Περιζήτητες έχουν γίνει οι εκατομμύρια ανύπαντρες, χωρισμένες και γενικώς…ελεύθερες γυναίκες στην Αμερική – όχι για προξενιό, αλλά για την ψήφο τους, αφού όπως φαίνεται και τα δύο επιτελεία κρίνουν ότι η συγκεκριμένη «δεξαμενή» ψηφοφόρων, που το 2008 ψήφισαν «μονοκούκι» Μπαράκ Ομπάμα έναντι του «φθαρμένου» Τζον ΜακΚέιν, θα αποτελέσει καθοριστικό παράγοντα για την έκβαση των προεδρικών εκλογών.
γνωρίζει ακριβώς τον αριθμό τους, το 2005 οι Αμερικανίδες χωρίς σύζυγο ξεπέρασαν το 51% του γυναικείου πληθυσμού, από 49% το 2000 και μόλις 35% το 1950. Ειδικά στις μεγάλες πόλεις τα ποσοστά των γυναικών χωρίς σύζυγο είναι πολύ υψηλά. Όσο για τις ανύπαντρες ή χωρισμένες μητέρες με ανήλικα παιδιά, σύμφωνα με στοιχεία του 2007 ξεπερνούν τα 13,7 εκατομμύρια!
Και τα δύο κόμματα αναγνωρίζουν ότι πρόκειται για ένα κρίσιμο μπλοκ ψηφοφόρων Σύμφωνα με τους «New York Τimes», οι ανύπαντρες γυναίκες εξακολουθούν να προτιμούν τον Ομπάμα στις δημοσκοπήσεις, αλλά όχι στον βαθμό που το έκαναν πριν 4 χρόνια. Το κακό για τους στατιστικολόγους είναι πως οι ανύπαντρες γυναίκες δεν θεωρούνται «αξιόπιστες» ψηφοφόροι, καθώς δηλώνουν σε μεγάλα ποσοστά απογοητευμένες και από τους δύο υποψηφίους, καθώς αμφότεροι δεν δείχνουν να ασχολούνται σοβαρά με κρίσιμα για αυτές ζητήματα, όπως π.χ. η άδεια μητρότητας με αποδοχές.
Οι Δημοκρατικοί προσπαθούν να κερδίσουν τις πολύτιμες ψήφους υπενθυμίζοντας ότι είναι υπέρμαχοι της ελευθερίας των αναπαραγωγικών δικαιωμάτων – και Ρεπουμπλικάνοι σαν τον Τοντ Έικιν, με τις περιβόητες δηλώσεις του περί βιασμού, το κάνουν ακόμα πιο εύκολο για αυτούς. Από την άλλη οι Ρεπουμπλικάνοι υποστηρίζουν ότι οι γυναίκες δεν ενδιαφέρονται μόνο για τα αναπαραγωγικά τους δικαιώματα και ότι θα αλλάξουν γνώμη – και παράταξη μόλις αντιληφθούν την κακή κατάσταση της οικονομίας.
Η μεγάλη αύξηση των ανύπαντρων και γενικώς γυναικών παρατηρήθηκε για πρώτη φορά στις Η.Π.Α. στις δεκαετίες του 70′ και του ’80. Ο αυξανόμενος αριθμός των διαζυγίων και η δημιουργία οικονομικών ευκαιριών για γυναίκες εκτός γάμου άλλαξαν το τοπίο με αποτέλεσμα τη δημιουργία νέων αναγκών. Μέχρι τότε οι πηγές οικονομικών αποδοχών ήταν διαμορφωμένες και περιορίζονταν στο πρότυπο της πυρηνικής οικογένειες.
Οι ανύπαντρες γυναίκες, ο αριθμός των οποίων αυξάνονταν συνεχώς. αποφάσισαν να οργανωθούν σε ομάδες για τα δικαιώματα των γυναικών ζητώντας νομικές μεταρρυθμίσεις που θα επέτρεπαν σε αυτές την πρόσβαση σε οικονομικές αποδοχές από την πίστωση μέχρι τις συντάξεις.
Η νομοθεσία περί διαζυγίων εκείνης της εποχής φαίνεται ότι θεωρούσε απίθανη την περίπτωση να βρεθεί μια γυναίκα εκτός γάμου οπότε και δεν υπήρχε ουσιαστική μέριμνα για την οικονομική της κατάσταση. Οι διαζευγμένες γυναίκες δεν μπορούσαν να αποκτήσουν πιστωτικές κάρτες ενώ αν έπαιρναν διαζύγιο πριν τα 20 χρόνια γάμου έχαναν το δικαίωμα στην κοινωνική ασφάλιση. Μια ανύπαντρη η διαζευγμένη γυναίκα πλήρωνε πολύ ακριβότερα μια ασφάλεια υγείας από ότι μια παντρεμένη.
Για όλους τους παραπάνω λόγους, οι γυναίκες οργανώθηκαν και έστηναν το ένα οδόφραγμα μετά το άλλο προσπαθώντας να διεκδικήσουν βασικά δικαιώματα. Συσπειρώθηκαν σε οργανώσεις γυναικών και δημιούργησαν νέες. Η φεμινιστική «Εθνική Οργάνωση Γυναικών» δημιούργησε για παράδειγμα επιτροπές που ασχολούνταν ξεχωριστά με τα προβλήματα που αντιμετώπιζαν, οι διαζευγμένες, οι χήρες και ανύπαντρες γυναίκες.
Οι οργανώσεις έδωσαν αγώνες για να πετύχουν πολύ συγκεκριμένα αιτήματα και κατάφεραν πολλές νίκες, όπως την ψήφιση του νόμου περί Ίσων Ευκαιριών Πίστωσης, άλλα άφησαν κάποιες εκκρεμότητες όπως τη μάχη για ποιοτικούς και προσιτούς παιδικούς σταθμούς.
Πολλοί πιστεύουν ότι τα αναπαραγωγικά δικαιώματα των γυναικών είναι άμεσα συνδεδεμένα με τα οικονομικά τους δικαιώματα και αυτό ισχύει από πολλές απόψεις. Αλλά μια πραγματική έκκληση προς τις ανύπαντρες γυναίκες ψηφοφόρους θα έπρεπε να περιλαμβάνει και άλλα πολύ συγκεκριμένα ζητήματα όπως την άδεια μητρότητας με αποδοχές. Η οργάνωση των γυναικών σε ομάδες αποτελεί και σήμερα επιτακτική ανάγκη, εφόσον όμως δεν εκφράζονται τα ουσιαστικά ζητήματα που αφορούν τις ανύπαντρες γυναίκες στο πολιτικό σκηνικό, τα κόμματα επαναπαύονται σε ένα πολύ περιορισμένο όραμα για την ικανοποίηση των αιτημάτων τους.