Δεν γνώρισα ποτέ τον ίδιο. Αργότερα, μεγαλώνοντας, έμαθα για την Μάντρα του Αττίκ, αγάπησα τα τραγούδια του, τα τραγούδησα στα νιάτα μου και χόρεψα στους ήχους της μουσικής τους. Πολλά από αυτά έμειναν αθάνατα, τραγουδιούνται ακόμη. Κάπου-κάπου, στις επισκέψεις της μελαγχολίας και της νοσταλγίας, βάζω τους παλιούς δίσκους στο γραμμόφωνο και σιγοντάρω νοσταλγία και μελαγχολία με της ηλικίας την κουρασμένη φωνή.
Τα καταφέρνουμε οι τρεις μας.
Για να σας βάλω στο θέμα Ο Σύλλογος «Φίλοι του Ελαφρού Τραγουδιού», τα τελευταία χρόνια, εκδίδει το ημερολόγιο της Χρονιάς και, συνήθως, το αφιερώνει σε καλλιτέχνες, μουσικούς, μουσουργούς και, γενικά, άτομα που συνδέθηκαν ή και συνδέονται με το ελαφρό τραγούδι.
Αυτή τη χρονιά το ημερολόγιο και οι 12 μήνες του, είναι αφιερωμένοι στον Αττίκ.
Λίγα χρόνια πριν, μερικά από τα αθάνατα τραγούδια του ανεπανάληπτου, Κλέωνα Τριανταφύλλου-Αττίκ, έτυχε να τα σιγοτραγουδήσω με τον μαέστρο, Δαυίδ Δαυιδόπουλο, και τον αλησμόνητο Κώστα Τσικαδέρη.
Αφήστε με να σας θυμίσω τους στίχους μερικών και ν’ αναφέρω ότι τα περισσότερα από τα τραγούδια του ήταν, εξολοκλήρου δικά του αφού έγραφε τους στίχους και τα μελοποιούσε: «Ζητάτε να σας πω / τον πρώτο μου σκοπό / τα περασμένα μου γινάτια / Ζητάτε είδα μάτια…..»
«Μαραμένα τα γιούλια κι οι βιόλες / μαραμένα και τα γιασεμιά / μαραμένες κι οι ελπίδες μου όλες / στης καρδιάς μου την μαύρη ερημιά…»
Μερικά από τα μεγάλα ονόματα του τραγουδιού της εποχής εκείνης, η Δανάη, η Κάκια Μέντρη, δίπλα στο μεγάλο συνθέτη και, αργότερα, συνέχισαν, στα ίδια αχνάρια, η Νινή Ζαχά, η Έλσα Λάμπο και, από το 1965, μια άλλη μεγάλη φωνή, μια φωνή, που συνεχίζει να τραγουδά μέχρι σήμερα ποιοτικό τραγούδι, φωνή αναλλοίωτη, αυτή της Ελίζα Μαρέλλι, η οποία και… εξομολογείται.
«…. Μολονότι είχαν περάσει αρκετά χρόνια από την απώλεια του Αττίκ, οι επιρροές του στο μουσικό χώρο ήταν εμφανείς. Ενέπνευσε τους δημιουργούς και είχε σημαντική «παρουσία» στο ρεπερτόριο των ερμηνευτών. Αλλά και το κοινό ήταν καλλιεργημένο και διέκρινε τις καλές ερμηνείες. Εκείνο που θέλω ταπεινά να εκφράσω, είναι ότι τα μεγάλα τραγούδια, ζουν στα χείλη των πολλών και απλών ανθρώπων, και μοιάζουν με εκείνα τα αγριολούλουδα, που παρά τη θέλησή μας, φυτρώνουν στις πλέον ξεχασμένες γωνιές της γης».
Εξάλλου, ο κ. Παύλος Ναθαναήλ, από τον Σύλλογο «Φίλοι του Ελαφρού Τραγουδιού», γράφει, μεταξύ άλλων, τα εξής παρήγορα στο ημερολόγιο «12 μήνες με τον Αττίκ»: «Με υπερηφάνεια σας παρουσιάζουμε το ημερολόγιο του 2012 αφιερωμένο στον Κλέωνα Τριανταφύλλλου-Αττίκ, ο οποίος αποτελεί -ως ένα βαθμό- το αντίβαρο στην ανατολική μουσική ή τον αμανέ. Υιοθετεί ρεύματα που διαδόθηκαν στη Δυτική Ευρώπη και την Αμερική πριν φτάσουν στην Ελλάδα. Η αξία του βρίσκεται στο ότι, ενώ μελέτησε καλά όλες τις μορφές ελαφρού τραγουδιού που γνώρισε στο Παρίσι, δημιούργησε μια καθαρά ελληνική μορφή ελαφρού τραγουδιού. Το ελαφρό τραγούδι και ο πολιτισμός μας του οφείλουν πολλά.
Σήμερα που το ελαφρό τραγούδι παρουσιάζει σημάδια ανανέωσης και αναγέννησης, η αξία του Αττίκ παίρνει διαστάσεις. Εμπνέει νέους συνθέτες και τους βοηθάει να καλλιεργούν σε βάθος το είδος. Όσοι νομίζουν ότι το ελαφρό τραγούδι ανήκει στο παρελθόν, αλλάζουν γνώμη όταν γνωρίζουν τον Αττίκ, γιατί διαπιστώνουν ότι τα τραγούδια του περιέχουν το σπόρο που επιτρέπει στο ελαφρό τραγούδι να επιζεί και να κερδίζει οπαδούς κυρίως στη νεολαία».
Δεν είναι σίγουρο αν ο Αττίκ γεννήθηκε στο Ζαγαζίκ της Αιγύπτου το 1882 ή στην Αθήνα το 1885.
Γιος μια πλούσιας οικογένειας, αφοσιωμένης στην διανοουμενίστικη Αλεξανδρινή τάξη εκείνης της εποχής, έζησε τα παιδικά και εφηβικά του χρόνια στην Αίγυπτο με τους γονείς του, τον αδελφό του και τις δύο αδελφές. Η μητέρα του Αττίκ, Εριθέλγη Τριανταφύλλου, μετά τη χηρεία της, το 1902, αποφασίζει να εγκατασταθεί μόνιμα στην Αθήνα. Η καλλιέργεια της μητέρας του και η αγάπη της για τα γράμματα και τις τέχνες καθώς και η μεγάλη της περιουσία, έδωσε στα παιδιά τη δυνατότητα να εφοδιαστούν τόσο με πανεπιστημιακή μόρφωση όσο και με μουσικές σπουδές. Ήταν τόση η προσήλωση της μητέρας του στη μουσική, ώστε, όταν πήγαιναν στο Παρίσι για την καλλιτεχνική ενημέρωση, νοίκιαζε ολόκληρο σιδηροδρομικό συρμό, από την Αθήνα, για εκείνους και το υπηρετικό προσωπικό.
Λάτρευε την Αθήνα, αλλά τον μάγεψε το Παρίσι. Εν τω μεταξύ, είχε μεσολαβήσει η οικονομική καταστροφή της οικογένειας. Ο Παρσιφάλ, ένας κριτικός της εφημερίδας «Ακρόπολις» γράφει:
«Προ ολίγων ετών ο Τριανταφύλλου ήτο γνωστός εις τας Αθήνας δια τα εκατομμύριά του. Σήμερον είναι γνωστός εις το Παρίσι για τα τραγούδια του. Ευλογημένη λοιπόν η στιγμή που έχασε τα εκατομμύριά του.
Απώλεσε την ευμάρειαν αλλ’ εγνώρισε την δόξαν».
Το Παρίσι, λοιπόν, είναι η τεράστια στιγμή της καλλιτεχνικής του ζωής.
Μεγάλες επιτυχίες, 300 συνθέσεις από το 1907 μέχρι το 1913.
Το έργο του έγινε απόλαυση της καρδιάς και του νου στο Παρίσι, στην Ελλάδα, στη Βράιλα, στο Ροστόβ της Ρωσίας, στο Νοβοροσίσκ, στο Κισλοβότσιν, στην Κωνσταντινούπολη, στην Αμερική στην Ιαπωνία και την Αυστραλία .
Το 1930 ο Αττίκ, γυρίζει στην Αθήνα. Έστησε το μουσικοφιλολογικό του Καμπαρέ, στην καρδιά της Αθήνας, την περίφημη «Μάντρα του Αττίκ».
Η μεγάλη καλλιτέχνης του τραγουδιού, Δανάη, περιγράφει θαυμάσια την Μάντρα: «Η Μάντρα αυτή, θα συγκεντρώσει τους πιστούς της καλής μουσικής. Ήταν η αποθέωση των ωραίων τραγουδιών. Μια καθημερινή βραδινή μυσταγωγία. Παπαρούνες, Οργανάκια, Ρωμιές και Κέρκυρες και Φαληράκια. Τι Έλληνας αυτός ο παριζιάνος Αττίκ! Τα σκηνικά και οι σκηνογραφίες ήταν υποτυπώδη ή ανύπαρκτα, μόνο τα δρώμενα είχαν αξία. Εκείνος της έδωσε υπόσταση, ψυχή μορφή. Λίγη παριζιάνικη μπουάτ, λίγη αθηναϊκή επιθεώρηση, ύφος βαριετέ ή ταβέρνας, ένα είδος μουσικοφιλολογικής στοάς όπου σαφής διαχωριστική γραμμή μεταξύ πλατείας και σκηνής δεν υπήρχε».
Τι να πρωτοθυμηθείς, τι να πρωτοαναφέρεις και ποιο από τα τραγούδια του να σιγοτραγουδήσεις; Τι να πρωτοχωρέσει σε τούτο το κομμάτι της εφημερίδας;
Ο θάνατος της μητέρας του, το άσβηστο μίσος για τους Γερμανούς κατακτητές, το γεγονός ότι δεν προλαβαίνει έγκαιρα να μεσολαβήσει για να σωθούν τα δύο παιδιά συνεργάτη του από τη Μάντρα, οι συνεχείς αιμοδοσίες που κλονίζουν τον εύθραυστο Αττίκ. Το βράδυ της 28ης Αυγούστου 1944, γυρνώντας στο σπίτι του με το ποδήλατο, κατά λάθος σκουντάει ένα Γερμανό στρατιώτη. Ο Γερμανός τον κτυπά αλύπητα. «Αιμόφυρτος φτάνει σπίτι, μπαίνει στο δωμάτιο και ζητά ένα χαμομήλι. Το ποτήρι της ευαισθησίας και της υπερηφάνειάς του ξεχειλίζει. Στα κατάλοιπα του χαμομηλιού αυτού εντοπίζεται η υπερβολική δόση από το υπνωτικό βερονάλ.
Υ.Γ.: Το θαυμάσιο ημερολόγιο, με πολλές λεπτομέρειες και φωτογραφίες από τη ζωή του μεγάλου Αττίκ μου το έφερε η κ. Κούλα Τέο, δώρο της κ. Ελίζας Μαρέλλι προς εκείνη και εμένα, εγνωσμένων φίλων του Συλλόγου «Φίλοι του Ελαφρού Τραγουδιού».