ΕΝΑ χρόνο μετά το Νορβηγό ναζιστή, λάτρη της ανωτερότητας της λευκής φυλής, και μόλις δύο βδομάδες από την ημέρα που το αντίπαλο δέος του Batman, ο Joker, σκόρπισε το θάνατο στο κινηματογράφο του Ντένβερ, εμφανίστηκε ο Πάιτζ.

ΔΗΛΗΤΗΡΙΑΣΜΕΝΟΣ και αυτός από τα δαιδαλώδη κόμπλεξ που δημιουργεί η άγνοια και ο κακοφορμισμένος εθνικισμός και έχοντας «φοιτήσει» για μια δεκαετία στον αμερικανικό στρατό, θεώρησε πατριωτικό του χρέος να προστατεύσει την καθαρότητα του αμερικανικού αίματος.

ΣΕ κάποια στιγμή έξαρσης του φυλετικού του μίσους, που δεν ανεχόταν όσους δεν του μοιάζουν, ζώστηκε τον οπλισμό του και εισέβαλε στο τέμενος των Σιχ, στέλνοντας στο άλλο κόσμο 6 Ινδούς που προσεύχονταν μαζί με άλλους συμπατριώτες τους.

ΟΛΑ αυτά και σε σχέση με την είσοδο στο ελληνικό Κοινοβούλιο της Χρυσής Αυγής, που θέλει να απαλλάξει την πατρίδα μας από τους μετανάστες που απειλούν να αλλοιώσουν την καθαρότητα της δικής μας φυλής, δείχνουν πόσο επικίνδυνος είναι ο εθνικισμός.

ΠΑΡΑΛΛΗΛΑ, δείχνουν, πώς η συνοδευόμενη από ιστορική άγνοια αγάπη για την πατρίδα μπορεί να εύκολα να μετουσιωθεί σε μίσος εναντίον όσων έχουν άλλη θρησκεία, πατρίδα και χρώμα μαλλιών.

ΜΗΝ ξεχνάμε ότι το μίσος και η αγάπη είναι οι όψεις του ίδιου «νομίσματος» για αυτό άλλωστε και η υπερβολική αγάπη μετατρέπεται εύκολα σε βαθύ και άσβεστο μίσος.

ΕΠΕΙΔΗ έχουν γραφεί πολλά γύρω από το πιο πάνω θέμα, δεν θα ήθελα να σας κουράσω επαναλαμβάνοντας τα ίδια πράγματα, στα οποία έχω κατά καιρούς αναφερθεί.

ΑΝΤΙ άλλων σχολίων θα αναφερθώ σήμερα σε ένα σχετικό κείμενο του μεγάλου, νομπελίστα Πορτογάλου συγγραφέα Ζοζέ Σαραμάγκου, για το πώς ο ίδιος αντιλαμβάνεται την έννοια της πατρίδας, την ιστορία και τη καθαρότητα του αίματος.

Ο Σαραμάγκου έγραψε το πιο πάνω κείμενο σε ένα blog που διατηρούσε στο διαδίκτυο λίγους μήνες πριν πεθάνει το 2009, σε ηλικία 87 ετών.

ΤΟ κείμενο (τα κυριότερα σημεία του οποίου δημοσιεύω) έχει τίτλο «Λέξεις για μια πόλη» και αναφέρεται στην ιστορία της Λισαβόνας, όπως τουλάχιστον την αντιλαμβάνεται ο συγγραφέας. Να πως έχει:

«ΥΠΗΡΞΕ κάποτε καιρός που η Λισαβόνα δεν είχε αυτό το όνομα. Την έλεγαν Ολίσιπο όταν οι Ρωμαίοι έφτασαν εκεί, Ολισιμπόνα όταν την πήραν οι Μαυριτανοί, που αμέσως βάλθηκαν να την πουν Ασχμμπούνα, ίσως γιατί δεν ήξεραν να προφέρουν τη βάρβαρη λέξη.

ΟΤΑΝ το 1147, μετά από τρίμηνη πολιορκία, οι Μαυριτανοί νικήθηκαν, το όνομα της πόλης δεν άλλαξε αμέσως σε μια στιγμή. Χρειάστηκε να περάσουν τουλάχιστον μερικά χρόνια ωσότου γεννηθεί το νέο όνομα, όπως και οι κονσκισταδόρες Γαλιέγοι ν’ αρχίσουν να λέγονται Πορτογάλοι…

ΑΥΤΕΣ οι ιστορικές λεπτολογίες λίγο ενδιαφέρουν, θα πει κανείς, εμένα όμως με ενδιέφερε πολύ, όχι μόνο να ξέρω, αλλά να δω με την ακριβή έννοια της λέξης, πώς έχει αλλάξει η Λισαβόνα από τις ημέρες εκείνες.

ΑΠΟ την άποψη φυσικού χώρου κατοικούμε ένα χώρο, αλλά συναισθηματικά κατοικούμαστε από τη μνήμη. Τη μνήμη ενός χώρου και ενός χρόνου, μνήμη στο εσωτερικό της οποίας ζούμε, σαν ένα νησί ανάμεσα σε δύο θάλασσες: τη μια που λέμε παρελθόν, την άλλη που λέμε μέλλον.

ΜΠΟΡΟΥΜΕ να πλέουμε στη θάλασσα του πρόσφατου παρελθόντος χάρη στη προσωπική μνήμη που διατήρησε την ανάμνηση απ’ τις δύο ρότες, αλλά για να πλεύσουμε στη θάλασσα του απώτερου παρελθόντος πρέπει να χρησιμοποιήσουμε τις μνήμες που συσσώρευσε ο χρόνος, τις μνήμες ενός χώρου διαρκώς μεταμορφωμένου, φευγαλέου όσο και ο ίδιος ο χρόνος.

Ο,ΤΙ ξέρουμε από τους τόπους είναι να συμπίπτουμε μαζί τους για ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα στο χώρο όπου υπάρχουν. Ο τόπος βρισκόταν εκεί, ο άνθρωπος εμφανίστηκε, μετά ο άνθρωπος έφυγε, ο τόπος συνέχισε, ο τόπος έφτιαξε τον άνθρωπο, ο άνθρωπος μεταμόρφωσε τον τόπο.

ΟΤΑΝ έπρεπε να αναδημιουργήσω το χρόνο και το χώρο της Λισαβόνας όπου ο Ρικάρντο Ρέις θα ζούσε τον τελευταίο χρόνο του, ήξερα εκ προοιμίου ότι δεν ήταν συμπτωματικές οι δύο έννοιες του χρόνου και του τόπου: η μια του συνεσταλμένου εφήβου που υπήρξα, κλεισμένου στην κοινωνική συνθήκη του, κι η άλλη του διαυγούς και μεγάλου ποιητή που κατοικούσε στις πιο υψηλές κορυφές του πνεύματος».

ΠΑΡΕΝΘΕΣΗ: Ο Ρικάρντο Ρέις ήταν ένας από τους ετερώνυμους του Πορτογάλου ποιητή Φερνάρντο Πεσσόα. Ένα δηλαδή από τα πολλά ψευδώνυμα που υπέγραφε τα ποιήματά του. Ο Πεσσόα είναι για τους Πορτογάλους ό,τι είναι ο Κώστας Καβάφης για εμάς τους Έλληνες. Κλείνει η παρένθεση και επιστρέφω στο κείμενο.

«Η ΛΙΣΑΒΟΝΑ μου ήταν εκείνη των φτωχών συνοικιών, και όταν, πολύ αργότερα, οι περιστάσεις με έφεραν να ζήσω σε άλλα περιβάλλοντα, η μνήμη που προτίμησα να κρατήσω ήταν της Λισαβόνας των πρώτων μου ημερών, της Λισαβόνας του κόσμου που είχε λίγα και ένιωθε πολλά.

ΙΣΩΣ δεν είναι δυνατόν να μιλήσει κανείς για μια πόλη χωρίς να αναφέρει κάμποσες αξιοσημείωτες ημερομηνίες της ιστορικής της ύπαρξης. Εδώ, μιλώντας για τη Λισαβόνα, αναφέρθηκε μόνο μία, εκείνη της πορτογαλικής της αφετηρίας: δεν είναι και τόσο βαρύ το αμάρτημα του εκθειασμού…

ΘΑ ήταν, όντως, αν υπέκυπτε στην πατριωτική εκείνη ανάταση που, ελλείψει πραγματικών εχθρών για να πέσει πάνω τους, η υποτιθέμενη δύναμή της, αναζητά εύκολα υποβλητικά ρητορικά ερεθίσματα.

ΟΙ αναμνηστικές ρητορείες, ενώ δεν είναι αναγκαστικά κάτι κακό, ενέχουν, ωστόσο, ένα αίσθημα αυταρέσκειας που οδηγεί στη σύγχυση των λόγων με τα έργα, ενίοτε μάλιστα τοποθετεί τους μεν στη θέση που ανήκει μόνο στα δε.

ΕΚΕΙΝΗ την οκτωβριάτικη μέρα η Πορτογαλία, που μόλις τότε ξεκινούσε, έκανε ένα μεγάλο βήμα εμπρός, κι ήταν τόσο σταθερό ώστε η Λισαβόνα δεν πάρθηκε ποτέ ξανά.

ΑΣ μην επιτρέψουμε, όμως, στους εαυτούς μας ναπολεόντεια ματαιοδοξία αναφωνώντας: “Από την κορυφή του κάστρου εκείνου μας θωρούν οχτακόσια χρόνια” – και να χειροκροτούμε αλλήλους που αντέξαμε τόσο…

ΑΣ σκεφτούμε καλύτερα πως από το αίμα που χύθηκε από τη μια και την άλλη πλευρά είναι φτιαγμένο το αίμα πουν έχουμε στις φλέβες μας, εμείς οι κληρονόμοι αυτής της πόλης, τέκνα χριστιανών και Μαυριτανών, μαύρων και Εβραίων, Ινδιάνων και κίτρινων, και τέλος πάντων όλων των φυλών και πίστεων που λογίζονται καλές και όλων των φυλών και πίστεων που αποκαλούνται κακές.

ΑΣ αφήσουμε στη γαλήνη των τάφων τα παραστρατημένα εκείνα πνεύματα που, σε ένα όχι τόσο μακρινό παρελθόν, επινόησαν για τους Πορτογάλους μια “μέρα της φυλής“ και ας διεκδικήσουμε ξανά την υπέροχη επιμιξία, όχι μόνο πνεύματος, αλλά κυρίως πολιτισμών, που ίδρυσε την Πορτογαλία και την έκανε να διαρκεί ως σήμερα.

Η Λισαβόνα έχει μεταμορφωθεί τα τελευταία χρόνια, κατάφερε να ξυπνήσει στη συνείδησή των πολιτών της μια ανανέωση δυνάμεων που την ξεκόλλησαν από το μαρασμό στον οποίο είχε πέσει.

ΣΤΟ όνομα του εκσυγχρονισμού υψώνονται τείχη από μπετόν σε αρχαίες πέτρες, παραμορφώνονται τα περιγράμματα των λόφων (σημείωση: η Λισαβόνα είναι χτισμένη πάνω σε 7 λόφους – όπως και η Κωνσταντινούπολη) αλλάζουν τα πανοράματα, διαφοροποιούνται οι γωνιές όρασης.

ΑΛΛΑ το πνεύμα της Λισαβόνας επιβιώνει και είναι το πνεύμα αυτό που κάνει τις πόλεις αιώνιες. Παρασυρμένος απ’ τον τρελό έρωτα και τον θεϊκό ενθουσιασμό που κατοικούν στους ποιητές, ο Καμόες έγραψε κάποτε μιλώντας για τη Λισαβόνα «[… ] πόλη που ανάμεσα στις άλλες είναι άκοπα η πριγκίπισσα”.

ΑΣ του συγχωρήσουμε την υπερβολή. Αρκεί η Λισαβόνα να είναι απλώς αυτό που οφείλει να είναι: πολιτισμένη, σύγχρονη, καθαρή, οργανωμένη – χωρίς να χάσει τίποτα από την ψυχή της.

ΚΙ αν αυτές οι καλοσύνες την κάνουν εντέλει βασίλισσα, ας είναι. Στη δημοκρατία που βρισκόμαστε, τέτοιες βασίλισσες είναι πάντα καλοδεχούμενες».

ΑΥΤΑ από το Ζοζέ Σαράμαγκου. Να προσθέσω εδώ για όσους ενδιαφέρονται ότι ο Λουίς δε Καμόες, ήταν Πορτογάλος ποιητής που έζησε κατά τον 15ο αιώνα.

ΣΥΝΟΨΙΖΟΝΤΑΣ θα ήθελα να υπογραμμίσω (για άλλη μια φορά) ότι ούτε καθαρό αίμα υπάρχει (αφού στο αίμα του καθενός ρέει και αίμα των εχθρών του) ούτε παρθενογενέσεις πολιτισμών. Γεια χαρά.