Με υψηλές προσδοκίες ετοιμάζεται η επιχειρηματική αποστολή στη Μελβούρνη στις 10 Νοεμβρίου, που διοργανώνεται με πρωτοβουλία της ΔΕΘ (Διεθνής Έκθεση Θεσσαλονίκης) και στήριξη από το Επιχειρηματικό Συμβούλιο Ελλάδας-Αυστραλίας (ΕΣΕΑ). Έχει προηγηθεί θετική παρουσία της Ελλάδας στη διεθνή έκθεση προϊόντων Fine Food Australia, που έλαβε χώρα στη Μελβούρνη τον Σεπτέμβριο. Δώδεκα ελληνικές επιχειρήσεις, ανταποκρινόμενες στην πρωτοβουλία του ΟΠΕ (Ελληνικός Οργανισμός Εξωτερικού Εμπορίου) και της νέας του εκστρατείας «taste like Greece», έδωσαν το «παρών».

 «Οι Αυστραλοί ως καταναλωτές είναι ευγενικοί και καλοπροαίρετοι» σημειώνει ο κ. Νίκος Κατσάρος, εκπρόσωπος της ομώνυμης εταιρείας παραγωγής ούζου στον Τύρναβο, «έχοντας ζήσει σε μια πολυπολιτισμική κοινωνία, είναι ανοιχτοί σε νέες γεύσεις». Η οικογενειακή επιχείρηση, που ιδρύθηκε το 1856, έχει αποκτήσει εξαγωγικό χαρακτήρα από το 1999.

«Σήμερα, το 80% του τζίρου προέρχεται από τις εξαγωγές μας σε είκοσι μία χώρες», σημειώνει ο 43χρονος επιχειρηματίας. Μία εξ αυτών ήταν ήδη η Αυστραλία, ωστόσο η εταιρεία εκπροσωπήθηκε για πρώτη φορά σε εμπορική έκθεση εκεί, με αποτέλεσμα να κλείσουν νέες συμφωνίες. «Τέλη Οκτωβρίου φορτώνουμε φορτηγά με ούζο και τσίπουρο, για να φθάσουν στα ράφια πριν από τις γιορτές των Χριστουγέννων, που είναι καλοκαίρι στο νότιο ημισφαίριο και το ούζο “τραβιέται”», υπενθυμίζει ο κ. Κατσάρος, που παράγει επίσης τσίπουρο, μπράντι και λικέρ.

Φυσικά, η ύπαρξη πολυπληθούς ελληνικής κοινότητας συγκαταλέγεται στα μεγάλα πλεονεκτήματα. «Η Μελβούρνη θεωρείται η τρίτη μεγαλύτερη ελληνική πόλη στον κόσμο, λαμβάνοντας υπ’ όψιν τον πληθυσμό της» επισημαίνει ο κ. Κατσάρος. Παράλληλα, τόσο το ελληνικό προξενείο όσο και η ελληνική κοινότητα είχαν διοργανώσει επιπλέον συναντήσεις και δείπνα για να στηρίξουν την ελληνική αποστολή, που για πρώτη φορά συμμετείχε με αυτή τη μορφή στην εν λόγω έκθεση. Το περίπτερο με τα ελληνικά αποστάγματα, όμως, είχε τον δικό του guest star.

Ο Ελληνοαυστραλός σεφ George Calombaris, διάσημος τόσο από τηλεοπτικές εκπομπές όσο και από την αλυσίδα εστιατορίων, έμεινε μία ολόκληρη ημέρα πλάι στους εκθέτες, θέλοντας έτσι να δηλώσει την υποστήριξή του. «Μας ενημέρωσε ότι χρησιμοποιεί στις συνταγές του μόνο ελληνικά ούζα».

Φυσικά, η παρουσία σε μια έκθεση τέτοιου βεληνεκούς προϋποθέτει ανάλογη προετοιμασία. «Οι αγορές της Αυστραλίας και της Μεγάλης Βρετανίας, όπως και οι νόμοι που τις διέπουν, είναι οι πιο απαιτητικές στις προδιαγραφές των προϊόντων», διευκρινίζει ο κ. Αντώνης Τερζής, ιδιοκτήτης εταιρείας με ειδίκευση στις εξαγωγές, που εκπροσώπησε τρεις εταιρείες τροφίμων (ελιές, τυριά και antipasti) στην έκθεση. «Στις προηγμένες αγορές του εξωτερικού, η πιστοποίηση ενός προϊόντος είναι προϋπόθεση για να χτυπήσει ο επιχειρηματίας την πόρτα των μεγάλων αλυσίδων που θα προωθήσουν τα αγαθά του στο ευρύ κοινό», τονίζει. «Η διαδικασία πιστοποίησης δεν αποτελεί κατόρθωμα αν ένα εργοστάσιο λειτουργεί τηρώντας με ακρίβεια τους κανόνες ασφαλείας», δηλώνει ο κ. Τερζής. Στην περίπτωση αυτή, μπορεί ο επιχειρηματίας να έχει μέσα σε λίγους μήνες στα χέρια του τα πολυπόθητα χαρτιά που θα του δώσουν «φτερά». Διαφορετικά, θα πρέπει να κάνει ολικό επανασχεδιασμό της επιχειρηματικής του συμπεριφοράς. «Συγκρατημένα αισιόδοξος» δηλώνει ο κ. Τερζής, που βρίσκεται σε διαπραγματεύσεις με ενδιαφερόμενους εισαγωγείς στην Αυστραλία.

ΚΡΙΝΟΥΝ ΒΑΣΕΙ ΠΟΙΟΤΗΤΑΣ

«Οι περισσότεροι που μας επισκέφθηκαν γνώριζαν τη φύση των εν λόγω προϊόντων, ήθελαν να κρίνουν την ποιότητά μας και να δουν τι νέο έχουμε να επιδείξουμε» προσθέτει. Η πληγείσα εικόνα της χώρας μας μάλλον δεν παίζει τόσο καθοριστικό ρόλο στην έκβαση τέτοιων συμφωνιών.

«Οι άνθρωποι της αγοράς μιλούν μια διεθνή γλώσσα και παίρνουν αποφάσεις ορμώμενοι από την ποιότητα των αγαθών» τονίζει, και «οι συνεργασίες χτίζονται βήμα-βήμα σε βάθος χρόνου και περιλαμβάνουν -μεταξύ άλλων- επιτόπιες επισκέψεις στα εργοστάσια παραγωγής».