Η αρχή της μεγάλης, Παγκόσμιας Οικονομικής Ύφεσης –και στα Αγγλικά The Great Depression– χρονικά τοποθετείται στη λεγόμενη Μαύρη Πέμπτη της 24ης Οκτωβρίου 1929. Προκλήθηκε από το χρηματιστηριακό κραχ – την οικονομική φούσκα που έσπασε στις ΗΠΑ. Οι επενδυτές είδαν ότι κάτι δεν πήγαινε καλά στην αμερικανική οικονομία και άρχισαν να πωλούν τις μετοχές τους. Ο πανικός στο Χρηματιστήριο Νέας Υόρκης έφερε την καταστροφή του. Η κατάρρευση αυτή έφερε και την κατάρρευση της αμερικανικής οικονομίας. Οι επενδυτές σταμάτησαν να επενδύουν γιατί έχασαν την εμπιστοσύνη στην οικονομία τους. Οι κυβερνητικές –αλλά και οι ιδιωτικές– δουλειές σταμάτησαν λόγω έλλειψης χρημάτων. Οι θέσεις εργασίας μειώθηκαν και όλοι περιόρισαν τα έξοδά τους. Έτσι ήρθε και ο περιορισμός των πωλήσεων. Όλα αυτά συνέβαλαν στην παγκόσμια οικονομική ύφεση και στην Αυστραλία ήρθε η Great Depression.
(Σημείωση: Ο λατινογενής όρος Depression στα Αγγλικά σημαίνει: πιέζω προς τα κάτω. Η λέξη ύφεση έγινε από την πρόθεση υπό = κάτω και το ρήμα ίημι = ρίχνω. Το ίημι δασύνεται και γι’ αυτό έγινε υπό + ίημι = υπ’ + hίημι = υφίημι = ρίχνω κάτω, ενώ το ουσιαστικό έγινε ύφεση. Λέμε: Οι δουλειές βρίσκονται σε ύφεση. Βρισκόμαστε σε περίοδο ύφεσης. Το αντίθετο είναι η άνοδος).
Η ΑΝΕΡΓΙΑ
Σε περίοδο ύφεσης η ανεργία αυξάνεται. Στην περίοδο αυτή η ανεργία στις ΗΠΑ –το 1932- έφτασε στο 25%, στην Αυστραλία στο 32% και στη Γερμανία στο 40%.
Οι κυβερνήσεις δεν ήξεραν τι να κάνουν. Η πρώτη αντίδραση ήταν να μειώσουν τα έξοδα. Με αυτό, όμως, τον τρόπο μειώθηκαν οι εξαγωγές μιας και δεν υπήρχε ζήτηση. Οι επενδύσεις σταμάτησαν και τα δάνεια μειώθηκαν. Οι άνεργοι ξόδεψαν τις οικονομίες τους και βρέθηκαν στους δρόμους. Το πρόβλημα έγινε οξύτερο.
Η ΥΦΕΣΗ ΣΤΗΝ ΑΥΣΤΡΑΛΙΑ
Η ύφεση στην Αυστραλία έφτασε «καλπάζουσα». Οι δουλειές εξαφανίστηκαν και οι ουρές για διανομή φαγητού έγιναν μεγάλες. Οι άστεγοι κοιμόνταν στα πάρκα ή κάτω από γέφυρες και απελπισμένοι έψαχναν για δουλειές που δεν υπήρχαν. Δεν υπήρχε καμία κυβερνητική πρόνοια για να βοηθήσει τους ανέργους. Μέλη των εργατικών ενώσεων ήταν αντίθετα στην προσφορά του επιδόματος ανεργίας ή dole, γιατί πίστευαν ότι όλοι είχαν το δικαίωμα να έχουν μια εργασία. Και η κυβέρνηση ήταν αντίθετη με το επίδομα ανεργίας, με το σκεπτικό ότι αυτό θα δημιουργούσε «κλασικούς» τεμπέληδες ή αγγλιστί bludgers (μπλάτζερς).
Το 1932 πάνω από το 32% των μελών των εργατικών συνδικάτων ήταν άνεργοι. Επίσης, 30.000 άνεργοι περιφέρονταν σε όλη τη χώρα για να βρουν δουλειά. Όλοι τους ήταν χωρίς δουλειά και άκρως απελπισμένοι.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες η κυβέρνηση καθιέρωσε για πρώτη φορά το Sustenance Payment – Πληρωμή Τροφής. Ονομάστηκε από όλους Susso ή και dole και σύμφωνα με αυτό μια οικογένεια έπαιρνε $2.44 την εβδομάδα. Καθιερώθηκαν, επίσης, τα κουπόνια για τις βασικές τροφές και το ρουχισμό. Το ένα τρίτο της κοινωνίας ήταν οι αξιολύπητοι άνεργοι. Το άλλο ένα τρίτο βρισκόταν τη μέση και το ανώτερο ένα τρίτο δεν επηρεάστηκε από την κρίση. Απεναντίας, πολλοί έκαναν χρήματα και άλλοι έστελναν τα παιδιά τους σε σχολεία της Ευρώπης.
ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΕΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ
Στις 12 Οκτωβρίου 1929 το Εργατικό Κόμμα –μετά από 13 χρόνια στην Αντιπολίτευση–κέρδισε τις εκλογές και ευθύς αμέσως βρέθηκε μπροστά στη μεγαλύτερη οικονομική κρίση στον κόσμο και στην Αυστραλία. Το δόγμα του (τότε) νέου πρωθυπουργού, Scullin, ήταν: να παράγουμε περισσότερο σιτάρι για εξαγωγή. Δεν έφερε, όμως, αποτέλεσμα.
Το μεγαλύτερο πρόβλημα ήταν να πληρωθούν τα δάνεια στην Αγγλία και τις ΗΠΑ. Η Τράπεζα της Αγγλίας έστειλε εδώ τον Sir Otto Niemeyer, ο οποίος τόνισε στους Αυστραλούς ότι ζούσαν πέραν των δυνατοτήτων τους και τώρα ήρθε η ώρα να «σφίξουν το ζωνάρι τους» και να αποπληρώσουν τα δάνεια προς την Αγγλία.
Ως αποτέλεσμα της επίσκεψης αυτής, η Αυστραλία υπέγραψε τη Συμφωνία της Μελβούρνης / Melbourne Agreement (σήμερα θα λεγόταν Memorandum / Μνημόνιο) για να αποπληρωθούν τα δάνεια. Σύμφωνα με αυτήν, τα έξοδα θα έπρεπε να μειωθούν. Η ανεργία, όμως, αυξήθηκε.
Από τους οικονομολόγους της χώρας, οι μισοί έλεγαν να μειωθούν τα έξοδα και οι άλλοι μισοί έλεγαν «ξοδέψτε περισσότερα». Κάτω από τις πιέσεις αυτές, το Εργατικό Κόμμα διασπάστηκε και έχασε τις εκλογές του 1931. Ο πρωθυπουργός της Νέας Νότιας Ουαλίας, Jack Lang, ζήτησε «επαναδιαπραγμάτευση» των δανείων με την Αγγλία και πρότεινε για την ώρα η Αυστραλία να μην πληρώσει τις δόσεις των δανείων. Αυτά τα χρήματα θα μπορούσαν να διατεθούν για τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας. Όμως, τον Μάιο του 1932 ο κυβερνήτης της Νέας Νότιας Ουαλίας τον απέλυσε και γι’ αυτή την επιλεκτική του χρεοκοπία (defaulting).
Μετά από όλα αυτά, οι Premiers όλων των Πολιτειών ετοίμασαν τη δική τους Αναφορά: 1) Η Αυστραλία έπρεπε να πληρώσει τα δάνεια, 2) να αυξηθεί η παραγωγή, 3) να μειωθεί ο τόκος και 4) να μειωθούν κατά 20% όλα τα έξοδα και όλοι οι μισθοί.
Κατά το διάστημα αυτό του κοινωνικού αναβρασμού και της μεγάλης δυσφορίας, οι αριστερές δυνάμεις υποστήριξαν τα δικαιώματά τους και οι δεξιές ίδρυσαν την «Νέα Φρουρά» (New Guard) με 60.000 μέλη. Η νέα τούτη οργάνωση έδωσε το παρών στα εγκαίνια της γέφυρας του Σίδνεϊ, το 1932, και ο αντιπρόσωπός τους έκοψε –βίαια και με το «έτσι θέλω»– την κορδέλα στο άνοιγμα της γέφυρας και όχι ο Jack Lang, ο πρωθυπουργός (premier) της Νέας Νότιας Ουαλίας.
Η τελική λύση της κρίσης δεν προήλθε από τον αγροτικό τομέα και την εξαγωγή σιταριού και μαλλιού –που πίστευαν οι περισσότεροι– αλλά από το βιομηχανικό τομέα. Η λύση αυτή, όμως, άργησε να έρθει για αρκετά χρόνια.
Τέλος, μέχρι να συνέλθει από αυτή την οικονομική κρίση, ο κόσμος όλος –και μαζί του η Αυστραλία– έπρεπε να ετοιμαστεί για τη νέα παγκόσμια σύρραξη, το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, που άρχισε το 1939.