Το Πέρασμα Kokoda

Μέρος Α'

Τον Ιούλιο του 1942, ιαπωνικά στρατεύματα αποβιβάστηκαν στο Lae και το Salamaua στη βόρεια ακτή της Νέας Γουινέας. Ιαπωνικά αεροσκάφη βομβάρδισαν το Port Moresby, καθώς το λιμάνι αυτό στη νότια ακτή ήταν το “κλειδί” των ιαπωνικών στόχων. Η προώθησή τους από τα νοτιοδυτικά έγινε κατά μήκος του Περάσματος (Track) Kokoda, προελαύνοντας κατά μήκος της τραχείας οροσειράς Owen Stanley, μέσω του χωριού Kokoda, όπου υπήρχε ένας σημαντικός αεροδιάδρομος.
Οι Αυστραλοί διοικητές θεώρησαν ότι η περιοχή ήταν αδιάβατη για μεγάλης κλίμακας στρατιωτικές κινήσεις, και οι πρώτοι σχεδόν 2.000 Ιάπωνες συνάντησαν την αντίσταση μόνο ενός απελπιστικά πιο ολιγάριθμου Τάγματος Πεζικού Παπούα και της πολιτοφυλακής του 39ου Τάγματος, και από τις 29 Ιουλίου κατέλαβαν το Kokoda. Μέχρι τις 31 Αυγούστου, 13.500 Ιάπωνες στρατιώτες είχαν φθάσει στην Παπούα.

Παράλληλα, κατέφθασαν έμπειρες αυστραλιανές ενισχύσεις από την 7η Μεραρχία, ενώ στις 16 Αυγούστου η 21η Ταξιαρχία αναπτύχθηκε βορειο-ανατολικά κατά μήκος της γραμμής προς το Port Moresby. Ένα ανεπαρκές σύστημα προμηθειών με βάση ντόπιους αχθοφόρους και πρωτόγονη αεροπορική βοήθεια από μια χούφτα αεροσκαφών, σήμαινε ότι μόνο δύο τάγματα θα μπορούσαν να συνεχίσουν την προέλαση.

Οι επανατροφοδοτούμενοι και ενισχυμένοι Ιάπωνες επανέλαβαν την επίθεσή τους στις 26 Αυγούστου στο Isurava, ακριβώς με την άφιξη της 21ης Ταξιαρχίας. Η 21η Ταξιαρχία και τα υπολείμματα του 39ου Τάγματος παγιδεύτηκαν στο Isurava για αρκετές ημέρες και έδωσαν μερικές μάχες εκ του συστάδειν που γιορτάζονται στην αυστραλιανή ιστορία. Στις επιχειρήσεις αυτές ο Pte. Bruce Kingsbury κέρδισε το Βικτοριανό Σταυρό, όταν, με ένα πυροβόλο Bren, αποσόβησε μια επίθεση στο αρχηγείο του τάγματός του με κόστος τη ζωή του.

Ο στρατηγός, MacArthur, ανήσυχος και ανυπόμονος για την έκβαση της κατάστασης, προέτρεψε τον Blamey να επέμβει. Όπως ο MacArthur, έτσι και ο Blamey δεν είχε καμία γνώση από πρώτο χέρι των συνθηκών κάτω από τις οποίες εξελισσόταν η εκστρατεία και έτρεφε λίγη συμπάθεια για τους άνδρες που πολεμούσαν στην άγρια ζούγκλα σε απότομες και λασπώδεις πλαγιές. Απάλλαξε αρκετούς διοικητές, αλλά στο τέλος την ημέρα που έφτασε στη Νέα Γουινέα, στις 23 Σεπτεμβρίου, η 25η Ταξιαρχία βρισκόταν ήδη στην οροσειρά Imita. Τώρα, μέσα στην περιοχή εμβέλειας του πυροβολικού, το αυστραλιανό πεζικό ανακάλυψε στις 28 Σεπτεμβρίου, ότι οι εξαντλημένοι και πεινασμένοι Ιάπωνες είχαν υποχωρήσει από την Ioribaiwa. Σημειώθηκε μια άγρια μάχη με την ιαπωνική οπισθοφυλακή στο Templeton Crossing, όπου έφτασε 16η Ταξιαρχία που άρχισε τις εκκαθαρίσεις πριν αποκλειστεί στον ορμίσκο Eora.

Η περιοχή του ορμίσκου Eora ήταν το θέατρο της μεγαλύτερης μάχης στην οροσειρά Owen Stanley, όπου έχασαν τη ζωή τους περισσότεροι Αυστραλοί στρατιώτες από ό,τι σε οποιαδήποτε άλλη μάχη. Ξεκίνησε στις 22 Οκτωβρίου 1942 και συνεχίστηκε για τέσσερις ημέρες και νύχτες. Τα Τάγματα 2/1, 2/2 και 2/3, μέρη της 16ης Ταξιαρχίας, είχαν εμπλακεί σε άθλιες συνθήκες. Οι αδελφοί Manusu ήταν μεταξύ των 79 Αυστραλών που σκοτώθηκαν σε αυτή την επιχείρηση, ενώ πέντε ακόμα στρατιώτες δηλώθηκαν αγνοούμενοι αλλά θεωρείται ότι σκοτώθηκαν εν ώρα δράσης.

Στις 2 Νοεμβρίου 1942, η 25η Ταξιαρχία ανακατέλαβε το Πέρασμα Kokoda, και μέσα σε μια μέρα άρχισε να χρησιμοποιεί και πάλι το αεροδρόμιο, με τα αποτελέσματα του ανεφοδιασμού και της εκκένωσης των τραυματιών να είναι ανεκτίμητα. Η 25η Ταξιαρχία συνέχισε να αναπτύσσεται και στις 11 Νοεμβρίου σχημάτισε έναν κλοιό από κοινού με την 16η Ταξιαρχία στο Oivi-Gorari, όπου σκοτώθηκαν 600 Ιάπωνες και καταστράφηκε η οπισθοφυλακή τους.

Όταν το αυστραλιανό κύριο σώμα διέσχισε τον ποταμό Kumusi μέσω νέων γεφυρών που κατασκευάστηκαν στις 16 Νοεμβρίου, η εκστρατεία στο Kokoda είχε τελειώσει. Χαρακτηρίστηκε από μεγάλο θάρρος, ταχύτητα και αντοχή και από τις δύο πλευρές. Οι συμμετέχοντες δεν θα ξεχάσουν ποτέ τη συνεχή σωματική έκθεση στην υγρασία, τη φθορά από τις διάφορες αρρώστιες και τη βιαιότητα των συγκρούσεων.

Μια εξίσου σκληρή μάχη συνέβη στο μακρινό νοτιοανατολικό άκρο της Παπούα, στον κόλπο Milne, το αεροδρόμιο και το απάνεμο λιμανάκι της οποίας ήταν ιαπωνικοί στόχοι. Περίπου 2.000 πεζοναύτες αποβιβάστηκαν στη βόρεια πλευρά αυτού του λασπώδους, γεμάτου ελονοσίας κόλπου το βράδυ της 25ης Αυγούστου.
Οι Ιάπωνες έριξαν όλες τους τις δυνάμεις σε μια επίθεση σε έναν από τους αεροδιαδρόμους του κόλπου στις 31 Αυγούστου, αλλά τόσο το πυροβολικό όσο και η ρωμαλέα αντίσταση της πολιτοφυλακής της 7ης Ταξιαρχίας είχαν ως αποτέλεσμα να σκοτωθούν περίπου 300 από αυτούς και οι Αυστραλοί ανέλαβαν την πρωτοβουλία των κινήσεων. Στη συνέχεια, η 18η Ταξιαρχία άρχισε μια επιδέξια επιχείρηση και μέχρι τις 6 Σεπτεμβρίου είχε καταλάβει την ιαπωνική βάση από την οποία ξεκίνησε η εν λόγω εισβολή. Οι μάχες στην παραλία δεν κόστισαν μόνο στους Ιάπωνες 600 νεκρούς, αλλά επέφεραν και ένα πλήγμα στη φήμη τους ως υπερανθρώπων. Τα νέα για την ιαπωνική αυτή ήττα ενεθάρρυναν τους στρατιώτες των συμμαχικών δυνάμεων παντού.

Οι νίκες στον Κόλπο Milne και το Πέρασμα Kokoda είχαν ως αποτέλεσμα την αποτυχία των ιαπωνικών σχεδίων κατάληψης του Port Moresby, αν και οι Ιάπωνες εξακολουθούσαν να διατηρούν περίπου 9.000 άνδρες στην Παπούα, σε θύλακες γύρω από τους Κόλπους Buna, Gona και Sanananda. Στα τέλη Νοεμβρίου οι Αυστραλοί προχώρησαν προς τους Κόλπους Sanananda και Gona, ενώ οι ΗΠΑ άρχισαν να επιτίθενται στην Buna. Οι Αυστραλοί υπέστησαν τρομερές απώλειες σε διάφορες μετωπικές επιθέσεις, αλλά τελικά άνοιξαν το χώρο και η Gona έγινε δική τους. Οι Αμερικανοί δεν μπόρεσαν να διασπάσουν την ιαπωνική άμυνα στο Buna, αλλά η ευθύνη αυτή έμελε να πέσει στο αυστραλιανό πεζικό και τα άρματα μάχης, με τρομακτικό κόστος. Οι Αυστραλοί είχαν τα 913 από τα 2.870 συνολικά θύματα των συμμάχων στη Buna.

Η 18η Ταξιαρχία επιτέθηκε στη Sanananda στις 12 Ιανουαρίου και με την αμερικανική βοήθεια που έλαβε κατέλαβε το ομώνυμο ακρωτήριο και έτσι τερματίστηκε αποτελεσματικά η εκστρατεία στην Παπούα στις 22 Ιανουαρίου 1943. Οι Αυστραλοί είχαν περισσότερα από 1.400 θύματα στη μάχη της Sanananda, σε σύνολο περίπου 5.700 στην Παπούα από τον Ιούλιο του 1942. Οι Ιάπωνες νεκροί την εν λόγω περίοδο ήταν περίπου 10.000.
Μέχρι τον Ιανουάριο του 1943 οι Ιάπωνες είχαν χάσει την Παπούα, αλλά εξακολουθούσαν να είναι επιθετικοί στη Νέα Γουινέα προς τα βόρεια και δυτικά, όπου έστειλαν περίπου 2.000 άνδρες για να καταλάβουν τον αεροδιάδρομο στο Wau. Στις 30 Ιανουαρίου οι Αυστραλοί απώθησαν την επίθεση στον αεροδρόμιο, με τη βοήθεια δύο πολυβόλων των 25 λιβρών.

Τον Απρίλιο του 1943 ο Blamey προετοίμαζε επιθέσεις για να καταλάβει τη Salamaua, το Lae και την πεδιάδα Markham. Και πάλι αυτός ήταν ορεινός πόλεμος, όπου οι αποφασιστικοί και επιθετικοί Ιάπωνες έπρεπε να εκδιωχθούν από διαδοχικές λασπώδεις και με ζούγκλα κορυφογραμμές από το αυστραλιανό πεζικό. Η επτάμηνη εκστρατεία έληξε, όταν οι αυστραλιανές και αμερικανικές δυνάμεις κατέλαβαν τη Salamaua στις 11 Σεπτεμβρίου 1943.

Η κύρια δύναμη του MacArthur για την κατάληψη του Lae αποτελείτο από Αυστραλούς, αν και τα αποβατικά σκάφη και τα αεροσκάφη των ΗΠΑ αποδείχτηκαν επίσης ζωτικής σημασίας. Ο στρατηγός Blamey καθόρισε τα καθήκοντα της 9ης Μεραρχίας στην πρώτη μεγάλης κλίμακας αυστραλιανή διά θαλάσσης επίθεση από την Καλλίπολη το 1915. Η 7η Μεραρχία Πεζικού έφθασε και ξεπέρασε μια σχετικά χαμηλή αντίσταση, και στις 16 Σεπτεμβρίου εισήλθε στο Lae, ακριβώς μπροστά από την 9η Μεραρχία. Οι αυστραλιανές απώλειες ανήλθαν σε 690 νεκρούς, ενώ οι Ιάπωνες έχασαν τουλάχιστον 1.500 στρατιώτες.

Η απροσδόκητα ταχεία κατάληψη του Lae, οδήγησε τους MacArthur και Blamey να βιαστούν μέσα από μια αμφίβια επίθεση κατά του Finschhafen, η οποία είχε μεγάλες δυνατότητες ως βάση επιχειρήσεων κατά της Νέας Βρετανίας. Οι αυστραλιανές δυνάμεις που υπερασπίστηκαν με πείσμα την περιοχή εναντίον της ολοένα αυξανόμενης πίεσης, ξεπέρασαν αποφασιστικά την ιαπωνική αντίσταση και τις δυσκολίες εφοδιασμού, και κατέλαβαν τη Fisnschhafen στις 2 Οκτωβρίου 1943. Από έγγραφα-ντοκουμέντα που ήρθαν στα χέρια τους αποκαλύφθηκαν ιαπωνικά σχέδια για μια μεγάλης κλίμακας αντεπίθεση για ανακατάληψη της περιοχής Finschhafen. Όταν η αντεπίθεση άρχισε στις 17 Οκτωβρίου μια ιαπωνική επίθεση διά θαλάσσης αποκρούστηκε γρήγορα.

Στις αρχές του 1944, ο στρατηγός, MacArthur, είχε τρία αυστραλιανά και ένα αμερικανικό σώμα στη διάθεσή του. Έως τον Σεπτέμβριο τα αντίστοιχα ποσοστά ήταν δύο αυστραλιανά και πέντε αμερικανικά σώματα. Για να επικεντρωθούν τα απομακρυσμένα αμερικανικά τμήματά του στην κατάκτηση των Φιλιππίνων, έστειλε το πρώτο αυστραλιανό εκστρατευτικό σώμα (αποτελούμενο από τις 3η, 5η, 6η και 11η Μεραρχίες) για την ανακούφιση αυτών των δυνάμεων, κατά σειρά στη Νέα Βρετανία, το Bougainville και την ηπειρωτική Νέα Γουινέα αντίστοιχα. Ο στρατηγός Blamey, αποφάσισε να χρησιμοποιήσει αυτούς τους σχηματισμούς σε επιθετική διάταξη.
Τον Οκτώβριο του 1944 η 6η Μεραρχία πήρε τη σκυτάλη από τις αμερικανικές δυνάμεις υπερασπίζοντας το Aitape καθώς και απομονωμένα φυλάκια. Οι αυστραλιανές προθέσεις ήσαν αρχικά μετριοπαθείς, καθώς πίστευαν ότι η Μεραρχία θα μπορούσε να κληθεί να ενταχθεί σε ένα σώμα που θα ανέπτυσσε επιχειρήσεις βορειότερα. Από τον Νοέμβριο, ο ρόλος του τροποποιήθηκε από την έναρξη επιδρομών παρενόχλησης σε περιορισμένες επιθέσεις και, τελικά, σε μια ολική επίθεση κατά της ιαπωνικής βάσης στο Wewak. Ο εχθρός ήταν υπεράριθμος των Αυστραλών, αλλά οι τελευταίοι ήταν ανώτεροι σε προμήθειες, εξοπλισμό, αεροπορική και ναυτική υποστήριξη. Αλλά ακόμα και έτσι, ήταν μια εκστρατεία στηριγμένη σε πενιχρά κεφάλαια, και οι ελλείψεις των πυρομαχικών, καθώς και η αεροπορική και ναυτική υποστήριξη γίνονταν συχνά πρόβλημα για την αυστραλιανή επίθεση.

Σε παράλληλες εξελίξεις, μια ταξιαρχία αναπτύχθηκε κατά μήκος της ακτής και μια άλλη μέσω της ενδοχώρας των βουνών Torricelli. Οι ορμητικοί και μερικές φορές πλημμυρισμένοι ποταμοί ήταν ένα μεγάλο εμπόδιο -με την υπερχείλιση του ποταμού Danmap πνίγηκαν 11 άνδρες και σταμάτησε για λίγο η επίθεση τον Ιανουάριο του 1945- αλλά μέχρι τον Φεβρουάριο το αυστραλιανό μηχανικό είχε κατασκευάσει πάνω από 40 γέφυρες.

Έγιναν σκληρές μάχες διαρκείας τριών εβδομάδων για την κατάκτηση του Λόφου Nambut. Ο εχθρός έδειξε τη συνηθισμένη αποφασιστικότητά του στις αντεπιθέσεις, και αγωνίστηκε σκληρά -αλλά ματαίως- να κρατήσει το πέρασμα Tokuku, καθώς και τα αεροδρόμια But και Dagua, κατά την παράκτια επίθεση. Η επίθεση στο νησί, υπέφερε από έλλειψη μεταγωγικών αεροσκαφών, αλεξιπτώτων και χώρων προσγείωσης και ήταν σε μεγάλο βαθμό χαλαρή όταν τον Απρίλιο του 1945 καταλήφθηκε το Maprik όπου δημιουργήθηκε ένα καλό αεροδρόμιο.

Στις 11 Μαΐου, ο κύριος όγκος της 19ης Ταξιαρχίας κατέλαβε το Wewak. Περίπου 450 Αυστραλοί έχασαν τη ζωή τους σε αυτήν την εκστρατεία, που στοίχισε στους Ιάπωνες περίπου 9.000 νεκρούς. Μόλις 269 συνελήφθησαν, και οι επιζώντες εξακολουθούσαν να πολεμούν όταν ο πόλεμος τελείωσε.
Όταν οι Αυστραλοί εγκατέστησαν την έδρα τους στο Torokina, για την Bougainville, εκτίμησαν ότι οι δυνάμεις του εχθρού ανέρχονταν σε 18.000. Στην πραγματικότητα, ήταν περίπου 40.000, υπερτερούσαν αριθμητικά της αυστραλιανής δύναμης της 3ης Μεραρχίας και δύο ανεξάρτητων ταξιαρχιών. Εδώ, επίσης, οι Αυστραλοί αποφάσισαν να είναι πιο επιθετικοί από ό,τι οι Αμερικανοί και σύντομα ξεκίνησαν τρεις ταυτόχρονες επιθέσεις. Η κεντρική δύναμη της επίθεσης δεν έφθασε ποτέ στην ανατολική ακτή, κάτι που θα της επέτρεπε να αποκόψει το νησί στα δύο, αλλά κατέλαβε τα περισσότερα από τα υψώματα εδάφους, από όπου οι δύο πλευρές της Bougainville ήταν ορατές. Εκτός από μια άκαρπη αμφίβια προσγείωση στο Porton, η επίθεση στη βόρεια πλευρά ήταν επιτυχής, απωθώντας τους εκεί Ιάπωνες προς τη χερσόνησο Bonis. Η κύρια επίθεση στο νότο, μεταφέρθηκε στη στενή και βαλτώδη πεδιάδα. Μια ισχυρή αντεπίθεση από 2.400 φρέσκους στη μάχη ​​Ιάπωνες και ουσιαστική υποστήριξη πυροβολικού έκανε τους Αυστραλούς να οπισθοχωρήσουν στο Slater’s Knoll του για οκτώ ημέρες τον Μάρτιο και τον Απρίλιο, ωστόσο τα άρματα και το πυροβολικό συνέβαλαν στη συντριβή τους. Οι Αυστραλοί δεν έφτασαν στον στόχο τους, την κύρια ιαπωνική βάση στο Bruin, αλλά οι αρχικές μονάδες πολιτοφυλακής αγωνίστηκαν σκληρά, και μέχρι το τέλος του πολέμου είχαν εκδιώξει τους Ιάπωνες από ένα μεγάλο μέρος του νησιού. Η εκστρατεία κόστισε στους Αυστραλούς 516 νεκρούς, σε σύγκριση με 8.500 από την πλευρά των Ιαπώνων.

Η 5η Μεραρχία παρέλαβε από την αμερικανική 40ή Μεραρχία τη Νέα Βρετανία τον Οκτώβριο του 1944 και ακολούθησε πολιτική περιορισμού. Η κύρια αμερικανική βάση βρισκόταν στο ακρωτήριο Gloucester στο δυτικό άκρο του νησιού, αλλά και οι Ιάπωνες ήταν κυρίως περιορισμένοι σε μια μικρή περιοχή μακριά στη βορειοανατολική άκρη, γύρω στο Rabul. Οι Αυστραλοί εγκατέστησαν την κύρια δύναμή τους πολύ πιο ανατολικά, στην Jacqui, στη νότια ακτή. Οι Ιάπωνες προέβαλαν μικρή αντίσταση σε μια διπλή επίθεση των Αυστραλών στη βόρεια πλευρά, βασιζόμενοι σε μεγάλο βαθμό στις επιχειρήσεις κάποιων φορτηγίδων (barge movement). Μέχρι τις 9 Απριλίου 1945 οι Αυστραλοί αναπτύχθηκαν σε όλο τον λαιμό της χερσονήσου Gazelle. Η έντονη αστυνόμευση από την 11η Μεραρχία, από τον Ιούλιο, συνεχίστηκε σε αυτόν τον τομέα και αφότου τελείωσε ο πόλεμος.

Στα μέσα Μαΐου 1945 ο στρατηγός, MacArthur, έστειλε ένα αυστραλιανό σώμα προς τα δυτικά, στο μεγάλο νησί Βόρνεο. Τον Απρίλιο του 1945 δόθηκαν διαταγές στην 9η Μεραρχία να καταλάβει το νησί Tarakan στα ανοικτά των βορειοανατολικών ακτών της ολλανδικής Βόρνεο, καθώς και την περιοχή Brunei Bay στα βορειοδυτικά της βρετανικής Βόρνεο, ενώ το έβδομο τμήμα θα καταλάμβανε το Balikpapan στα μισά του δρόμου προς την ανατολική ακτή της ολλανδικής Βόρνεο. Ο κύριος στόχος των εκστρατειών αυτών ήταν το αεροδρόμιο, που καταλήφθηκε μετά από σκληρές μάχες, όπως έγινε και με την πόλη Tarakan. Το σκληρό έργο της καταστροφής των ιαπωνικών δυνάμεων στο νησί παρέμεινε ως είχε, και είχε ως τίμημά του την απώλεια μερικών από τις καλύτερες αυστραλιανές στρατιωτικές μονάδες. Μέχρι το τέλος της εκστρατείας, τον Ιούλιο, περίπου 250 Αυστραλοί και περισσότεροι από 1.500 Ιάπωνες είχαν σκοτωθεί. Το αεροδρόμιο για το οποίο  είχε γίνει όλη η εκστρατεία αποδείχθηκε άχρηστο.

Τον Ιούνιο, τα υπολείμματα της 9ης Μεραρχίας, που ενισχύθηκαν με πολλές άλλες μονάδες, κατέλαβαν χωρίς αντίσταση τον Όρμο Brunei και τα κοντινά νησιά. Στο νησί Labuan η 24η Ταξιαρχία συνάντησε πεισματική αντίσταση αλλά μέχρι τις 21 Ιουνίου οι υπερασπιστές του είχαν εξοντωθεί. Επιθέσεις στη βόρεια και τη νότια πλευρά του όρμου έφερε την κατάληψη της Beaufort και του Miri, ολοκληρώνοντας έτσι το έργο της εξασφάλισης της περιοχής. Από τους Αυστραλούς σκοτώθηκαν 114, ενώ οι Ιάπωνες έχασαν τουλάχιστον 1.234.

Η εισβολή στο Balikpapan, τον Ιούλιο του 1945, ήταν η τελευταία σημαντική αμφίβια δραστηριότητα των συμμάχων. Η αξία της φάνηκε αμφίβολη στους Αυστραλούς, από το στρατηγό Blamey και κάτω, αλλά τα στρατεύματα (κυρίως η 7η Μεραρχία) εκτέλεσαν τις εντολές που είχαν πάρει με την ίδια αποφασιστικότητα και ικανότητα που έδειξαν και σε πιο σημαντικές εκστρατείες. Η αρχική εισβολή, που υποστηρίχθηκε από έναν παρατεταμένο βομβαρδισμό, δεν συνάντησε αντίσταση. Το ύψωμα πάνω από την πόλη, και στη συνέχεια η ίδια η πόλη, καταλήφθηκαν σύντομα. Σημειώθηκε σκληρή μάχη στο αεροδιάδρομο Manggar, και η προβλεπόμενη επίθεση στην ενδοχώρα καθυστέρησε από ενέδρες και κρυμμένα εκρηκτικά, αλλά μέσα σε τρεις εβδομάδες οι Ιάπωνες είχαν ανατραπεί πλήρως, παρά την καλά προετοιμασμένη άμυνά τους. Η φάση αυτή κόστισε στους Ιάπωνες 1.783 επιβεβαιωμένα νεκρούς και 229 στους Αυστραλούς.

Τον Μάιο του 1945 η Γερμανική Ανώτατη Διοίκηση ενέκρινε την υπογραφή της άνευ όρων παράδοσης σε όλα τα μέτωπα: ο πόλεμος στην Ευρώπη είχε τελειώσει. Η παράδοση τίθετο σε ισχύ τα μεσάνυχτα τις 8 προς 9 Μαΐου 1945. Στις 14 Αυγούστου 1945, η Ιαπωνία δέχτηκε την άνευ όρων παράδοσή της στους συμμάχους. Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος είχε τελειώσει.

Σχεδόν ένα εκατομμύριο Αυστραλοί, άνδρες και γυναίκες, υπηρέτησαν κατά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Συνολικά, 27.073 Αυστραλοί σκοτώθηκαν εν ώρα μάχης ή πέθαναν εξαιτίας του πολέμου, ενώ 23.477 τραυματίστηκαν.

Η ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ MANUSU (ΜΑΝΟΥΣΟΣ)

Με τόσα πολλά μέλη που υπηρέτησαν στις αυστραλιανές δυνάμεις, η οικογένεια Manusu ξεχωρίζει. Τα μέλη της οικογένειας υπηρέτησαν στον πόλεμο των Boers, τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Ο Μιχάλης Μανούσου (Michael Manusu) γεννήθηκε γύρω στο 1860 και είχε τέσσερις γιους, τους Francis (Frank), Gordon, Leo (Λεωνίδας) και John. Ο Francis γεννήθηκε το 1880 και συμμετείχε στον πόλεμο των Boers το 1899. Ο Gordon και ο Leo υπηρέτησαν κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όπου ο Leo σκοτώθηκε σε ώρα δράσης. Ο Francis είχε επτά παιδιά, πέντε γιους και δύο κόρες: ο Homer Angus Manusu γεννήθηκε το1911, η Betsy Dylis γεννήθηκε το 1912, ο Alfred Pericles γεννήθηκε το 1914, ο Percy Baldwin γεννήθηκε το 1915, ο Κύριλλος Alex γεννήθηκε το 1917, ο Guy Eric γεννήθηκε το 1919 και η Frances Hermoine γεννήθηκε το 1930. Τέσσερις γιοι υπηρέτησαν στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο: Guy, Percy, Alfred και Homer. Οι Guy και Alfred στρατολογήθηκαν την ίδια ημέρα, 6 Μαρτίου 1941. Και οι δύο σκοτώθηκαν κατά τη διάρκεια μαχών στη Νέα Γουινέα στο Eora Creek. Ο Gordon είχε ένα γιο, τον Sydney, ο οποίος υπηρέτησε στο Β ‘ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο John είχε δύο γιους, τον Ivan και τον Ιωάννη, και οι δύο υπηρέτησαν κατά τον Β’  Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο Ivan πέθανε από ασθένεια ως αιχμάλωτος πολέμου στην Ταϊλάνδη.

Όλοι θα συμφωνήσουν ότι η απώλεια ενός και μόνο ατόμου από αυτή τη μικρή επαρχιακή πόλη σε καιρό είναι ένα αρκετά σκληρό τίμημα. Αλλά απομακρύνετε δύο άνδρες για πάντα από την ίδια οικογένεια, και η μικρή αυτή επαρχιακή πόλη δεν θα είναι ποτέ ξανά η ίδια. Το μόνο που επιφέρει για μια μητέρα που θρηνεί είναι απλά και μόνο πολύς πόνος! Είναι μια πράξη ελέους το ότι αυτή η γυναίκα θα πρέπει να πεθάνει πριν από ένας τρίτος γιος σκοτωθεί και αυτός στον πόλεμο. Υπάρχει ένα πανάρχαιο ερώτημα: Τι κόστος έχει το τίμημα για την ελευθερία; Όταν το κόστος αυτό είναι καθολικό, τότε πόσο τίμημα θα πρέπει να καταβάλει κάθε χώρα; Πόσο θα πρέπει να καταβάλει κάθε κράτος; Και πόσο θα πρέπει κάθε μικρή επαρχιακή πόλη της χώρας να υποχρεωθεί να πληρώσει;

Η παλιά υλοτομική πόλη Bowraville της Νέας Νότιας Ουαλίας, είναι τώρα μια μικρή επαρχιακή πόλη. Και όμως ήταν ακόμη μικρότερη (από την άποψη της κοινότητας), την εποχή εκείνη που η Αυστραλία είχε ανακάμψει από τη μεγάλη οικονομική κρίση και τώρα τα σύννεφα του πολέμου την απειλούσαν για δεύτερη φορά. Ακριβώς στο εσωτερικό του Nambucca Heads στη μεσο-βόρεια ακτή της Νέας Νότιας Ουαλίας, το Bowraville ήταν το σπίτι του Francis (Frank) Manusu και της συζύγου του, Betsy. Ο Frank υπηρετούσε στη χωροφυλακή του Belligen Νέας Νότιας Ουαλίας τον Οκτώβριο του 1901 και εκεί γνώρισε την γυναίκα του. Παντρεύτηκαν το 1911, εγκαταστάθηκαν στο Valla, και ο Frank αργότερα αποσύρθηκε στην Bowraville όπου με την Betsy άρχισαν την οικογένειά τους. Ο μεγαλύτερος γιος τους, ο Homer Angus Manusu, γεννήθηκε το 1911 και η αδελφή του, Betsy Dylis, το 1912.

Ο Frank ήταν τώρα αγρότης, αλλά η κλήση στα όπλα δεν ήταν κάτι ξένο στην οικογένεια. Είχε υπηρετήσει στη Νότια Αφρική κατά τη διάρκεια του δεύτερου πολέμου των Boers, πριν από την ένταξή του στο αστυνομικό σώμα. Με την Ευρώπη στα πρόθυρα του πολέμου, το τρίτο παιδί τους, ο Alfred Pericles (Perry) γεννήθηκε στις 25 Ιανουαρίου 1914. Μόλις οκτώ μήνες αργότερα ο κόσμος βυθίστηκε στη θύελλα της παγκόσμιας σύρραξης. Ο Percy Baldwin Manusu, το τέταρτο παιδί (και ο τρίτος γιος), γεννήθηκε τον Σεπτέμβριο του 1915. Αυτή τη φορά, η μεγάλη επίθεση του Αυγούστου στην Καλλίπολη είχε αποτύχει και οι μάχες στα ευρωπαϊκά μέτωπα αποδείχτηκαν αδιέξοδο ενός πολέμου χαρακωμάτων. Ο Cyril Alex Manusu ήρθε στον κόσμο το 1917, ενώ το έκτο παιδί της οικογένειας, ο Guy Eric γεννήθηκε στις 29 Απριλίου 1919. Ο Young Guy φαινόταν ο τελευταίος στην οικογένεια των έξι παιδιών. Ωστόσο, το 1939, ήρθε μια έβδομη και τελευταία προσθήκη στην οικογένεια Manusu παρήχθη στη μορφή ενός μικρού κοριτσιού, της Frances Hermoine Manusu. Όπως η μεγαλύτερη αδελφή και ο αδελφός της Perry (Alfred) θα γίνει και αυτή γνωστή με το μεσαίο της όνομα.

Όταν ο Μεγάλος Πόλεμος μαινόταν πάνω από πέντε μήνες, το Bowraville και η γύρω περιοχή άρχισε να μαρτυρά το κόστος της σύγκρουσης. Άνδρες της πρώτης AIF επέστρεφαν στα σπίτια τους είτε βρίσκονταν στη διαδικασία της επιστροφής. Δεν υπάρχει αμφιβολία, ότι τα αγόρια Manusu έγιναν μάρτυρες, τουλάχιστον μερικών από τις επιπτώσεις του πολέμου, καθώς μεγάλωναν: έβλεπαν έναν άνθρωπο χωρίς άκρα εδώ, έναν τυφλό εκεί, έναν άρρωστο στο δρόμο που ποτέ δεν φαινόταν να σταματήσει ο βήχας του – θύμα της αεριοποίηση. Ίσως αποτελούσαν τα διάφορα επεισόδια της περιστασιακής ιστορίας των κατορθωμάτων των ANZACs μας. Ίσως ακόμη και ιστορίες που λέγονται από τους άνδρες του 1ου Τάγματος της AIF – ιστορίες που είχαν παραλειφθεί ή αποκρύφτηκαν για να προστατεύσουν τους νεότερους. Αλλά μερικές φορές τα ερωτήματα των μικρών αγοριών μπορούσαν να απαντηθούν με μια εκκωφαντική σιωπή, όταν απευθύνονταν σε κάποιο άνθρωπο που είχε γνωρίσει τη φρίκη του πολέμου.

Τα χρόνια της κρίσης ήταν σκληρά για κάθε οικογένεια, πόσο μάλλον για μια οικογένεια με επτά παιδιά. Καθ’ όλη τη δεκαετία του 1930, η Αυστραλία αγωνίστηκε να ορθοποδήσει μέσα από μια πολύ αργή ανάκαμψη. Τα αγόρια Manusu, που ζούσαν κάτω από πολύ στοιχειώδεις συνθήκες, εργάζονταν εξίμισι μέρες την εβδομάδα στη συγκομιδή μπανάνας και εποχιακών λαχανικών. Η μόνη τους ψυχαγωγία ήταν ο χορός το βράδυ του Σαββάτου, που σήμαινε μια βόλτα από κάποια απόσταση στο Valla Hall.

Έτσι, από το 1939, όταν κηρύχθηκε για δεύτερη φορά παγκόσμιος πόλεμος, οι λόγοι για την κατάταξή τους στο στρατό δεν ήταν μόνο η επιθυμία να προστατευθεί η μητέρα πατρίδα -όπως πολλοί πίστεψαν στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο- αλλά και επειδή η πληρωμή ήταν δίκαιη και τακτική, και υπήρχαν ελάχιστες προοπτικές πολιτικής απασχόλησης στη χώρα. Αλλά οποιοσδήποτε και να ήταν ο λόγος κατάταξής τους, ο Percy (ο τρίτος γιος) ήταν ο πρώτος Manusu που κατατάχθηκε στη 2η AIF, στις 3 Σεπτεμβρίου 1940, ακριβώς ένα χρόνο αφότου η Βρετανία και η Γαλλία είχαν κηρύξει τον πόλεμο στη Γερμανία (1939).

Το 1914, η αυστραλιανή κυβέρνηση συγκρότησε την AIF (Australian Imperial Forces) που έμελε να ταξιδέψει σε όλο τον κόσμο για την καταπολέμηση των «Hun». Με τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο συγκροτήθηκε μια δεύτερη AIF για την καταπολέμηση του ίδιου εχθρού. Μετά την κατάταξή του στον στρατό, ο Percy τοποθετήθηκε σε μια μονάδα που είχε μια πολύ περήφανη ιστορία. Η «Μαυρο-Πράσινη” επωμίδα ήταν το σήμα κατατεθέν του 2/1 Τάγματος της AIF. Ένα περίγραμμα γκρι χρώματος δήλωνε τη 2η AIF, την έκανε να διακρίνεται από την επωμίδα της 1ης AIF Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, η οποία ήταν προς το παρόν το σύμβολο του «άλλου» στρατού της Αυστραλίας, του 1ο Τάγματος  Πολιτοφυλακής.

Το 2/1 Τάγμα συγκροτήθηκε στις 16 Οκτωβρίου 1939 ως τμήμα της 6ου Μεραρχίας. Με το αδελφό 2/2 Τάγμα, καθώς και το Τάγμα 2/3, το 2/1 αποτελούσε μέρος της 16ης Ταξιαρχίας. Είχε πάει να πολεμήσει τους Ιταλούς στην Ανατολική Λιβύη, μετά φρουρούσε το Τομπρούκ και τέλος ρίχτηκε στη δύσμοιρη εκστρατεία στην Ελλάδα και την Κρήτη. Πολλοί από τους άνδρες του πιάστηκαν αιχμάλωτοι, αλλά το Τάγμα ανασυγκροτήθηκε στην Παλαιστίνη και στάλθηκε στη βόρεια Συρία.

Ενώ το 2/1 πολεμούσε στη Μέση Ανατολή, δύο ακόμα αγόρια Manusu, ο Perry και ο Guy, είχαν ήδη καταταχθεί στην AIF. Επανενώθηκαν την ίδια μέρα, 6 Μαρτίου 1941, και δόθηκαν στους αδελφούς συνεχόμενοι αριθμοί υπηρεσίας: ο Guy με το NX69109 και ο Perry με το NX69110. Κάποιος μπορεί να φανταστεί τον αστεϊσμό. Τα αγόρια είδαν έναν άλλο νεαρό από το Bowraville ονόματι Joe Mitchell και αστειεύτηκαν ότι μόλις υπέγραψαν το θάνατό τους. Είναι πολύ πιθανό ότι ο Percy “αναζήτησε” τα δύο αδέρφια του, όπως συχνά γίνεται σε τέτοιες στιγμές, και οι δύο νεοσύλλεκτοι έφυγαν για τη Μέση Ανατολή για να τον ανταμώσουν. Αλλά, όπως το έφερε η μοίρα, έφτασαν πολύ αργά για την πικρή ελληνική εκστρατεία. Αντί αυτού, οι ίδιοι βρέθηκαν ως τουρίστες σε μέρη που δεν είχαν ακούσει ποτέ πριν, όπως Neuisarat, Khassa, Sausage Wood και Bey Jirja. Ο Guy τηρούσε πιστά ένα ημερολόγιο για την καταγραφή των ταξιδιών τους.

Όταν η Ιαπωνία μπήκε στον πόλεμο, η 16η Ταξιαρχία στάλθηκε πίσω στην Αυστραλία, επιβιβαζόμενη από την Αίγυπτο στο πλοίο “Orontes”. Όμως οι συνθήκες άλλαξαν το δρομολόγιο και αποβιβάστηκαν στην Κεϋλάνη όπου κράτησαν προσωρινά κάποιες θέσεις για περίπου τρεις μήνες. Αυτή τη στιγμή, οι συνάδελφοί τους Αυστραλοί πολεμούσαν για τη ζωή τους στο Kokoda Track. Όταν το Τάγμα έφθασε τελικά στις αυστραλιανές ακτές, δεν υπήρξε παρά ελάχιστη ώρα για να τραβήξει βόρεια και να βοηθήσει την αναχαίτιση της ανάπτυξης των Ιαπώνων.

Κάποιος μπορεί να φανταστεί κανείς μόνο την αγωνία της φτωχής μητέρας τους, Betsy, καθώς προετοιμαζόταν να αποχαιρετήσει τους τρεις γιους της που πήγαιναν να αντιμετωπίσουν έναν φαινομενικά ασταμάτητο εχθρό. Και σαν να μην έφθαναν οι φόβοι της αυτοί, ο τέταρτος γιος της, Homer, στρατολογήθηκε στη CMF (Citizens Military Forces) την 1η Οκτωβρίου 1941. Θα παραμείνει στην πολιτοφυλακή για σχεδόν δώδεκα μήνες. Αλλά δεν ήταν μόνο η Betsy που θα υποφέρει όλα. Ο Guy είχε αφήσει πίσω του την φίλη του, Tib Downs, και κάποιος μπορεί να φανταστεί ότι τον αγαπούσε τόσο πολύ που προσδοκούσε την ασφαλή επιστροφή του.

Στις 21 Σεπτεμβρίου 1942, η 16η Ταξιαρχία (αποτελούμενη από τα Τάγματα 2/1, 2/2 και 2/3) άρχισαν να φτάνουν στο Port Moresby. Τα καταπονημένα απομεινάρια των ταγμάτων που είχαν πολεμήσει στο Isurava και στο Brigade Hill κρατούσαν το Imita Ridge σε συνεργασία με την 25η Ταξιαρχία και το 3ο Τάγμα Πολιτοφυλακής. Διατάχθηκαν να μην υποχωρήσουν περαιτέρω και αυτό επρόκειτο να είναι η «τελευταία στάση» τους. Οι Ιάπωνες είχαν σκάψει στην Ioribaiwa στην κορυφογραμμή, στην άλλη πλευρά της κοιλάδας. Μια πιο συντονισμένη προώθηση και το Port Moresby θα ήταν υπό τον έλεγχό τους.

Η 21η Ταξιαρχία και οι μονάδες πολιτοφυλακής πριν από αυτούς είχαν τροφοδοτηθεί με χακί ρούχα και κατάλληλο πολεμικό εξοπλισμό αλλά άχρηστο στο σκοτεινό πράσινο της ζούγκλας. Αυτό δεν θα μπορούσε να συμβεί για την 16η Ταξιαρχία. Μερικοί άνδρες του 2/1 φόρεσαν νέα ρούχα που ταίριαζαν στο πράσινο της ζούγκλας. Άλλοι έκαναν όπως έκανε και η 25η Ταξιαρχία, έβαψαν τα ρούχα τους και τον εξοπλισμό τους στο πράσινο της ζούγκλας, έτσι ώστε να εναρμονίζονται με το φύλλωμα. Είχαν, επίσης, εφοδιαστεί με φτυάρια, δάδες, πτυσσόμενα πριόνια και παρόμοια είδη, είδη πολυτελείας σε πεζικάριους που είχαν στερηθεί σε σύγκριση με τις προηγούμενες μονάδες που πέρασαν από την περιοχή.

Τις επόμενες δέκα μέρες παρέμειναν στο Port Moresby για να φέρουν σε πέρας τοπικά αμυντικά καθήκοντα καθώς εξακολουθούσε να θεωρείται δεδομένο ότι οι Ιάπωνες θα μπορούσαν να διασπάσουν τις αυστραλιανές γραμμές ή να υπερφαλαγγίσουν την άμυνα στην Imita Ridge. Το Τάγμα 2/1 άρχισε εκ των προτέρων τη διαδρομή στο Kokoda Track στις 5 Οκτωβρίου 1942. Αυτή τη φορά, οι Ιάπωνες βρίσκονταν σε υποχώρηση, έχοντας λάβει εντολή από το Τόκιο να αποσυρθούν από τις ακτές Buna, Gona και Sanananda. Σε επιστολές που έστειλαν οι Μανούσου στην οικογένειά τους έλεγαν ότι και οι δύο, ο Guy και ο Perry, υπηρετούσαν στο Λόχο «C», με τον Percy να είναι πιο λεπτομερής ώστε να γράφει ότι ο ίδιος επρόκειτο να ενταχθεί στο Λόχο «Α».

Ο κύριος όγκος της 16ης Ταξιαρχίας άρχισε να έρχεται στο Templeton’s Crossing (No. 2) στις 19 Οκτωβρίου και προχώρησε πιο βόρεια. Μέχρι τη στιγμή που η Ταξιαρχία είχε προωθηθεί εμπρός αριθμούσε 1800 στρατιώτες. Με τις αψιμαχίες που συνέβησαν καθώς προχωρούσε, χρειάστηκαν τρεις μέρες για να φτάσουν στο Eora Creek. (Με σύγχρονους όρους χρειάζεται διάστημα μεταξύ δύο και τεσσάρων ημερών για να διανύσει κανείς την ίδια απόσταση). Το Τάγμα 2/1, με τα τρία αδέλφια Manusu, βρισκόταν στην αριστερή πλευρά της πορείας, ενώ το 22ο Τάγμα βρισκόταν στη δεξιά. Τα τάγματα ταλαντεύθηκαν σε μια μεγάλη έκταση μπροστά από τις ιαπωνικές θέσεις, σε μια προσπάθεια να επιτεθούν στους Ιάπωνες στα πλευρά τους καθώς και στην οπισθοφυλακή τους.

Στο Eora Creek τα τρία αγόρια Manusu επρόκειτο να συμμετάσχουν στη μεγαλύτερη μάχη που δόθηκε στο τμήμα Owen Stanley της διαδρομής προς το πέρασμα Kokoda κατά τη διάρκεια της αυστραλιανής προέλασης. Οι Ιάπωνες υπεράσπισαν κάθε τους θέση με σθένος και η μάχη επρόκειτο να δοθεί σχεδόν σώμα με σώμα, όπου συνήθως απαιτείται ένας Αυστραλός στρατιώτης να μπουσουλήσει αρκετά κοντά σε κάθε ιαπωνική θέση και να ρίξει μια χειροβομβίδα μέσα στο όρυγμα. Αυτό το είδος πολέμου ήταν εξαιρετικά ζοφερό, μάχη σώμα με σώμα, και οι Αυστραλοί επρόκειτο να πληρώσουν ακριβά το τίμημα για κάθε σπιθαμή γης που κατέκτησαν.

Το πρωί της 22 Οκτωβρίου 1942 ο κύριος όγκος του Τάγματος 2/3 εισήλθε στο Eora Creek. Αντιμετωπίστηκαν από τα ιαπωνικά πολυβόλα και όλμους που βρίσκονταν σε υψηλές θέσεις στην απέναντι πλευρά του κολπίσκου. (Είναι σχεδόν βέβαιο ότι αυτή η ιαπωνική θέση είναι η ίδια με εκείνη τώρα που επισκέφθηκε πεζοπόρους από την πλευρά της Isurava του κολπίσκου.) Όταν το 2/3 προσεβλήθη από τους Ιάπωνες, το 2/1 (με τα τρία αγόρια Manusu στη σύνθεσή του) και το 2/2 έπιασαν θέσεις στην κορυφογραμμή πίσω από το χωριό Eora Creek. Οι Ιάπωνες εντόπισαν τη θέση τους και άρχισαν να βάζουν εναντίον τους με το όπλο στο βουνό και mortar fire.

Ο διοικητής της Ταξιαρχίας, Lloyd, δεν είχε άλλη επιλογή παρά να δοκιμάσει μια κατά μέτωπο επίθεση κατά των ιαπωνικών θέσεων. Το πρόβλημα ήταν ότι οι Αυστραλοί έπρεπε να διασχίσουν δύο γέφυρες πριν φθάσουν στην ιαπωνική πλευρά. Η απόφαση αυτή δεν αντιμετωπίστηκε με ενθουσιασμό από τους διοικητές των Λόχων, που σκέφτηκαν ότι δεν είχε φαντασία και θα οδηγούσε σε περιττές απώλειες. Η απόφαση αυτή θα αποδεικνυόταν καταστροφική για την οικογένεια Manusu.