Το πολυδιαφημιζόμενο και επίμαχο* μυθιστόρημα της Σόφκα Ζινόβιεφ (Sofka Zinovieff) με τίτλο «The House on Paradise Street», εκδ. Short Books, London 2012 (στα ελληνικά «Το σπίτι στην οδό Παραδείσου», εκδ. Ψυχογιός, Αθήνα 2012)** είναι το τρίτο βιβλίο της (μετά τα «Οδός Ευρυδίκης», εκδ. “Διόπτρα” 2005 και «Κόκκινη Πριγκίπισσα», εκδ. Λιβάνη 2007), το δεύτερο βιβλίο της με ελληνική θεματολογία, αλλά το πρώτο της μυθιστόρημα.

Η θεματολογία του τελευταίου της βιβλίου εστιάζεται στις ανεπούλωτες ακόμη πληγές του Εμφυλίου, της Κατοχής και της Αντίστασης που συνεχίζουν να στοιχειώνουν την ίδια την Ελλάδα και να καταδιώκουν σαν προγονική κατάρα κάποιους ανθρώπους της. Ουσιαστικά, παρακολουθεί τη σύγχρονη ελληνική ιστορία, από τα Δεκεμβριανά του ’44 έως τη χούντα και τον Δεκέμβρη του 2008, με το θάνατο του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου και τα έκτροπα που ακολούθησαν. Συγκεκριμένα πρόκειται για τα παθήματα και το μεγάλο ρήγμα που επιφέρει στην οικογένεια Περηφάνη (και, συγκεκριμένα, στις δυο πρώην αγαπημένες αδερφές, Αντιγόνη και Αλεξάνδρα), η γερμανική κατοχή και ο εμφύλιος, καθώς αναγκάζονται, εκ των πραγμάτων, να χωριστούν σε δυο ιδεολογικο-πολιτικά αντιμαχόμενα στρατόπεδα. Η Αντιγόνη, παρεκκλίνοντας από τα πάτρια και αψηφώντας τους κινδύνους, εντάσσεται εξαρχής και αυθόρμητα στο αντάρτικο του ΕΛΑΣ μαζί με το μικρότερο αδερφό της Μάρκο, κάνοντας αντίσταση στα βουνά. Ο τελευταίος σκοτώνεται στα Δεκεμβριανά, ενώ εκείνη καταλήγει πολιτική πρόσφυγας, εξόριστη στην Τασκένδη και τη Μόσχα, όπου ζει 60 ολόκληρα χρόνια. Ως το τέλος παραμένει αμετανόητη ιδεολόγος και περήφανη για τις επιλογές της, τον αντιστασιακό της αγώνα και τις προσωπικές της θυσίες.

Η αδερφή της Αλεξάνδρα, η οποία, στο μεταξύ, είχε παντρευτεί τον Σπύρο, έναν ταγματασφαλίτη, όχι μόνο δεν συγχώρησε ποτέ την αδερφή της για τον «στραβό δρόμο» που πήρε, την αποσκίρτηση από την οικογενειακή εστία, την εθνικοφροσύνη και την προδοσία της και στις δυο – την οικογένεια και την πατρίδα. Πολύ περισσότερο τη θεωρεί και υπαίτια για τον άδικο και πρόωρο χαμό του αδερφού τους Μάρκου (που σκοτώθηκε σε ενέδρα των Άγγλων στην Καισαριανή το 1944), και το μόνο που διατηρεί ζωντανό στη μνήμη της είναι το μίσος για την αδερφή της. Κατά τα άλλα, την έχει ξεγράψει από τη ζωή της.

Οι δυο αδερφές, ωστόσο, θα ξανασυναντηθούν αναπάντεχα και για τελευταία φορά, στα βαθιά τους γεράματα το 2008, μετά από έξι δεκαετίες παντελούς αποξένωσης, εξαιτίας ενός παράλογου καπρίτσιου της μοίρας: την κηδεία του Νικήτα, γνωστού και δημοφιλούς δημοσιογράφου και φανατικού αριστερού ακτιβιστή, μοναχογιού της Αντιγόνης, ο οποίος σκοτώνεται ένα βράδυ, κάτω από άγνωστες συνθήκες, οδηγώντας σε παραλιακό δρόμο της Βουλιαγμένης. Ο Νικήτας γεννήθηκε στις φυλακές Αβέρωφ, χωρίς να γνωρίσει ποτέ τη μητέρα του, καθ’ ότι αυτή αναγκάστηκε να τον παρατήσει σε ηλικία 3 ετών, παίρνοντας το δρόμο της αυτοεξορίας στο σιδηρούν παραπέτασμα –προκειμένου να αποφύγει τις αντικομμουνιστικές διώξεις– για να τον μεγαλώσει η άτεκνη αδερφή της Αλεξάνδρα και ο σύζυγός της Σπύρος, οι οποίοι τελικά τον υιοθετούν. Όπως αποκαλύπτεται στο τέλος του μυθιστορήματος, ο Νικήτας υπήρξε καρπός βιασμού της Αντιγόνης από τον ταγματασφαλίτη γαμπρό της (Σπύρο) ως μέσον τιμωρίας κι εξαναγκασμού για να ανανήψει…

Το μυθιστόρημα της Ζινόβιεφ είναι εκ πρώτης όψεως ένα καλογραμμένο, γοητευτικό κι ενδιαφέρον πόνημα, ιδιαίτερα για έναν αγγλόφωνο αναγνώστη, χωρίς όμως να είναι και απαλλαγμένο από μια σειρά σοβαρών αδυναμιών και ολισθημάτων. Το μεγαλύτερο εξ αυτών θεωρώ ότι είναι η εξαιρετικά φιλόδοξη θεματολογία του. Προφανώς, η συγγραφέας, από το παρθενικό της κιόλας μυθιστόρημα, έθεσε κάποιους ιδιαίτερα υψηλούς στόχους τους οποίους δεν κατάφερε να υπερκεράσει. Αποπειράθηκε δηλαδή να πετύχει, κατά τη λαϊκή έκφραση, με ένα σμπάρο δυο και περισσότερα τρυγόνια – καθόλου εύκολο εγχείρημα για μια πρωτοεμφανιζόμενη μυθιστοριογράφο. Γιατί, κλείνοντας το βιβλίο, ο αναγνώστης διερωτάται τι ακριβώς είχε κατά νου να πετύχει η Ζινόβιεφ με αυτό της το βιβλίο; Το τελευταίο υποτίθεται ότι είναι, κυρίως, ένα ιστορικο-πολιτικό μυθιστόρημα (με την πρωτοπρόσωπη αυτοεξομολογητική ιστορία της Αντιγόνης). Ταυτόχρονα, είναι και μια παράλληλη ξενάγηση στην ιστορία, τη ζωή και το γίγνεσθαι της μεταπολεμικής Ελλάδας (με την έτερη αφήγηση της φλεγματικής Αγγλίδας Μοντ, συζύγου του Νικήτα και νύφης της Αντιγόνης). Η Μοντ διηγείται όχι μόνο την προσωπική της ιστορία, αλλά και αυτή της οικογένειας Περηφάνη, ανασκαλεύοντας το μπερδεμένο παρελθόν του συζύγου της για να εξιχνιάσει τα μυστικά του ενδοοικογενειακού της δράματος, μετά τον αδόκητο θάνατο του Νικήτα.

Στα ενδιάμεσα των δύο παράλληλων ιστοριών (οι οποίες περισσότερο αποκλίνουν παρά συγκλίνουν μεταξύ τους, και οι οποίες εναλλάσσονται ανά κεφάλαιο) παρεμβάλλονται ποικίλα άλλα στοιχεία, όπως έρωτες, πάθη, μίση, προδοσίες, συμφιλιώσεις, διάφορα περιστατικά από την ελληνική επικαιρότητα (όπως, π.χ., τη δολοφονία του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου και τις καταστροφές στο κέντρο της Αθήνας) και, βέβαια, ένας μυστηριώδης θάνατος – αυτός του Νικήτα. Όλα τα παραπάνω στοιχεία, όμως, δεν καταφέρνουν να συνδυαστούν αρμονικά, έτσι που να συναποτελέσουν μια λειτουργική αλληλουχία και αποτελεσματική συνθετική ολότητα. Έτσι, οι παράλληλες ιστορίες των δύο ηρωίδων είναι σαν να αποτελούν ξεχωριστές αφηγηματικές οντότητες, ανεξάρτητες η μια από την άλλη, χωρίς να αλληλοτροφοδοτούνται, ούτε καν να συναντώνται, παρά μόνο τεχνηέντως στο τέλος. Σ’ αυτή τη δυσαρμονία ευθύνεται, κυρίως, η ετερόκλητη φύση αυτών των στοιχείων τα οποία επιχειρεί να «παντρέψει» ετσιθελικά η συγγραφέας – επειδή, προφανώς, ενδιαφέρουν άμεσα την ίδια από κοινωνιολογική και ανθρωπολογική άποψη, καθότι ανθρωπολόγος η ίδια. Δεν αφορούν, όμως, αναγκαστικά και την πλοκή του μυθιστορήματος, ή τη μυθοπλασία γενικότερα – η οποία είναι τέχνη και όχι επιστήμη.

Ένα δεύτερο, εξίσου αρνητικό (και για μένα ιδιαίτερα ενοχλητικό έως εκνευριστικό) στοιχείο του μυθιστορήματος της Ζινόβιεφ, είναι η διαρκής και έντονη αίσθηση ότι πρόκειται για μια «ξενάγηση» του αναγνώστη στην ιστορία της εμφυλιοπολεμικής, αλλά και νεότερης Ελλάδας. Η αρνητική αυτή αίσθηση δεν προκύπτει ακριβώς, ή μόνο, από την «ξενάγηση» αυτή καθαυτή, όσο απ’ το γεγονός ότι η τελευταία είναι πατροναρισμένη. Γιατί, εκτός του ότι καθ’ όλη την πορεία του μυθιστορήματος ξεχωρίζει υπεράνω όλων η «φωνή» της συγγραφέως, ο αναγνώστης έχει συχνά την αίσθηση ότι η τελευταία δεν περιορίζεται στο να τον ξεναγεί αλλά και στο να τον «δασκαλεύει», δηλαδή να τον ποδηγετεί. Ασχέτως αν αυτό γίνεται σκόπιμα ή αυθόρμητα, συνειδητά ή ασυνείδητα, το αποτέλεσμα παραμένει το ίδιο: η ενοχλητική αίσθηση της συγγραφικής χειραγώγησης.
Ίσως φταίει το γεγονός ότι η συγγραφέας λειτουργεί περιχαρακωμένη σ’ ένα συγκεκριμένο ιδεολογικο-πολιτικό προσανατολισμό που δεν της επιτρέπει πολλά περιθώρια κινήσεων. Ίσως φταίει το γεγονός ότι η συγγραφέας δεν μπορεί να κρύψει τον ενθουσιασμό της απ’ το γεγονός ότι (μια ξένη που ζει χρόνια στην Ελλάδα) έχει καταφέρει να μυηθεί στα μυστήρια της πολυδαίδαλης ελληνικής πραγματικότητας (τόσο καλά που να μας εξηγεί τα πάντα με το νι και με το σίγμα), αφού έχει το προνόμιο να γράφει για την Ελλάδα με την οπτική της «ξένης» αλλά, ταυτόχρονα, και της «πολιτογραφημένης» Ελληνίδας.*** Εξ ου και ο ακατανίκητος πειρασμός και  η σπουδή της να προβάλλει αυτές τις κατακτήσεις της φιλάρεσκα –σχεδόν ηδονιστικά– στο αγγλόφωνο κοινό της. Τέλος, καθόλου δεν αποκλείω να φταίει (;) ενδεχομένως το γεγονός ότι η παρούσα κριτική προσέγγιση διεξάγεται από έναν Έλληνα κριτικό, ο οποίος τυγχάνει να έχει ενδιατρίψει (μεταπτυχιακώς) τόσο στο θέμα του ελληνικού εμφυλίου πολέμου όσο και στο θέμα των μυθοπλαστικών και αφηγηματικών τεχνικών. Πράγμα που σημαίνει ότι δεν μπορεί να έχει την ίδια οπτική με έναν Άγγλο κριτικό ή αναγνώστη, στον οποίο τελικά και απευθύνεται το βιβλίο. Αμφιβάλλω όμως ότι ισχύει αυτό…

Στα επί μέρους τώρα: Όσον αφορά την ατέρμονη αφήγηση της ΕΑΜίτισσας Αντιγόνης, αυτή είναι τόσο κουραστική και ανιαρή που, ακόμη και οι όποιες ανθρώπινες πλευρές της, με τις οποίες θα μπορούσε να συγκινηθεί και συνταυτιστεί ο αναγνώστης, να υπονομεύονται. Πρώτον, από την αντιφατικότητα του χαρακτήρα της – της σκληρής ιδεολόγου αντάρτισσας που ενώ στα νιάτα της ήταν τόσο ονειροπόλος και ρομαντική, θυσίασε τα πάντα για τα ιδανικά μιας ουτοπίας, με αποτέλεσμα να μη θελήσει να δει καν το γιο της που επεδίωξε, άντρας πια, να τη βρει στη Μόσχα! Δεύτερον, από το γεγονός ότι και πάλι έχουμε την αίσθηση πως δεν πρόκειται για την αφήγηση της ηρωίδας ενός μυθιστορήματος, αλλά για την ωμή ανάγνωση… εγχειριδίου Ιστορίας του Εμφυλίου, δια στόματος Αντιγόνης.

Χωρίς να θέλω ούτε κατά διάνοια να υποβαθμίσω τα, γνωστά, άλλωστε, δεινοπαθήματα των αριστερών της εν λόγω περιόδου, θα ήταν εξίσου αδικία αν δεν σημείωνα το πόσο εμφανώς μονόπλευρη και μεροληπτική είναι αυτή η αφήγηση (της Αντιγόνης) με το να διεκτραγωδούνται μόνο τα παθήματα των αριστερών θυμάτων του Εμφυλίου, και καθόλου των θυμάτων και  της άλλης πλευράς, σα να μην υπήρξαν καν!… (Αναγκαία παρένθεση: Έστω και κατόπιν εορτής, θα συνιστούσα στην κ. Ζινόβιεφ να ρίξει μια ματιά στο κλασικό και πολυσυζητημένο μυθιστόρημα του Θανάση Βαλτινού «Ορθοκωστά», μήπως και διαπιστώσει πόσα αποτρόπαια εγκλήματα διεπράχθησαν από τους «ηττημένους» εις βάρος και της άλλης πλευράς των «νικητών» του «Αδερφοφάδικου» –για να χρησιμοποιήσω έναν όρο του Καζαντζάκη– για να εμπλουτίσει κάπως τις γνώσεις της…).

Στην ιστορία της Αντιγόνης, όμως, υπάρχουν δυστυχώς και άλλα επί μέρους –αλλά όχι λιγότερο σοβαρά– μειονεκτήματα, όπως για παράδειγμα: (i) Δεν είναι καθόλου σαφές, ως το τέλος τουλάχιστον, αν η ιστορία αυτή είναι προφορική ή γραπτή, ποιος ο λόγος εξιστόρησής της και ποιος είναι ο τελικός αποδέκτης της, με αποτέλεσμα να μοιάζει ξεκρέμαστη ή ουρανοκατέβατη… Μόνο κάπου προς το τέλος του μυθιστορήματος εικάζει ο αναγνώστης ότι είναι γραπτή, κρίνοντας από τα χειρόγραφα γράμματα που βρέθηκαν στο αρχείο του γιου της Νικήτα, μετά τον θάνατό του, σταλμένα από τον προπολεμικό έρωτά της και πρώτο της δάσκαλο της Αγγλικής, Βρετανό Τζον Φελς (κρυπτο-ομοφυλόφιλο, που είχε ερωτευθεί τον αδερφό της Μάρκο) και τον οποίο η Αντιγόνη εχθρεύεται στα Δεκεμβριανά για να συμφιλιωθεί μαζί του μετά την κηδεία του Νικήτα όπου και ξανασυναντώνται. (ii) Η Αντιγόνη διαπιστώνει εντελώς ξαφνικά κι εμβρόντητη ότι είναι… έγκυος, χωρίς να το θεωρεί αναγκαίο να κάνει τον κόπο να αναφέρει πώς, πότε, πού και από ποιον έμεινε έγκυος! Αν αποσιωπάται όμως αυτό το κρισιμότερο στοιχείο του μυθιστορήματος, τότε σε τι εξυπηρετεί η υπόλοιπη αυτοεξομολόγησή της –μόνο για την ιστορική ξενάγηση του Εμφυλίου; (iii) Τέλος, η αντιπαραβολή και ταύτιση της ιστορίας της Αντιγόνης (Περηφάνη)– που γυρίζει στην Ελλάδα για να θάψει το γιο της, να βρει και ενταφιάσει τα λείψανα του σκοτωμένου αδερφού της Μάρκου – με την αντίστοιχη Αντιγόνη της γνωστής τραγωδίας του Σοφοκλή, είναι ίσως το πιο επιπόλαιο ατόπημα της συγγραφέως. (Χαίρομαι δε που επισημάνθηκε και από βρετανούς συναδέλφους, όπως διαπίστωσα, έχοντας ολοκληρώσει τη δική μου κριτική).

Άλλα εξίσου σοβαρά ζητήματα που παραμένουν μετέωρα χωρίς να διαλευκαίνονται ποτέ είναι: (α) ο μυστηριώδης θάνατος του Νικήτα (β), η νεφελώδης σχέση Νικήτα-Μόντι, και (γ) ο περίεργος φάκελος με τις επιστολές της Αντιγόνης. Όλα αυτά, αν και ενδιαφέροντα, συμβάλλουν μόνο ως «δόλωμα» σ’ ένα ψευδοσασπένς, χωρίς να αξιοποιούνται ουσιαστικά, αφού ελάχιστα μαθαίνουμε από τα δήθεν «μυστικά» που κρύβει η καθωσπρέπει παραδοσιακή οικογένεια Περηφάνη.

Έτσι, ενώ λ.χ. το μυθιστόρημα ανοίγει με το θάνατο του Νικήτα, μετά από 330 σελίδες παραπροσδοκίας, φτάνουμε στο τέλος για να μάθουμε το άκρως… διαφωτιστικό ότι κανείς δεν ξέρει αν ο θάνατός του ήταν αποτέλεσμα αυτοκτονίας (επειδή έμαθα κάτι συνταρακτικό λίγο πριν πέσει στα βράχια, κάπου στα λιμανάκια της Βουλιαγμένης) ή αυτοκινητιστικού δυστυχήματος (λόγω μέθης) όπως εικάζεται από την αστυνομία! Κι ερωτάται: σε τι άραγε εξυπηρετεί αυτό το δήθεν τέχνασμα (του μυστηριώδους, ύποπτου θανάτου) στην όλη πλοκή;
Αινιγματική όμως είναι και η σχέση Μόντι-Νικήτα – κατ’ επίφασιν αρμονική, αλλά στην ουσία ρηχή και τυπική. Απλούστατα ανέχεται ευγενικά ο ένας τον άλλον. Εκείνη, την άστατη ζωή του και τις πολλές εξωσυζυγικές σχέσεις του (αυτός είναι ο τρίτος γάμος του με τη Μοντ) καθώς και το μίσος του για τους Άγγλους και το βρώμικο ρόλο τους στα ελληνικά πολιτικά πράγματα.**** Κι εκείνος, με δυσκολία κρύβει τη δυσφορία του για το γεγονός ότι η γυναίκα του είναι… Αγγλίδα (σα να μην το ήξερε πριν), αν και παντρεύτηκαν από παθιασμένο έρωτα. Μολονότι η τελευταία δεν έχει μετανιώσει γι’ αυτό της το γάμο και τον έρωτά της με την Ελλάδα, στις λιγοστές στιγμές που τα πράγματα κάπως οξύνονται, αναρωτιέται τι στο καλό ζήλεψε απ’ αυτή την κωλοχώρα όπου, όπως λέει, όλοι καπνίζουν αρειμανίως –ακόμη και στα νοσοκομεία!– τα καλοκαίρια δεινοπαθείς από τις αϋπνίες και τους αφόρητους καύσωνες, ενώ –το χειρότερο– αναγκάζεσαι να ρίχνεις τα λερωμένα χαρτιά υγείας μέσα σε… πλαστικές σακουλίτσες αντί στη λεκάνη του καμπινέ, όπως συμβαίνει σε όλες τις άλλες χώρες του πλανήτη, επειδή δεν υπάρχει ένα εκσυγχρονισμένο αποχετευτικό σύστημα!…

Εν κατακλείδι: Είναι κρίμα που το εν λόγω πόνημα της Ζινόβιεφ δεν πληροί τις προδιαγραφές ενός πετυχημένου μυθιστορήματος αν και, κατά τα άλλα, είναι όντως ένα συναρπαστικό βιβλίο, αφού παρουσιάζει (ιστορικό, πολιτικό, κοινωνιολογικό, ανθρωπολογικό, πολυπολιτισμικό, φολκλορικό, τουριστικό κτλ) ενδιαφέρον εξαιτίας της πλούσιας θεματολογικής του γκάμας. Αν μη τι άλλο, καταδεικνύει πειστικά πώς οι εθνικές περιπέτειες και τα ιστορικά γεγονότα επηρεάζουν τις τύχες των ατόμων, και πώς τα παρεπόμενα ενός εμφυλίου πολέμου σημαδεύουν για πάντα, ακόμη και τις επόμενες γενιές, όπως εν προκειμένω τα παιδιά του Νικήτα – που ζουν τις δικές τους ανασφάλειες και αγωνίες μπροστά στο φάσμα ενός αβέβαιου και ζοφερού μέλλοντος. Γι’ αυτό και θα το συνιστούσα στον αγγλόφωνο αναγνώστη που επιθυμεί να ενημερωθεί και ξεναγηθεί στα σοβαρά αλλά κι ευτράπελα μονοπάτια της ελλαδικής ενδοχώρας, της σύγχρονης ελληνικής πραγματικότητας, καθώς και στις ανέκαθεν γοητευτικές όσο και αδιέξοδες ελληνο-βρετανικές σχέσεις «έλξης-απώθησης»…

Σημ.: *Πριν την έκδοσή του, το μυθιστόρημα της Ζινόβιεφ πρωτοπαρουσιάστηκε στη δημοφιλή εκπομπή «Book at Bedtime» του βρετανικού BBC-Radio 4, την οποία ακούν εκατομμύρια ακροατές σε όλο τον κόσμο. Λόγω του περιεχομένου του, το βιβλίο έτυχε μεγάλης δημοσιότητας στη Βρετανία και την Ελλάδα.
**Η κριτική μου βασίζεται στην αγγλική έκδοση του βιβλίου που μου απεστάλη μέσω των εκδόσεων Allen & Unwin. Ευχαριστώ θερμά.
***Η συγγραφέας είναι αρκετά γνωστή στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό, κυρίως από το βιβλίο της «Οδός Ευρυδίκης» όπου ασχολείται με τη σύγχρονη Ελλάδα, αλλά και απ’ το γεγονός ότι έχει νυμφευθεί Έλληνα (τον κ. Βασίλη Παπαδημητρίου, σύμβουλο του τ. πρωθυπουργού, Γιώργου Παπανδρέου), έχει πάρει την ελληνική ιθαγένεια, και από το 2001 ζει μόνιμα στην Ελλάδα.

****Διαβάζω ότι «ξαφνιάστηκαν», λέει, οι Βρετανοί από το βρώμικο ρόλο των συμπατριωτών τους στον ελληνικό εμφύλιο, που ήταν «μια άγνωστη πτυχή της ιστορίας τους»! Άντε –σοβαρά;… Επίσης διαβάζω ότι και αρκετοί νέοι στην ηλικία Έλληνες έμειναν άναυδοι, λέει, απ’ όσα… «άγνωστα» (;) αποκαλύπτει στο βιβλίο της μια Αγγλίδα συγγραφέας! Έλεος, βρε παιδιά! Έλεος!…


*Ο Δρ Γιάννης Βασιλακάκος είναι πανεπιστημιακός, διδάκτωρ νεοελληνικής φιλολογίας του Πανεπιστημίου Μελβούρνης, λογοτέχνης, βιογράφος, δοκιμιογράφος-κριτικός και μεταφραστής λογοτεχνίας.