το θαύμα, όπως το είχε υποσχεθεί και δικαιούται να υπερηφανεύεται για το επίτευγμά της.