Την περασμένη εβδομάδα είδαμε πως ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος, ο οποίος τον Αύγουστο του 1909 είχε οργανώσει το Κίνημα στο Γουδί, δέχθηκε τις εισηγήσεις του Ελευθέριου Βενιζέλου για εκλογές προς ανάδειξη Αναθεωρητικής Βουλής, για την αναθεώρηση του Συντάγματος του 1864. Η συμφωνία ήταν πως ύστερα από τις εκλογές ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος θα διαλυόταν, όπως και τελικά έγινε.

Ο Βενιζέλος, κρίνοντας πως είχε εκπληρώσει την αποστολή του, επέστρεψε στην Κρήτη στις αρχές του 1910, και τον Μάιο εξελέγη Πρωθυπουργός της Αυτόνομης Κρητικής Πολιτείας.

Λίγους μήνες μετά, πίσω στην Ελλάδα, στις εκλογές του Αυγούστου 1910 για Αναθεωρητική Βουλή, φίλοι του Βενιζέλου έθεσαν υποψηφιότητά του, και παρόλο που ο ίδιος δεν είχε πάρει μέρος στον προεκλογικό αγώνα, εξελέγη βουλευτής Αττικοβοιωτίας. Λίγο μετά τις εκλογές ο Βενιζέλος αφίχθηκε στην Αθήνα, ως μέλος πλέον του Ελληνικού Κοινοβουλίου.

Η κυβέρνηση που προέκυψε από τις εκλογές δεν μπόρεσε να ανταποκριθεί στην αποστολή της, και τον Σεπτέμβριο παραιτήθηκε, για να σχηματισθεί νέα κυβέρνηση.
Ο βασιλιάς Γεώργιος, που είχε πεισθεί για τη μετριοπαθή στάση του Βενιζέλου του ανέθεσε την πρωθυπουργία, με εντολή να σχηματίσει κυβέρνηση, η οποία ορκίσθηκε στις αρχές του Οκτωβρίου 1910.

Η επιλογή του Ελευθέριου Βενιζέλου για τη θέση του Πρωθυπουργού της Ελλάδας αποσόβησε τον κίνδυνο εκτροπής της πολιτικής κατάστασης, καθότι στο πρόσωπό του επιτεύχθηκε η συναίνεση ετερογενών δυνάμεων της ελληνικής κοινωνίας.

Όμως τα συντηρητικά κόμματα, τα οποία είχαν την πλειοψηφία στη Βουλή, αντιδρούσαν στα μέτρα του Βενιζέλου, κατάσταση που τον ανάγκασε να εισηγηθεί στον βασιλιά τη διάλυση της Αναθεωρητικής Βουλής, και την προκήρυξη νέων εκλογών. Στις εκλογές που διεξάχθηκαν στα τέλη του Νοεμβρίου 1910, τα συντηρητικά κόμματα απείχαν, εις ένδειξη διαμαρτυρίας, ενώ το κόμμα των Φιλελευθέρων, που ίδρυσε ο Βενιζέλος, πήρε 307 από τις 362 έδρες.

Με την αναθεώρηση του Συντάγματος το 1911 κύριος στόχος της νέας Κυβέρνησης του Βενιζέλου ήταν η δημιουργία «κράτους δικαίου», με την έννοια ότι στο πλαίσιο ενός φιλελεύθερου πολιτεύματος, οι φορείς και τα όργανα της κρατικής εξουσίας όφειλαν να ενεργούν πάντοτε σύμφωνα με τους νόμους και με το Σύνταγμα.

Όταν ο Βενιζέλος ανέλαβε την πρωθυπουργία, η Ελλάδα ήταν ένα αδύναμο κράτος, που δεν μπορούσε να ξεπεράσει την ντροπή από την ήττα στον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897. Και όμως, μέσα σε δύο χρόνια, η ίδια χώρα είχε ανασυγκροτηθεί σε τέτοιο βαθμό, ώστε να εξέλθει νικήτρια από τους Βαλκανικούς Πολέμους του 1912-1913, όπως θα δούμε στη συνέχεια αυτής της σειράς.

ΗΓΕΤΗΣ ΜΕ ΣΠΑΝΙΑ ΧΑΡΙΣΜΑΤΑ Ο ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ…

Στην ανασυγκρότηση του ελληνικού κράτους ο Βενιζέλος έστρεψε την προσοχή του σε όλους τους τομείς: τη δημόσια διοίκηση, την κοινωνική δικαιοσύνη, την Παιδεία, την οικονομία, τις ένοπλες δυνάμεις, την εξωτερική πολιτική. Το έργο που είχε αναλάβει, και που έφερε εις πέρας, ήταν τιτάνιο, και ως εκ τούτου απαιτούσε χαρίσματα που δύσκολα συνδυάζονται σε ένα άτομο: πνευματικά, ηθικά, ψυχικά, σωματικά.

Αποτέλεσμα αυτών των χαρισμάτων ήταν ο εκσυγχρονισμός του ελληνικού κράτους, η εγκαθίδρυση σύγχρονου εκπαιδευτικού συστήματος, η θεμελίωση της οικονομικής ανάπτυξης, και η ανάκτηση της εθνικής αυτοπεποίθησης και αξιοπρέπειας,

Με το λαό ήταν απόλυτα ειλικρινής ο Βενιζέλος. Ο λαϊκισμός, με άλλα λόγια να υπόσχεται πράγματα που πίστευε πως δεν μπορούσε να πραγματοποιήσει, ήταν ξένος στον χαρακτήρα του. Τον λαό ήθελε να τον παιδαγωγήσει, όχι να τον χειραγωγήσει.

Έχοντας απόλυτη συναίσθηση των δυνατοτήτων του, ο Βενιζέλος πάντοτε επέλεγε τους πιο ικανούς συνεργάτες. Σε αυτήν του την απαρέγκλιτη πρακτική οφείλεται το τεράστιο έργο που επιτέλεσε κατά τη διάρκεια της εκάστοτε πρωθυπουργίας του. Όταν οι περιστάσεις το απαιτούσαν να βρίσκεται στο εξωτερικό κατά μεγάλα διαστήματα, δίνοντας τις πολύπλοκες διπλωματικές μάχες για το συμφέρον της χώρας, οι συνεργάτες του στην Αθήνα συνέχιζαν με επιτυχία τα έργα που ο ίδιος είχε δρομολογήσει.
Προικισμένος με εξαιρετική ευφυΐα, ο Ελευθέριος Βενιζέλος είχε δείξει το αγωνιστικό του πνεύμα, τα πατριωτικά του συναισθήματα, και τις ηγετικές και διπλωματικές του ικανότητες, στις διάφορες φάσεις των αγώνων των Ελλήνων της Κρήτης για την ένωσή τους με την Ελλάδα. Οι Συνταγματάρχες του Στρατιωτικού Συνδέσμου, που τον κάλεσαν στην Ελλάδα ως σύμβουλο μετά το Κίνημα στο Γουδί το 1909, αποδείχθηκε ότι είχαν μεγάλη διορατικότητα.

Χωρίς τον Βενιζέλο είναι αμφίβολο αν θα μπορούσε να σχηματισθεί η Βαλκανική Συμμαχία, η οποία έφερε εις πέρας τους Βαλκανικούς Πολέμους, με αποτέλεσμα τα όνειρα δεκαετιών για απελευθέρωση των βόρειων περιφερειών της Ελλάδας να πραγματοποιηθούν σε διάστημα μικρότερο του ενός έτους (Οκτώβριος 1912 – Ιούνιος 1913). Και αυτό μόνο δύο χρόνια μετά την ανάληψη της πρωθυπουργίας της Ελλάδας τον Οκτώβριο του 1910.

Εν όψει αυτών των επιτευγμάτων, δεν αποτελεί υπερβολή η εκτίμηση πως στην ιστορία του σύγχρονου ελληνικού κράτους, η κυρίαρχη παρουσία του Ελευθερίου Βενιζέλου αποτελεί σταθμό που δεν έχει όμοιό του. Σε μεγαλύτερο βαθμό από κάθε άλλο πολιτικό ηγέτη, ο Βενιζέλος εξέφρασε τους βαθύτερους πόθους του Ελληνισμού, και με εκπληκτική δημιουργικότητα και ταχύτητα πραγματοποίησε τα οράματα δεκαετιών.
Ο Βενιζέλος ήταν οραματιστής, αλλά και ρεαλιστής συνάμα. Τον χαρακτήριζε η ταχύτητα στη λήψη και στην εκτέλεση των αποφάσεών του, αλλά όταν οι περιστάσεις το απαιτούσαν ήταν εξίσου γρήγορος στην αναπροσαρμογή τους.
Πρωταρχικής σημασίας για τον Βενιζέλο ήταν η καθιέρωση του προσωπικού του κύρους, για να εδραιωθεί η αξιοπιστία του στις σχέσεις του με τους Ευρωπαίους ομόλογούς του, αρχή που σύντομα τον καθιέρωσε ως μια από τις εξέχουσες πολιτικές φυσιογνωμίες της εποχής του στην Ευρώπη.

…ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΕΝΑ ΣΟΒΑΡΟ ΟΛΙΣΘΗΜΑ

Πρώτο μέλημα του Βενιζέλου μόλις ανέλαβε την πρωθυπουργία ήταν να καθησυχάσει τον βασιλιά Γεώργιο, και τους ηγέτες των πολιτικών κομμάτων, ότι δεν θα προχωρούσε στην αλλαγή του ισχύοντος πολιτεύματος. Με άλλα λόγια δεν θα ανακινούσε ζήτημα για το μέλλον του θεσμού της βασιλείας στην Ελλάδα.
Για το λόγο αυτό δεν ενέδωσε στις λαϊκές πιέσεις για Συνταγματική Συνέλευση, με άλλα λόγια για την εκ βάθρων αλλαγή του ισχύοντος Συντάγματος από τη νέα Βουλή, πράγμα που θα σήμαινε την επανεξέταση του θεσμού της βασιλευόμενης δημοκρατίας.

Ο Βενιζέλος παρέμεινε σταθερός στην εισήγηση που είχε κάνει στον Στρατιωτικό Σύνδεσμο, μετά από το Κίνημα στο Γουδί το 1909, για Αναθεωρητική Συνέλευση, δηλαδή για αναπροσαρμογή κάποιων άρθρων του Συντάγματος στις επικρατούσες κοινωνικές, οικονομικές και στρατιωτικές συγκυρίες.
Σημειώνω εδώ πως από το 1875, όταν Πρωθυπουργός ήταν ο Χαρίλαος Τρικούπης, για το σχηματισμό κυβέρνησης ίσχυε η «αρχή της δεδηλωμένης». Η φράση «αρχή της δεδηλωμένης» στο Συνταγματικό Δίκαιο σημαίνει ότι η κυβέρνηση οφείλει να έχει τη «δηλωμένη», με άλλα λόγια εκφρασμένη, πλειοψηφία των βουλευτών. Αυτό σήμαινε πως ο βασιλιάς δεν μπορούσε να ορίζει ο ίδιος τον Πρωθυπουργό, που το Σύνταγμα του 1864 του έδινε το δικαίωμα, ούτε και να τον αντικαθιστά κατά βούληση.
Η αρχή της δεδηλωμένης έδινε συνταγματική ισχύ στο δικαίωμα οι αντιπρόσωποι του ελληνικού λαού, δηλαδή οι βουλευτές, να αποφασίζουν τη σύσταση της Κυβέρνησης, και την ανάδειξη του Πρωθυπουργού, και όχι ο εκάστοτε μονάρχης.

Με άλλα λόγια, η αρχή της δεδηλωμένης υποχρέωνε το βασιλιά να διορίζει (όχι να ορίζει) τις κυβερνήσεις που έπρεπε να έχουν, ως απαραίτητη προϋπόθεση, δεδηλωμένη, δηλαδή εκφρασμένη, την εμπιστοσύνη της πλειοψηφίας των αντιπροσώπων του Έθνους.
Αυτόν το θεσμό τον άλλαξε ο Βενιζέλος το 1910, για να αποκαταστήσει το πληγωμένο γόητρο του βασιλικού θεσμού, επαναφέροντας έτσι την ισχύ του βασιλιά να ορίζει τις κυβερνήσεις, και με τον τρόπο αυτό ουσιαστικά να επηρεάζει την πολιτική που θα ακολουθούσαν.
Κάποιοι πολιτικοί δικαιολόγησαν αυτές τις συνταγματικές αλλαγές του Βενιζέλου, με το σκεπτικό ότι προέβη σε αυτήν την αλλαγή γιατί είχε απόλυτη εμπιστοσύνη στην κρίση και στην σύνεση του βασιλιά Γεωργίου Α΄.

Αυτό όμως ήταν ένα σοβαρό ολίσθημα του Βενιζέλου, το οποίο είχε μεγάλο πολιτικό κόστος για τον ίδιο, και για τη χώρα, όταν το 1915 ο βασιλιάς Κωνσταντίνος, που δεν είχε την κρίση του πατέρα του, υποχρέωσε τον Βενιζέλο να παραιτηθεί από τη θέση του Πρωθυπουργού, επειδή οι απόψεις του δεν συμφωνούσαν με τις απόψεις των Ανακτόρων για τη στάση που θα κρατούσε η Ελλάδα κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου.