Μια από τις πολυάριθμες πτυχές του Κυπριακού ζητήματος, είναι η σχέση της χούντας των Συνταγματαρχών με την τροπή που πήρε το κυπριακό και την τουρκική εισβολή του 1974. Οι απόψεις που έχουν διατυπωθεί επί του θέματος είναι πολλές και διάφορες. Κατά μια άποψη, η επιβολή της δικτατορίας είχε ως έναν από τους στόχους της, ιδιαίτερα μετά την αντικατάσταση του Γ. Παπαδόπουλου από τον Δ. Ιωαννίδη, την διευθέτηση του κυπριακού με ένα τρόπο που θα τους βόλευε όλους σχεδόν. Λέμε σχεδόν, διότι ο άμεσα ενδιαφερόμενος δηλαδή ο ελληνισμός υπέστη τα μεγαλύτερα πλήγματα αφού “δεν υπήρχε η πολυτέλεια σκέψης των ιστορικών δικαίων”.

Τίθεται έτσι το εξής ερώτημα: ήταν η χούντα ετεροκίνητη ή όχι; Αν λάβουμε υπόψη το ιστορικό πλαίσιο των γεγονότων βλέπουμε ότι υπήρχαν συμφέροντα όχι μόνο από την Τουρκία αλλά και από την Αμερική. Η Ελλάδα όπως και η Τουρκία ήταν μέλη του ΝΑΤΟ, ενώ η Κύπρος όχι. Ταυτόχρονα όμως η Κύπρος “διεκδεικείτο” εκατέρωθεν. Μια ελληνοτουρκική σύρραξη όμως, με αφορμή τη μεγαλόνησο πιθανότατα να είχε επιπτώσεις στο τρίπτυχο Ελλάδα-Τουρκία-ΝΑΤΟ. Αυτό ήταν κάτι που όπως ήταν φυσικό, ανησυχούσε την Αμερική η οποία σαφώς και θα προτιμούσε μια ομαλότερη σχέση ανάμεσα στα μέλη του ΝΑΤΟ, ώστε αυτά να εξακολουθούν να είναι μέλη του ΝΑΤΟ.
Μια καλή και βολική, για τις ΗΠΑ, λύση θα ήταν η “ουδετεροποίηση” της Κύπρου ή μια “δίκαιη” μοιρασιά της μεταξύ των δύο χωρών (ιδέα που είχε εισαχθεί με το Σχέδιο Άτσεσον – τη διπλή ένωση). Έτσι θα εξασφαλιζόταν όχι μόνο η ηρεμία στην νοτιοανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ, όπως έχει χαρακτηριστεί από πολλούς η περιοχή, αλλά θα δημιουργείτο ίσως και η κατάλληλη ευκαιρία για την παρέμβαση της Αμερικής στα εσωτερικά ζητήματα της Κύπρου και σε μετέπειτα στάδιο να κατευθύνει ακόμη και την “ΝΑΤΟ-ποίησή” της.

Εύλογα λοιπόν γεννάται η απορία, γιατί μια υπερδύναμη της κλάσης της Αμερικής να ασχοληθεί σε τόσο βάθος και με τόση ένταση με ένα νησί της Μεσογείου. Την απάντηση μας δίνει ο Χ. Κίσσινγκερ με την παρομοίωση της Κύπρου ως “ένα τεράστιο αεροπλανοφόρο”. Η θέση της Κύπρου έχει μεγάλα γεωστρατηγικά πλεονεκτήματα. Κατ’ αρχάς το γεγονός ότι η Κύπρος είναι νησί λειτουργεί υπέρ, αφού περιβάλλεται από θάλασσα η οποία παίζει τον ρόλο της “υγρής τάφρου”. Ακόμη, βρίσκεται μεταξύ τριών ηπείρων και μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως ορμητήριο και ως βάση ανεφοδιασμού σε περίπτωση πολέμου στις γύρω περιοχές.

Τα πράγματα ωστόσο, στη μεγαλόνησο δεν ευνοούσαν την εκπλήρωση των αμερικανικών σκέψεων. Συγκεκριμένα, ο αρχιεπίσκοπος Μακάριος φαίνεται πως ήταν ένα σημαντικό εμπόδιο για τα συμφέροντα των Η.Π.Α . Αυτό συνέβαινε λόγω της ουδετερόφιλης πολιτικής που εφάρμοζε ο Μακάριος. Είχε άλλωστε χαρακτηριστεί και ως ο “Κάστρο της Μεσογείου”. Επιπρόσθετα σ’ αυτό, δεν λάμβανε μέτρα κατά των εν Κύπρο κομμουνιστών κάτι που προκαλούσε εκνευρισμό και δυσφορία στις Η.Π.Α δεδομένου του ότι δεν θα ήθελαν με κανένα τρόπο να βρεθεί η Κύπρος υπό την επιρροή και τον έλεγχο της Σοβιετικής Ένωσης.

Άρα, αντιλαμβανόμαστε ότι εφόσον δεν υπήρχαν οι κατάλληλες συνθήκες διασφάλισης των αμερικανικών συμφερόντων, θα έπρεπε να δημιουργηθούν. Έτσι από το 1962 ακόμη, η CIA αναλαμβάνει την οργάνωση των δολοφονικών σχεδίων κατά του Μακαρίου. Δεν διστάζει μάλιστα να εξοπλίσει τους εκτελεστές των σχεδίων της με τα απαραίτητα σύνεργα. Την εμπλοκή της CIA περιγράφουν αρκετά κατατοπιστικά οι μαρτυρίες ενός πρώην σταθμάρχη της CIA.

Βάση των μαρτυριών αυτών, μια διαφωνία στα υψηλά κλιμάκια της CIA ήταν η αιτία να εγκαταλειφθεί η προσπάθεια δολοφονίας του Μακαρίου και να γίνει η προσπάθεια εξεύρεσης άλλων τρόπων απομάκρυνσης του από τον θώκο της εξουσίας. Σ’ αυτό το σημείο πρέπει να αναφερθεί ότι ο Μακάριος δεν ήταν ιδιαίτερα αγαπητός ούτε και στη χούντα, όχι μόνο λόγω της ανοχής του προς τους κομμουνιστές αλλά και λόγω της μη συμμόρφωσης του με τις εντολές της χούντας.

Το σημείο αυτό έγινε αντιληπτό από τις Η.Π.Α που στη συνέχεια το χρησιμοποίησαν στο έπακρο. Δηλαδή, εφόσον ο Μακάριος αποτελούσε εμπόδιο τόσο για τις Η.Π.Α, όσο και για τη χούντα, δεν έμενε παρά να χρησιμοποιηθεί η χούντα από τις Η.Π.Α, με στόχο την απομάκρυνση του Μακαρίου. Αν αυτά όντως ισχύουν, σημαίνει ότι η χούντα έπαιξε τον ρόλο του “χρήσιμου ηλίθιου”. Με τη CIA να βρίσκεται υπό τον μανδύα της χούντας, φτάσαμε στο πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου 1974. Η πραξικοπηματική ενέργεια φαίνεται πως είχε δύο στόχους.

Σε πρώτη φάση την απομάκρυνση του Μακαρίου από την εξουσία και σε δεύτερη φάση το άνοιγμα της “Κερκόπορτας” για τους Τούρκους. Συγκεκριμένα, η παραβίαση του Συντάγματος με το πραξικόπημα και η περιβόητη ομιλία του Μακαρίου στο Συμβούλιο Ασφαλείας, δημιούργησαν την αφορμή ώστε να εισβάλει η Τουρκία και να δημιουργήσει τις “νέες πραγματικότητες” για τις οποίες έχουμε γράψει πρωτύτερα.

Ας μην θεωρηθεί ότι το πραξικόπημα προκάλεσε την εισβολή των Τούρκων. Έδωσε την ευκαιρία, δεν το προκάλεσε. Διότι ας μην ξεχνάμε ότι από το 1969 ήδη, η Τουρκία είχε επαρκή αποβατικά μέσα. Η επίθεση στην Κύπρο δεν αποφασίστηκε τον Ιούλιο του 1974. Σίγουρα η σκέψη προϋπήρχε και απλά εκδηλώθηκε όταν το έδαφος ήταν πρόσφορο. Εντύπωση προκαλεί και η επιμονή του Χ. Κίσσινγκερ να επιδοθούν στον Δ. Ιωαννίδη, μέσω του Τάσκα, τηλεγραφήματα με τα οποία απέτρεπε την όποια εγκληματική ενέργεια κατά του Μακαρίου.

Αυτό από πολλούς έχει εκληφθεί ως μια ύστατη προσπάθεια των Η.Π.Α για την δημιουργία ενός αντεπιχειρήματος σε όσους θα επέρριπταν αργότερα ευθύνες στις Η.Π.Α. Επίσης, δεν μπορούμε να μη αναφέρουμε το πασίγνωστο “μας εξαπατήσατε” του Δ. Ιωαννίδη προς τον Τ. Σίσκο. Πρόκειται για ένα απλό και άνευ σημασίας ξέσπασμα θυμού ή για απόδειξη της ενοχής των Η.Π.Α;

Τέλος ας θυμηθούμε και την στάση του 6ου Αμερικανικού Στόλου κατά την τουρκική εισβολή. Αδιαμφισβήτητα θα μπορούσε να δράσει υπέρ των εισβολέων ή υπέρ των υπό εισβολή. Ωστόσο η απουσία περαιτέρω κινήσεων εκ μέρους του, έχει ως αποτέλεσμα να μην μπορούμε να πούμε πολλά για τις πλήρεις προθέσεις του. Παρ’ όλα αυτά δεν θα ήταν υπερβολή να υποστηρίξουμε ότι η ουδέτερη στάση που τήρησε επέδρασε υπέρ των εισβολέων, τη στιγμή μάλιστα που υπήρχε ηθικό χρέος να παρέμβει αφού η τουρκική εισβολή παραβίασε νόμους του Διεθνούς Δικαίου. Μετά από τη μελέτη αυτών των στοιχείων, βλέπουμε ότι το χιλιοειπωμένο και χιλιογραμμένο “με αντάλλαγμα την Κύπρο επανήλθε η δημοκρατία στην Ελλάδα”, δεν ευσταθεί. Όχι μόνο δεν ευσταθεί, αλλά υπεραπλουστεύει κιόλας τις καταστάσεις, αποκρύπτοντας πτυχές εξαιρετικής σημασίας.
Σε καμμία περίπτωση όμως δεν δικαιώνουμε τη στάση των δικτατόρων. Ναι μεν δεν ήταν ο ηθικός αυτουργός του δράματος του 1974, συνέβαλαν όμως άλλοι εις γνώσιν τους και άλλοι εν άγνοια. Υπέδειξαν πρωτοφανή αφέλεια και έλλειψη διπλωματικών ικανοτήτων, γεγονότα που καταδεικνύονται από το ότι έγιναν πιόνια των Η.Π.Α.

Ο κυριότερος λόγος συγγραφής αυτού του κειμένου, είναι το ότι πολλές φορές αντιλαμβανόμαστε ότι οι Έλληνες της Κύπρου ψάχνουν τους φταίχτες του 1974 αποκλειστικά και μόνον στον ελλαδικό χώρο, διαγράφοντας από τη σκέψη τους την ίδια την Τουρκία, ενώ οι Η.Π.Α σπανίως αναφέρονται. Αυτό είναι αρκετά αντιφατικό αν αναλογιστεί κανείς ότι οι Η.Π.Α μέσω της CIA εκμεταλλεύτηκαν τις περιστάσεις ώστε να δημιουργήσουν μια πιο συμφέρουσα, για τις ίδιες, κατάσταση.