Πολυδιάστατη είναι η κρίση που αντιμετωπίζει η ανθρωπότητα στις ημέρες μας:
* Οικονομική και κοινωνική, με την επικράτηση της παγκοσμιοποίησης και την ανεξέλεγκτη διακίνηση του διεθνούς κεφαλαίου από τη μια, και από την άλλη την συνεχώς διευρυνόμενη ανισοκατανομή του εθνικού εισοδήματος.
* Οικολογική, με το φαινόμενο του θερμοκηπίου (αυξανόμενη θερμοκρασία της ατμόσφαιρας από την εκπομπή στον αέρα διοξειδίου του άνθρακα), τη μείωση της βιοποικιλότητας (εξαφάνιση ή μείωση ζώων και φυτών), και την κατασπατάληση των μη ανανεώσιμων φυσικών πόρων του Πλανήτη μας.
Για χρόνια τώρα, τα μαζικά μέσα ενημέρωσης επικεντρώνουν την προσοχή τους σε θέματα όπως η οικονομία, σε εθνική και σε παγκόσμια κλίμακα. Βέβαια η κατάσταση της οικονομίας σε κρατικό επίπεδο επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό τη ζωή των κατοίκων συγκεκριμένων χωρών, και ως εκ τούτου είναι κατανοητή η έμφαση που δίνεται σε θέματα όπως η οικονομική ανάπτυξη, η απασχόληση, η κατανομή του εθνικού πλούτου, κ.ά.
Όμως, παράλληλα με τα οικονομικά προβλήματα από τα οποία δοκιμάζονται πολλές χώρες, ο Πλανήτης μας στο σύνολό του αντιμετωπίζει έναν οικολογικό κίνδυνο, οι επιπτώσεις του οποίου θα είναι καταστροφικές για την ανθρωπότητα στο σύνολό της, αν δεν ληφθούν τα απαραίτητα μέτρα σε παγκόσμια κλίμακα.
Με τη επικράτηση της παγκοσμιοποίησης τις τελευταίες δεκαετίες, καμιά εθνική κυβέρνηση σήμερα δεν μπορεί να ακολουθήσει οικονομική πολιτική που δεν συμβιβάζεται με τις επιταγές της διεθνούς κεφαλαιαγοράς, η οποία ρυθμίζει τη διαθεσιμότητα του κεφαλαίου για επενδύσεις στις διάφορες χώρες. Παράλληλα, οι πολυεθνικές εταιρείες μεταφέρουν τις βιομηχανικές τους μονάδες σε χώρες με χαμηλά ημερομίσθια, και ανύπαρκτους ή ελαστικούς περιβαλλοντικούς κανονισμούς.
Η ειρωνεία είναι ότι οι δύο κρίσεις στις οποίες αναφέρθηκα πιο πάνω είναι αλληλένδετες, καθώς ο οικολογικός κίνδυνος είναι απόρροια της αλόγιστης καταναλωτικής νοοτροπίας που επικρατεί τις τελευταίες δεκαετίες, η οποία εξισώνει την ευτυχία με την ποσότητα κατανάλωσης ή χρήσης βιομηχανικών αγαθών.
Εκείνο που συχνά μας διαφεύγει, απορροφημένοι καθώς είμαστε με τα προβλήματα της καθημερινότητας, είναι ότι φύση και ανθρώπινη κοινωνία αποτελούν ένα αδιαίρετο σύνολο. Με άλλα λόγια, οι ανθρώπινες κοινωνίες έχουν εξελιχθεί μέσα σε συγκεκριμένα φυσικά περιβάλλοντα, και οι πολιτισμοί που αναπτύχθηκαν σε διάφορες περιοχές του Πλανήτη αντανακλούν τις ισχύουσες περιβαλλοντικές ιδιομορφίες.
Για τους παραπάνω λόγους θα πρέπει να μιλάμε για κοινωνική οικολογία, με την έννοια ότι η συμβίωσή μας στο φυσικό μας περιβάλλον προϋποθέτει εγκατάλειψη της νοοτροπίας εκμετάλλευσης των φυσικών πόρων, λες και είναι ανεξάντλητοι.
Η διαμόρφωση συνείδησης κοινωνικής οικολογίας αντιστρέφει τη νοοτροπία της ανταγωνιστικότητας και της επικράτησης του ισχυρού, στον αγώνα για την επιβίωση, και δημιουργεί ένα πνεύμα αμοιβαιότητας και αλληλεγγύης, προσανατολισμένο στην αγαστή συνύπαρξη της ανθρωπότητας με το ευρύτερο φυσικό της περιβάλλον.
Με άλλα λόγια, η παραδοσιακή ανθρωποκεντρική φιλοσοφία αποτελεί λογική αντινομία, όταν λάβουμε υπόψη την αλληλεξάρτηση των έμβιων όντων και του φυσικού περιβάλλοντος μέσα στο οποίο ζουν.
Επείγει επίσης να καταλάβουμε πως η ασυδοσία του διεθνούς κεφαλαίου, με άλλα λόγια τα ιδιοτελή οικονομικά συμφέροντα μιας μικρής μειονότητας της ανθρωπότητας, έχει δημιουργήσει στην εποχή μας ένα οικονομικό και κοινωνικό σύστημα που το φυσικό περιβάλλον το βλέπει μόνο ως πηγή εκμετάλλευσης, και όχι ως απαραίτητο εταίρο συμβίωσης.
Θέλουμε να πιστεύουμε πως από όλα τα έμβια όντα ο άνθρωπος έχει την πιο ανεπτυγμένη νόηση. Όμως, ενώ τα υπόλοιπα έμβια όντα παίρνουν από τη φύση εκείνο που είναι απαραίτητο για να επιζήσουν, ο άνθρωπος δεν περιορίζεται μόνο στις βιολογικές του απαιτήσεις από τη φύση, αλλά αντλεί από αυτήν και μη ανανεώσιμους πόρους για να ικανοποιήσει τη ματαιοδοξία του.
Η ΑΝΑΓΚΗ ΓΙΑ ΒΙΩΣΙΜΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ
Σε άρθρο του «Αειφορία στα όρια της φύσης. Μια εναλλακτική πρόταση βιώσιμης ανάπτυξης», που δημοσιεύθηκε στο «Βήμα Ιδεών», 7/3/2008, ο Γιάννης Α. Μυλόπουλος, Πρύτανης του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, προβάλλει πειστικά επιχειρήματα για την ανάγκη υιοθέτησης της αειφόρου ή βιώσιμης ανάπτυξης*.
Κρίνω πως αξίζει να μεταφέρω εδώ τα κύρια σημεία του άρθρου του κ. Μυλόπουλου.
«Η απάντηση στο κυρίαρχο δίλημμα της σύγχρονης εποχής «Περιβάλλον ή Ανάπτυξη» δόθηκε με την παραδοχή της Αειφορίας ως μιας «τρίτης», εναλλακτικής πρότασης. Αν η πρόοδος του ανθρώπου μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσα από την περιβαλλοντική υποβάθμιση και την καταστροφή όλων όσα στηρίζουν την οικονομική ανάπτυξη (περιβάλλον, φυσικοί πόροι, βιοποικιλότητα, κλίμα), τότε ασφαλώς αυτή η πρόοδος στερείται νομιμοποίησης. Πρέπει, λοιπόν, να επιδιωχθεί η εξεύρεση μιας εναλλακτικής λύσης που θα εγγυάται μια ανάπτυξη εντός των ορίων που ορίζει η φύση. Μια ανάπτυξη, δηλαδή, συμβατή με το σύστημα που τη στηρίζει.
Η διαφοροποίηση της παραδοχής της αειφόρου ανάπτυξης για το περιβάλλον από τις κυρίαρχες ως σήμερα αντιλήψεις, συνίσταται στα εξής κρίσιμα σημεία:
1. Εισάγει την έννοια της ολοκληρωμένης θεώρησης οικονομικών, περιβαλλοντικών και κοινωνικών παραμέτρων και στόχων. Η ανάπτυξη για να γίνει βιώσιμη θα πρέπει αφενός να στηρίζεται στο φυσικό κεφάλαιο και αφετέρου να επιδιώκει την επίτευξη του στόχου της κοινωνικής ευημερίας…».
2. Εισάγει την έννοια της ολοκληρωμένης θεώρησης των περιβαλλοντικών συστημάτων. Τα μόνα σύνορα που είναι νοητά είναι τα σύνορα που θέτει η φύση…».
3. Εισάγει την έννοια της προσαρμογής της οικονομικής ανάπτυξης στα δεδομένα της φύσης. Που σημαίνει τον επανακαθορισμό των οικονομικών δραστηριοτήτων και την υιοθέτηση της αρχής της εξοικονόμησης των φυσικών πόρων και της ενέργειας, προκειμένου να αποκατασταθεί η συμβατότητα με τα φυσικά όρια και δεδομένα. Η αρχή αυτή παραπέμπει στην αναζήτηση νέων μορφών «πράσινης» ανάπτυξης, συμβατών με τους στόχους της οικολογικής ακεραιότητας.
Η παραδοχή της αειφορίας, λοιπόν, έρχεται να αποτελέσει μια εναλλακτική πολιτική πρόταση-απάντηση στα δύο μοντέλα ανάπτυξης που σημάδεψαν τον 20ό αιώνα και που συνδέθηκαν εξίσου με την οικολογική υποβάθμιση και τα μεγάλα περιβαλλοντικά αδιέξοδα του Πλανήτη».
Η λύση, λοιπόν, στο πρόβλημα της βιώσιμης ανάπτυξης, όπως την προβάλλει ο κ. Μυλόπουλος, είναι να αφυπνιστεί η «οικολογική συνείδηση» του σύγχρονου ανθρώπου, έτσι ώστε να ξαναβρεί τη χαμένη ισορροπία και αρμονία του με τη φύση.
Εκείνο που επείγει είναι η ανθρωπότητα να απαγγιστρωθεί από την αναπτυξιακή πολιτική του 20ού αιώνα, που στηρίχθηκε στην άκρατη εκμετάλλευση των φυσικών πόρων του περιβάλλοντος, και να αναθεωρήσει δραστικά τις αξίες της, υιοθετώντας αναπτυξιακές πολιτικές που είναι συμβατές με την προστασία του περιβάλλοντος, και δεν αποβαίνουν εις βάρος των μελλοντικών γενεών.
Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για χώρες όπως η Κίνα, η Ινδία, οι ΗΠΑ, η Ρωσία και υπερεθνικές οντότητες όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση. Μια τέτοια αναθεωρημένη αναπτυξιακή πολιτική πρέπει να υποτάσσει το συμφέρον των αγορών και του διεθνούς κεφαλαίου στο μακροπρόθεσμο συμφέρον των κοινωνιών.
Δεδομένου ότι ο πληθυσμός του Πλανήτη μας συνεχώς αυξάνεται, και από 7 δισεκατομμύρια που είναι τώρα, το 2050 υπολογίζεται πως θα πλησιάσει τα 10 δισεκατομμύρια, με την κατάχρηση των φυσικών πόρων που γίνεται από την μέχρι τώρα ακολουθούμενη οικονομική ανάπτυξη, είναι βέβαιο πως οι αμέσως επόμενες γενεές θα αντιμετωπίσουν ελλείψεις σε βασικούς φυσικούς πόρους.
Εν όψει του υπαρκτού και χειροπιαστού αυτού διλήμματος, η οικονομική δραστηριότητα και πρακτική οφείλει να αναπροσαρμόσει την στάση της απέναντι στα περιβαλλοντικά ζητήματα, και να τα προσεγγίσει με διαφορετικούς και ελαστικότερους τρόπους.
Αυτό όμως δεν πρόκειται να γίνει, αν εμείς, ως πολίτες και καταναλωτές, δεν αλλάξουμε την τακτική του εφησυχασμού και της ιδιοτέλειας.
Για το λόγο αυτό θα έλεγα πως προέχει, ή μάλλον επείγει, η ευαισθητοποίησή μας και η διαμόρφωση μιας οικολογικής συνείδησης. Και να μην ξεχνάμε πως ο Πλανήτης είναι οίκος όλων μας, εξ ου και ο όρος οικολογία, και ό,τι γίνεται στην άλλη άκρη του κόσμου, μας αφορά και μας επηρεάζει, έστω και αν δεν το συναισθανόμαστε άμεσα.
Η υποχρέωση να προστατεύουμε το φυσικό περιβάλλον, και να μην κάνουμε κατάχρηση των φυσικών πόρων, προκύπτει από ένα συναίσθημα ευθύνης για το μέλλον των παιδιών και των εγγονιών μας.
Σημείωση
*Αειφόρος ή βιώσιμη ανάπτυξη (sustainabledevelopment). Όρος που δηλώνει μια πολιτική για συνεχή οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη, που δεν συνεπάγεται την καταστροφή του περιβάλλοντος και των φυσικών πόρων αλλά, αντιθέτως, εγγυάται την ορθολογική βιωσιμότητά τους. Με άλλα λόγια, αειφόρος ανάπτυξη είναι εκείνη που ικανοποιεί τις ανάγκες των τωρινών γενεών, χωρίς να διακυβεύει την ικανότητα των μελλοντικών γενεών να ικανοποιήσουν τις δικές τους.