«Οι βοριάδες ήρθαν νωρίς»

«Σ’ ενδιαφέρει να μιλήσεις μ’ έναν πρώην αντάρτη, καλλιτέχνη, συγγραφέα, ποιητή, σκηνοθέτη;» Ερώτηση καταιγιστική του αρχισυντάκτη που δεν περιμένει απάντηση και μου κάνει νόημα να τον ακολουθήσω.

Έννοιες που δεν συνταυτίζονται, προφταίνω να σκεφτώ, πριν σφίξω το χέρι του ψηλού άντρα που στέκεται όρθιος στο γραφείο του Σωτήρη.
«Οι Βοριάδες ήρθαν νωρίς», «Ποιήματα στον Καθρέφτη», με σχέδια λιτά, λεπτά, από σίγουρο και ευαίσθητο χέρι, που έκανα τη γνωριμία τους εδώ και καιρό, είναι δημιουργίες του Θανάση Παπαστεργίου, του ευγενικού άντρα που χαμογελά κοιτάζοντάς με καλοσυνάτα.
«Έχουμε ήδη γνωριστεί» θα ήταν η πιο αληθινή ανταπόκριση, στις συστάσεις. Μέσα από τις σελίδες των έργων του είχα δει τη ζωή του, αλλού αδρά και αλλού ψάχνοντας πίσω από τα σύμβολα.

Τώρα, στην κουβέντα που θα ακολουθήσει, θα επιβεβαιώσει ότι ‘έψαξε για την πηγή, τη βρήκε, αλλά δεν ήπιε’.
Όταν θα φύγει, θα κάνω άνω κάτω τα βιβλία μου να βρω το ποίημά του «Ξαπλωμένος στο νερό». ‘Ξαπλωμένος στο νερό / νερό δεν ήπια / μόνο τα χείλη έβρεξα / μια πίκρα μου να σβήσω / κι έναν λυγμό στο λάρυγγα / στη γέννα του να πνίξω’.

ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΥΠΟΤΑΓΗ

«Δεν είναι ‘υποταγή στη μοίρα’, η φιλοσοφία μου» θα πει σήμερα, επιβεβαιώνοντας αυτά που ήδη έχω καταλάβει. «Η φιλοσοφία μου είναι να παλεύεις γι’ αυτά που πιστεύεις και όταν διαψευστείς να έχεις το κουράγιο και την τόλμη, να πεις ‘αντίο’. Από το Κομμουνιστικό Κόμμα έφυγα όταν αισθάνθηκα ότι με έπνιγε. Όταν ένοιωσα ότι δεν μπορούσα να ανασάνω ελεύθερα. Δεν θα άλλαζα, εντούτοις, τίποτε, ακόμη κι αν γινόταν, από όλα αυτά που έζησα και που είδες, φαντάζομαι, διαβάζοντας το βιβλίο».
Η κουβέντα μας, το έχω εμπεδώσει, πλέον, θα είναι αποσπασματική. Εκείνος θα μιλά για τις εικόνες που έρχονται στο μυαλό του, εγώ για όσα απορούσα τόσο καιρό που δεν τον γνώριζα προσωπικά.

«Πώς ένα παιδί γίνεται αντάρτης; Πώς σε δέχτηκαν;»
«Δήλωσα 15, ενώ στην πραγματικότητα ήμουν 13. Ο πατέρας μου ήταν ήδη αντάρτης, γνωστός ως «Σπάρτακος». Μπήκα στο Δημοκρατικό Στρατό γιατί δε γινόταν αλλιώς. Δε γινόταν να μείνω αμέτοχος, μετά από όσα είδα να γίνονται στο χωριό, στις Άνω Κλεινές Φλώρινας. Είδα να καίνε ολόκληρο το χωριό, το πατρικό μου, με όλες τις σοδειές, να σωριάζεται σ’ ένα σωρό μαυρισμένα ξύλα και στάχτες. Τη γιαγιά μου πανικόβλητη να προσπαθεί να σβήσει τις φλόγες και ο Γερμανός να γελά σαρκαστικά για τις απεγνωσμένες της προσπάθειες».

ΕΙΔΑ ΕΚΤΕΛΕΣΕΙΣ

«Είδα εκτελέσεις. Είδα τους δεκαπέντε κρεμασμένους έξω από το χωριό. Ήταν φυσικό να πάρω μέρος στην αντίσταση, έστω και ανήλικος. Δεν ήμουν, εξάλλου, ο μόνος. Στο κόμμα έμεινα μέχρι το ΄58. Όταν είδα ότι δεν με εκφράζει, δε δίστασα να απομακρυνθώ. Πρόσφερα τη χρονική στιγμή που αισθάνθηκα ότι δε μπορούσα να είμαι αμέτοχος. Ακολούθησα το ένστικτό μου περισσότερο και την ανάγκη να φανώ άντρας, ενώ στην ουσία ήμουν παιδί. Ίσως έπαιξε ρόλο το ότι έζησα τα πρώτα παιδικά μου χρόνια στην ορφάνια και μέσα στο στόμα του λύκου. Η μητέρα μου πέθανε όταν ήμουν εννιά μηνών και ο πατέρας μου ήταν στο βουνό. Η γιαγιά μου ήταν ο άνθρωπος που, στην ουσία, αντικατέστησε τους γονείς μου. Δέχτηκε όλα τα χτυπήματα του πολέμου, τη σκληρότητα και τις στερήσεις της κατοχής. Πιστεύω ότι, αν χρειαστεί, τα παιδιά ανδρώνονται από τη μια μέρα στην άλλη», θα πει φέρνοντας το θέμα σε γενικότερο επίπεδο.

Η ώρα περνά και για τη συνάντησή του με τον Ζαχαριάδη, που θέλω να μάθω, θα με παραπέμψει στο βιβλίο του. Πολύ γρήγορα θα αναφερθεί στις σπουδές του, στην Πολωνία: «Σπούδασα Μηχανολογία, αλλά ήταν κάτι εντελώς ξένο με τις ανάγκες μου. Με τραβούσε το θέατρο και ο κινηματογράφος. Ο πατέρας μου στην αρχή είχε έντονες αντιρρήσεις, αλλά όταν κατάλαβε ότι ήμουν αμετάκλητος στην απόφασή μου, με βοήθησε, με τις γνωριμίες που είχε στη Ρωσία, να σπουδάσω σκηνοθεσία και υποκριτική».

ΛΟΓΟΚΡΙΣΙΑ

Οι ευκαιρίες εκεί πολλές, θα πει, αλλά τον έπνιγε η λογοκρισία.
Απότομη η προσγείωση στη Μελβούρνη, όπου θα έλθει το ’77 και γρήγορα θα διαπιστώσει ότι ‘στην Τέχνη ήταν νέκρα. Τεράστια η διαφορά με τη Ρωσία, ήταν αποφασισμένος όμως να παλέψει με νύχια και δόντια. Οπισθοχώρησε, μόνο όταν κατάλαβε ότι χτυπούσε σε τοίχους. Θα περνούσαν δεκαετίες πριν η Μελβούρνη αφυπνιστεί καλλιτεχνικά’.

«Οι ιδέες μου δεν έβρισκαν τότε ανταπόκριση. Απλώς το έδαφος δεν ήταν πρόσφορο. Το αντιλήφθηκα, ευτυχώς έγκαιρα και βρήκα διέξοδο αλλού. Εκεί που νόμισα τότε ότι αξίζει πραγματικά να δώσει κανείς τις γνώσεις του. Εργάστηκα ως εκπαιδευτικός και, συνάμα, σκηνοθέτησα θεατρικά έργα με τη Λαϊκή Σκηνή. Είχα τη χαρά να συνεργαστώ με πάρα πολλούς ταλαντούχους ερασιτέχνες ηθοποιούς, της μελβουρνιώτικης παροικίας, όπως τον Αντώνη Μπαξεβανίδη, το Θανάση Φειδογιάννη, το Γιάννη Χρυσούλη, το Γιώργο Μάνη, μια εποχή που ο κόσμος διψούσε πραγματικά για ποιοτικό θέατρο».

ΖΩΝΤΑΝΟΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ

Τι μεσολάβησε και το νήμα κόπηκε;
«Σημασία στη ζωή έχει να είσαι ρεαλιστής και διορατικός. Να ξέρεις πότε είναι ώρα να σταματήσεις. Να φέρεις το καράβι στη στεριά πριν αρχίσει να βάζει νερά. Εκείνο που έλειπε ανέκαθεν από την παροικία και με την πάροδο του χρόνου έγινε πιο αισθητό, ήταν το ντόπιο υλικό. Ο ταλαντούχος θεατρικός συγγραφέας που εμπνέεται από την καθημερινότητα των εδώ καταστάσεων. Κι αυτό, γιατί το θέατρο είναι ένας ζωντανός οργανισμός που θα πρέπει να απεικονίζει την καθημερινή μας ζωή. Ένας λόγος αυτός. Ο άλλος ότι λείπει η παιδεία και η δίψα να γίνει το θέατρο το κεντρικό μέρος της απασχόλησης των ηθοποιών – ερασιτεχνών, κάτι, εκ των πραγμάτων αδύνατο γιατί για τους εδώ ανθρώπους άσχετο πόσο ταλαντούχοι και παθιασμένοι είναι με το θέατρο, έχουν την επαγγελματική τους απασχόληση από την οποία ζουν.

Και για να είμαστε πραγματιστές, δεν μπορεί ο άλλος τη μέρα να χτίζει και το βράδυ να κάνει θέατρο. Φυσικό είναι να είναι κουρασμένος και να το βλέπει μόνο σαν μια διέξοδο από τη ρουτίνα».

Για το μέλλον της παροικίας και τη διατήρηση της ελληνικής συνείδησης στις επόμενες γενιές θα πει ότι «η μόνη λύση είναι να έλθει νέο αίμα από την Ελλάδα. Διαφορετικά, η αφομοίωση είναι αναπόφευκτη. Στην επίσπευση θα παίξουν μεγάλο ρόλο οι μικτοί γάμοι που όπως διαπιστώνουμε αυξάνονται ραγδαία».
Και επειδή «ουδέν κακόν αμιγές καλού», η οικονομική κρίση της γενέτειρας, θα συντείνει στην αιμοδοσία από την οποία έχει ανάγκη η παροικία.