Μεσογειακή δίαιτα αν θέλουμε να είμαστε ζωντανοί…

Η συνταγή είναι απλή και, μάλιστα, γνωστή. Μ’ αυτήν μεγαλώσαμε –οι της πρώτης γενιάς– και αυτήν ξέραμε μέχρι που πατήσαμε το πόδι μας στη Γη της Επαγγελίας και τότε ήλθαν όλα τα πάνω κάτω.

Τα λαδερά πράσινα φασολάκια, άρχισαν να συντροφεύονται, στην ίδια κατσαρόλα, με χορταστικά κομμάτια από πρόβειο κρέας, οι μελιτζάνες γιαχνί να περιφρονούνται και τη θέση τους να παίρνουν ολόπαχα μπούτια αρνιού με μπόλικες πατάτες, στο φούρνο… Εκεί, όμως, που έγιναν επαναστατικές αλλαγές στην ελληνική κουζίνα, είναι η οικειοποίηση των αυστραλιανών μπάρμπεκιου, κάθε Σαββατοκύριακο, από πολλούς.

Εκεί, δηλαδή, που το κρέας έμπαινε στο τραπέζι, μια φορά την εβδομάδα, συνήθως Κυριακή και, μάλιστα, για μυρουδιά, στις πολυμελείς οικογένειες στην Ελλάδα, με το που πάτησαν οι Έλληνες των δεκαετιών ‘50’ και 60’ στην Αυστραλία, άλλαξαν οσονούπω συνήθειες. Το κρέας, άφθονο και φτηνό, ήταν μια πρόκληση στην οποία δεν μπορούσαν να αντισταθούν. Έναν περίπατο στο Βικτώρια Μάρκετ και με 2 λίρες αγόραζαν ολόκληρο αρνί. Αν ήταν μεγάλο, το έκοβαν στη μέση και το μοιράζονταν δύο οικογένειες. Από εκεί και πέρα η τύχη του ήταν γνωστή. Ακόμη και γιουβαρλάκια με αυγολέμονο γινόταν κάπου-κάπου η πλάτη του, αφού περνούσε από τη μηχανή του κιμά, για να μη ξεφεύγουμε εντελώς από τις συνήθειες του τόπου που αφήσαμε πίσω μας.

ΝΕΕΣ ΣΥΝΗΘΕΙΕΣ

«Αυτές, όχι χωρίς δυσάρεστες για την υγεία συνέπειες θα πει η δρ. Αντιγόνη Κουρή-Μπλάζου, η οποία έχει ασχοληθεί εκτενώς με το θέμα της παχυσαρκίας των Ελληνοαυστραλών πρώτης γενιάς και την επίδραση της μεσογειακής δίαιτας στον οργανισμό τους.
Στην έρευνα την οποία διενήργησε πριν 20 χρόνια, διαπίστωσε ότι «τα επίπεδα παχυσαρκίας και διαβήτη είναι 2–3 φορές υψηλότερα στην πρώτη γενιά Ελληνοαυστραλών, ιδιαίτερα των γυναικών. Υπάρχουν δε και άλλες μελέτες που στηρίζουν αυτή τη διαπίστωση».

Η ίδια θα πει ότι αυτός είναι και ο λόγος που αυτή τη στιγμή ηγείται μιας μελέτης που «διενεργείται στο Πανεπιστήμιο La Trobe με αντικείμενο Έλληνες ηλικίας 65 χρόνων και άνω, όσον αφορά το σωματικό τους βάρος, την υγεία τους, τις διατροφικές τους συνήθειες και στη συνέχεια, να γίνει σύγκριση με τα αντίστοιχα Ελλήνων του ελλαδικού χώρου, σε συνεργασία με το Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο Αθηνών».

Θα ακολουθήσουν αντίστοιχες έρευνες με τους Κρήτες της Αυστραλίας και εκείνους της Κρήτης, καθώς επίσης και τους Κύπριους, με το ίδιο σύστημα.
«Ο στόχος είναι να εντοπιστεί ο ρόλος που παίζει η σύγχρονη διατροφή των ομάδων αυτών στην παχυσαρκία και την υγεία των ατόμων γενικά».
Το φαινόμενο της παχυσαρκίας στην πρώτη γενιά, θα το αποδώσει στις αλλαγές που οι ίδιοι έκαναν αναφορικά με τη διατροφή τους, όταν ήλθαν στην Αυστραλία, αντικαθιστώντας την υγιεινή μεσογειακή δίαιτα με μεγάλες ποσότητες κρέατος και φαγητά πλούσια σε ζωικά λίπη.

Μετά από 20 χρόνια, όταν διαπίστωσαν ότι το είδος αυτό της διατροφής είχε επιπτώσεις στην υγεία τους και αναγκάστηκαν να κάνουν ορισμένες αναπροσαρμογές, ήταν δύσκολο να ανατρέψουν τα κακώς κείμενα.

«Ο λόγος ότι, όταν το επιπλέον βάρος εγκατασταθεί για μεγάλο διάστημα στο σώμα, δεν φεύγει εύκολα. Χρειάζονται δραστικά μέτρα, ισχυρή θέληση και αυτοπειθαρχία».
Τι σημαίνει αυτό; 800–1000 θερμίδες μόνο τη μέρα που θα πρέπει να καθορίσει ο διαιτολόγος, για ένα χρονικό διάστημα και μετά κανονική παρακολούθηση και σωστή διατροφή.

Η ίδια θα τονίσει ότι και η μεσογειακή δίαιτα χρειάζεται προσοχή ώστε να μην χρησιμοποιούνται υπερβολικές ποσότητες λαδιού, που, ναι μεν, είναι προτιμότερο από τα ζωικά λίπη, σε μεγάλη, όμως, ποσότητα δεν παύει να συντείνει στην παχυσαρκία.

ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΕΙ

Σε έρευνα η οποία γίνεται επί χρόνια τώρα στο πανεπιστήμιο La Trobe, με αντικείμενο ηλικιωμένους από όλα τα μέρη του κόσμου, έχει διαπιστωθεί, ότι στη μεσογειακή δίαιτα υπάρχουν στοιχεία «προστατευτικά».

Οι Έλληνες που επιστρέφουν στις διατροφικές συνήθειες που είχαν στην Ελλάδα, με όσπρια, λαχανικά και ελαιόλαδο να έχουν μεγάλο μερίδιο στο καθημερινό τους τραπέζι, ζουν περισσότερο, έστω και αν είναι υπέρβαροι.

«Είναι ενθαρρυντικό ότι πολλοί Έλληνες της πρώτης γενιάς επιστρέφουν στη μεσογειακή δίαιτα. Όσοι δεν μπορούν να χάσουν το επιπλέον βάρος που έχουν, ας τρώνε τουλάχιστον υγιεινά για να προστατέψουν, όσο είναι δυνατόν, την υγεία τους».

Επίσης, ο τρόπος που μαγειρεύουν συνήθως οι Έλληνες, σιγοβράζοντας το φαγητό, είναι πολύ πιο υγιεινός, πληροφορούμαστε από την ίδια.
«Το βάρος του σώματος» τονίζει η δρ. Κουρή-Μπλάζου, «είναι κάτι το οποίο οφείλουμε να ελέγχουμε συχνά. Να ζυγιζόμαστε, να προσέχουμε τι τρώμε, πόσο τρώμε και ποια ώρα επιλέγουμε για το βραδινό φαγητό. Καλό είναι να μην τρώμε μεγάλα γεύματα μετά τις 8 το βράδυ».
«Είσαι αυτό που μαγειρεύεις» (You are what you cook), είναι ο τίτλος ενός από τα βιβλία που έχει γράψει και εκδώσει η ίδια φέτος. Περιέχει 80 συνταγές ελληνικής–μεσογειακής δίαιτας και, σίγουρα, ανοίγει το δρόμο έμπρακτα, όχι μόνο για καλύτερη υγεία, αλλά και γευστικότερη καθημερινή εμπειρία.
Θεωρεί ότι οι χορτοφαγία, όταν συνδυάζεται με όσπρια και ξηρούς καρπούς είναι η υγιεινότερη διατροφή. Τα μπαχαρικά δε, κυρίως το κάρι, θα πει ότι έχουν ιδιότητες αντιοξειδωτικές.

ΤΟ «ΜΑΓΙΚΟ» ΜΠΙΣΚΟΤΟ

Εδώ είμαστε. Πρωινός καφές με ένα μπισκότο που θυμίζει περισσότερο κουλουράκι, είναι η χειροπιαστή απόδειξη που μας έδωσε η δρ. Αντιγόνη Κουρή-Μπλάζου, ότι μας νοιάζεται. Ότι πάνω από τη θεωρία υπάρχει και η πράξη. Έφτιαξε, μετά από χρονοβόρες και επίπονες προσπάθειες, ένα μπισκότο–λιχουδιά, που είναι εύγεστο και ωφέλιμο. Λέγεται skinnybik, και ας ακούσουμε τι έχει να πει η ίδια γι’ αυτό: «Παιδεύτηκα δύο χρόνια για να καταφέρω να φτιάξω το μπισκότο αυτό, που είναι, όχι μόνο νόστιμο, αλλά και κατάλληλο για όσους κάνουν δίαιτα και όσους προσέχουν το ζάχαρο στο αίμα τους και δεν πρέπει να τρώνε γλυκά και μπισκότα με το τσάι τους ή τον καφέ τους, που, συνήθως, έχουν πολλές θερμίδες, πολλή ζάχαρη, άμυλο και λίπος. Τα skinnybik, σε σύγκριση με τα απλά συνηθισμένα μπισκότα του εμπορίου, περιέχουν τη μισή ποσότητα ζάχαρης και άμυλου, τριπλάσια ποσότητα από ίνες, λιγότερες θερμίδες, λίπος και αλάτι. Επιπλέον, είναι εμπλουτισμένα με βιταμίνες Ε και μαγνήσιο, ενώ ταυτόχρονα, έχω καταφέρει να διατηρήσουν την ωραία γεύση τους».

Η ίδια, θα καταλήξει στο ότι «θα ήταν καλό να έβλεπε κανείς περισσότερους διατροφολόγους να βάζουν σε εφαρμογή τις γνώσεις τους, χωρίς να επηρεάζονται από εμπορικά κίνητρα μεγάλων εταιριών και να παράγουν ωφέλιμα, ποιοτικά προϊόντα».

Επιστρέφοντας στο δικό της δημιούργημα και εξωτερικεύοντας μια ενδόμυχη σκέψη της, θα πει: «Απαιτεί τρομερή προσπάθεια να πληροί κανείς τις απαραίτητες προϋποθέσεις για ένα τέτοιο προϊόν και να προσφέρει ωραία γεύση. Τώρα καταλαβαίνω γιατί δεν υπάρχουν άλλα παρόμοια στην αγορά. Το να χρησιμοποιείς ποιοτικά προϊόντα που συνοδεύονται από προσιτές τιμές σίγουρα είναι μια μεγάλη πρόκληση».

Μια πρόκληση την οποία η ίδια σίγουρα δε δείλιασε να αντιμετωπίσει, προς ικανοποίηση όλων εκείνων που απολαμβάνουν τον πρωινό τους καφέ χωρίς τύψεις.