Την περασμένη εβδομάδα χαρακτήρισα ως σοβαρό ολίσθημα την απόφαση του Ελευθέριου Βενιζέλου να θέσει τέρμα στο θεσμό της «δεδηλωμένης», δηλαδή το σχηματισμό κυβέρνησης από το πολιτικό κόμμα που είχε την πλειοψηφία στη Βουλή. Με την απόφασή του αυτή έδωσε εκ νέου στα Ανάκτορα τη δυνατότητα να επιλέγουν τον πρωθυπουργό της αρέσκειάς τους, και να προβαίνουν στη διάλυση της κυβέρνησης κατά βούληση.

Βέβαια ο Βενιζέλος προέβη στο βήμα εκείνο για να κερδίσει την εμπιστοσύνη των Ανακτόρων, ούτως ώστε να προχωρήσει απρόσκοπτα στο μεταρρυθμιστικό του έργο, το οποίο προετοίμασε την Ελλάδα για τους Βαλκανικούς Πολέμους που θα ακολουθούσαν. Και δικαιώθηκε, όταν λάβουμε υπόψη τα οφέλη που προέκυψαν για την Ελλάδα από τους νικηφόρους Βαλκανικούς Πολέμους.

Όμως οι αρνητικές επιπτώσεις εκείνης της απόφασής του για τον ίδιο, αλλά και για την Ελλάδα, λίγα χρόνια αργότερα, πιστοποιούν τη σοβαρότητα του πολιτικού εκείνου ολισθήματός του.

Παρόλα αυτά, τα επιτεύγματα του Βενιζέλου κατά τη διάρκεια του 1911 – 1913 είναι μοναδικά στην ιστορία του ελληνικού έθνους μετά την Επανάσταση του 1821.
Εκείνο που καταπλήσσει στην περίπτωση του Βενιζέλου δεν είναι μόνο η δεξιότητα με την οποία είχε επιτύχει το θεωρούμενο ως ακατόρθωτο: να συνδιαλλάξει τα αιτήματα του Στρατιωτικού Συνδέσμου που είχε οργανώσει το Κίνημα στο Γουδί το 1909 με τις απόψεις των Ανακτόρων, αποτρέποντας έτσι μια καταστρεπτική επανάσταση, αλλά και η πλήρης γνώση της ιδιόμορφης κοινωνικής και πολιτικής κατάστασης που επικρατούσε στην Ελλάδα κατά την πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα.
Γιατί δεν πρέπει να ξεχνάμε πως ο Βενιζέλος την επαγγελματική και πολιτική του καριέρα την είχε αρχίσει στην Κρήτη, που τότε δεν αποτελούσε περιφέρεια του ελληνικού κράτους.

Μετά την ανάληψη της πρωθυπουργίας κατά τα τέλη του 1910, ο Βενιζέλος, συνειδητοποίησε πως στη ρίζα των κοινωνικών προβλημάτων που αντιμετώπιζε η χώρα βρίσκονταν τα απαρχαιωμένα συστήματα δικαιοσύνης, παιδείας, εργασιακών σχέσεων, καθώς και η παντελής έλλειψη κοινωνικής πρόνοιας. Οι μεταρρυθμίσεις που έκανε μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα κατέστησαν την Ελλάδα ένα σύγχρονο ευρωπαϊκό κράτος.

Στους πολιτικούς του λόγους ο Βενιζέλος τόνιζε επανειλημμένα την αναγκαιότητα για θυσία των ατομικών και ταξικών συμφερόντων για την προαγωγή του κοινού καλού, τον σεβασμό των νόμων εκ μέρους των πολιτικών, και την αντίληψή του ότι η επιδίωξη της εξουσίας δεν πρέπει να αποτελεί αυτοσκοπό, αλλά μέσο για την επίτευξη εθνικών και κοινωνικών στόχων. Τι κρίμα που οι σύγχρονοι πολιτικοί της πατρίδας μας δεν διακατέχονται από παρόμοια αισθήματα κοινωνικής και εθνικής ευθύνης.

ΠΡΩΤΟ ΜΕΛΗΜΑ Η ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΕΤΟΙΜΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ

Το πρώτο μέλημα του Βενιζέλου ήταν η επιτάχυνση προηγούμενων προγραμμάτων για την αναδιοργάνωση των Ενόπλων Δυνάμεων, και την ενίσχυση του πολεμικού ναυτικού με νέα, αξιόμαχα, σκάφη.

Μέσα σε λίγα χρόνια ο στρατός ξηράς είχε αποκτήσει σύγχρονο εξοπλισμό, ενώ στο ναυτικό, στα τρία απαρχαιωμένα θωρηκτά προστέθηκαν, από το 1904 και μετά, τέσσερα μεγάλα αντιτορπιλικά, ένα υποβρύχιο, και προπαντός το θρυλικό θωρηκτό «Γεώργιος Αβέρωφ». Παράλληλα, την εκπαίδευση του στρατεύματος ξηράς ο Βενιζέλος την ανέθεσε σε Γάλλους αξιωματικούς, και την αναδιοργάνωση του στόλου σε Άγγλους.

Ως πρωταρχικό στόχο της πολιτικής του ο Βενιζέλος είχε θέσει την απελευθέρωση των βόρειων περιοχών της Ελλάδας, που μέχρι τότε αποτελούσαν ευρωπαϊκές περιφέρειες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αλλά τις διεκδικούσαν και δύο άλλα βαλκανικά κράτη, η Βουλγαρία και η Σερβία. Ως εκ τούτου, αν η Ελλάδα ολιγωρούσε στη λήψη αποφάσεων προς εκείνη την κατεύθυνση, υπήρχε ο κίνδυνος οι περιοχές εκείνες να περιέλθουν στις προαναφερμένες βαλκανικές χώρες.

Επιπλέον, ως οξυδερκής πολιτικός, ο Βενιζέλος έκρινε πως για την αντιμετώπιση του εθνικιστικού προγράμματος των Νεότουρκων, στόχος των οποίων ήταν ο εκτουρκισμός των χριστιανικών μειονοτήτων στις αλύτρωτες περιοχές της βόρειας Ελλάδας, αλλά και σε όλη την Οθωμανική Αυτοκρατορία, ήταν επιβεβλημένη η συνεργασία μεταξύ των βαλκανικών κρατών, έστω και αν και αυτές διεκδικούσαν τις ίδιες περιοχές. Αυτόν τον κίνδυνο ο Βενιζέλος θα τον αντιμετώπιζε μετά από τον επιτυχή αγώνα των βαλκανικών κρατών κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, όπως και έκανε.

Η Ελλάδα πολλά είχε να προσφέρει σε μια ευρύτερη βαλκανική συμμαχία. Για παράδειγμα, με τα νέα πολεμικά πλοία που είχε πρόσφατα αποκτήσει, ήταν σε θέση να εμποδίσει την διά θαλάσσης μεταφορά τουρκικών στρατευμάτων και εφοδίων, με προορισμό τη Θεσσαλονίκη.
Τα προβλήματα που αντιμετώπιζε ο κοινός εχθρός, δηλαδή η Οθωμανική Αυτοκρατορία, ερμηνεύτηκαν ως ιστορική ευκαιρία στις βαλκανικές πρωτεύουσες, και οδήγησαν σε συνεννοήσεις για συμμαχία για τον επικείμενο πόλεμο.

Τις διαπραγματεύσεις μεταξύ των βαλκανικών κρατών τις επέβαλε η απροσδόκητα ευνοϊκή συγκυρία του ιταλοτουρκικού πολέμου κατά τη διάρκεια του 1911-1912, ο οποίος είχε κλονίσει τις στρατιωτικές δυνατότητες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Στον πόλεμο εκείνο η Ιταλία είχε ως κύριο σκοπό την κατάληψη της Τρίπολης και της Κυρηναϊκής Χερσονήσου στη Βόρεια Αφρική. Η ιταλική κυβέρνηση, βλέποντας τον συνεχή ανεφοδιασμό των τουρκικών στρατευμάτων από την Μικρά Ασία, αποφάσισε να καταλάβει τα Δωδεκάνησα, ώστε να κόψει τους δρόμους επικοινωνίας μεταξύ Μικράς Ασίας και Αφρικής, και να υποχρεώσει έτσι τους Οθωμανούς να προβούν στην υπογραφή Συνθήκης Ειρήνης.
Ο ιταλοτουρκικός πόλεμος έδωσε στον Βενιζέλο το έναυσμα για διπλωματικές επαφές με τα άλλα βαλκανικά κράτη, για κοινό αγώνα προς απελευθέρωση των τουρκοκρατούμενων περιφερειών τους.

ΣΥΝΑΨΗ ΤΗΣ ΒΑΛΚΑΝΙΚΗΣ ΣΥΜΜΑΧΙΑΣ

Στο διάστημα λίγων μηνών ο Βενιζέλος κατόρθωσε να κάνει πραγματικότητα την Βαλκανική Συμμαχία, επίτευγμα που δεν θα μπορούσαν ούτε καν να διανοηθούν άλλοι Έλληνες πολιτικοί.

Με τις προσεγγίσεις του με τα άλλα βαλκανικά κράτη, και με τις σταδιακές συνθήκες φιλίας και συμμαχίας μεταξύ τους, ο Βενιζέλος έδειξε στην πράξη το διπλωματικό του δαιμόνιο και τις διαπραγματευτικές του ικανότητες.
Η συμμαχία μεταξύ των βαλκανικών κρατών – Ελλάδας, Βουλγαρίας, Σερβίας, και Μαυροβουνίου – , η οποία ολοκληρώθηκε τον Ιούνιο του 1912, προέβλεπε τη δυνατότητα ένοπλης επέμβασης κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αν οι εσωτερικές ταραχές έθεταν σε κίνδυνο τα συμφέροντα ενός των συμμάχων.
Σημειώνω πως τα τέσσερα βαλκανικά κράτη δεν είχαν εκ των προτέρων συμφωνήσει για τη διανομή των εδαφών, αν ο πόλεμος κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στεφόταν από επιτυχία. Ο Βενιζέλος γνώριζε πως αν επιχειρούσε μια τέτοια συμφωνία πριν από την έναρξη των πολεμικών επιχειρήσεων, η συμμαχία δεν θα είχε επιτευχθεί, γιατί οι εδαφικές διεκδικήσεις των τεσσάρων κρατών ήταν αλληλοσυγκρουόμενες.

Ο Βενιζέλος πίστευε πως τα εδαφικά κέρδη του καθενός από τους συμμάχους θα τα προσδιόριζε η απελευθέρωση, και η κατοχή τους, από τις εθνικές τους ένοπλες δυνάμεις. Στην περίπτωση αυτή υπολόγιζε ότι ο ελληνικός στρατός θα προλάβαινε να καταλάβει πρώτος τα περισσότερα από τα διεκδικούμενα ελληνικά εδάφη, και ιδίως τη Θεσσαλονίκη, την οποία εποφθαλμιούσε η Βουλγαρία.

Το πρώτο βήμα των τεσσάρων βαλκανικών κρατών ήταν να στείλουν διακοίνωση στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, με την οποία εισηγούνταν έναν αριθμό μεταρρυθμίσεων στην περιοχή της Βαλκανικής Χερσονήσου. Ακολουθούν κάποιες από τις μεταρρυθμίσεις που είχαν προταθεί:
* Αναγνώριση της εθνικής αυτονομίας των διαφόρων εθνικών μειονοτήτων.
* Αναλογική αντιπροσώπευση κάθε μειονότητας στο Οθωμανικό Κοινοβούλιο.
* Διορισμό Χριστιανών υπαλλήλων σε όλα ανεξαίρετα τα δημόσια αξιώματα στις επαρχίες που κατοικούνταν από Χριστιανούς.
* Αναγνώριση των σχολείων των χριστιανικών Κοινοτήτων.
* Απαγόρευση του τουρκικού εποικισμού, που αποσκοπούσε στην αλλοίωση του εθνολογικού χαρακτήρα των χριστιανικών επαρχιών.

Η Οθωμανική Αυτοκρατορία, με δηλώσεις της στον τύπο στις 3 Οκτωβρίου 1912, έκανε γνωστή την απόφασή της να μην απαντήσει στη διακοίνωση των Βαλκανικών Συμμάχων, και να μην δεχθεί την πρόταση των Μεγάλων Δυνάμεων να μεσολαβήσουν για την πραγματοποίηση των προτεινόμενων μεταρρυθμίσεων.
Όπως θα δούμε την ερχόμενη εβδομάδα, οι εξελίξεις αυτές δημιούργησαν τις προϋποθέσεις για την κήρυξη πολέμου των Βαλκανικών Συμμάχων κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.