Την περασμένη εβδομάδα είδαμε πως η Οθωμανική Αυτοκρατορία, με δηλώσεις της στον τύπο στις 3 Οκτωβρίου 1912, έκανε γνωστή την απόφασή της να μην απαντήσει στη διακοίνωση των Βαλκανικών Συμμάχων – Ελλάδας, Βουλγαρίας, Σερβίας και Μαυροβουνίου – με την οποία ζητούσαν μεταρρυθμίσεις στην περιοχή της Βαλκανικής Χερσονήσου, για βελτίωση στην κατάσταση των διαφόρων εθνικών μειονοτήτων.
Αμέσως μετά την αρνητική απάντηση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας τα μέλη της Βαλκανικής Συμμαχίας κήρυξαν τον πόλεμο κατά των Τούρκων στις αρχές του Οκτωβρίου 1912.
Οι στρατιωτικές δυνάμεις των τεσσάρων Βαλκανικών Συμμάχων ήταν ως ακολούθως:
Βουλγαρία: 300.000 πεζούς, 5.000 ιππείς και 720 πυροβόλα.
Σερβία: 220.000 πεζούς, 3.000 ιππείς και 500 πυροβόλα.
Ελλάδα: 115.000 πεζούς, 1.000 ιππείς, 280 πυροβόλα, και σημαντική ναυτική δύναμη.
Μαυροβούνιο: 35.000 πεζούς και 130 πυροβόλα.
Σύνολο των συμμαχικών δυνάμεων:
670.000 πεζοί, 9.000 ιππείς, και 1.630 πυροβόλα.
Οι στρατιωτικές δυνάμεις που αντιπαρέταξε η Οθωμανική Αυτοκρατορία ήταν κατά πολύ μικρότερες, καθότι αποτελούνταν από 340.000 πεζούς, 6.000 ιππείς και 850 πυροβόλα.
Από την πλευρά της Ελλάδας, η πολεμική αναμέτρηση με τις τουρκικές δυνάμεις άρχισε την αυγή της 5ης Οκτωβρίου στην περιοχή της Ελασσόνας.
Σε σύντομο χρονικό διάστημα ο ελληνικός στρατός, μετά τη μάχη του Σαραντάπορου, απελευθέρωσε τα Γρεβενά, την Κοζάνη, το Αμύνταιο, την Κατερίνη, την Έδεσσα, τη Βέροια, τη Νάουσα και τα Γιαννιτσά.

Απόν την πλευρά τους οι Βουλγαρικές δυνάμεις ανατολικά πολιόρκησαν την Αδριανούπολη και έφτασαν σε μικρή απόσταση από την Κωνσταντινούπολη, ενώ νοτιοδυτικά κατέλαβαν την Δυτική Θράκη και την Ανατολική Μακεδονία (Καβάλα, Δράμα, Σέρρες). Στις 26 Οκτωβρίου πέρασαν τον ποταμό Στρυμόνα, και κατευθύνονταν προς τον απώτερο στόχο τους, την Θεσσαλονίκη.

Οι Σέρβοι κατέλαβαν τα Σκόπια, προχώρησαν στην βορειοδυτική Μακεδονία, καταλαμβάνοντας το Μοναστήρι, και επιθυμώντας να βρουν διέξοδο στην Αδριατική Θάλασσα διέσχισαν την Αλβανία και έφθασαν στην βόρεια πόλη της Δυρράχιο.

Η ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

Ενόψει του κινδύνου να καταληφθεί η Θεσσαλονίκη από τον βουλγαρικό στρατό, ο Πρωθυπουργός της Ελλάδας, Ελευθέριος Βενιζέλος, έδωσε εντολή στον διάδοχο Κωνσταντίνο, αρχηγό του ελληνικού στρατεύματος, να κινηθεί τάχιστα προς την Θεσσαλονίκη.
Καθώς το σχέδιο του Κωνσταντίνου ήταν να καταλάβει πρώτα το Μοναστήρι, και ύστερα να στραφεί προς την Θεσσαλονίκη, ακολούθησαν προστριβές μεταξύ του Βενιζέλου και του Κωνσταντίνου, όπως προκύπτει από τα ακόλουθα επίσημα στοιχεία.

Τηλεγράφημα Βενιζέλου προς Κωνσταντίνο (13 Οκτωβρίου 1912):
«Αναμένω να μοι γνωρίσετε την περαιτέρω διεύθυνσιν, ην θα ακολουθήση η προέλασις του στρατού Θεσσαλίας. Παρακαλώ μόνον να έχετε υπ’ όψιν ότι σπουδαίοι πολιτικοί λόγοι επιβάλλουσι να ευρεθώμεν μίαν ώραν ταχύτερον εις την Θεσσαλονικήν».
Κωνσταντίνος προς Βενιζέλο:
«Ο στρατός δεν θα οδεύση κατά της Θεσαλονίκης. Εγώ έχω καθήκον να στραφώ κατά του Μοναστηρίου, εκτός αν μου το απαγορεύετε».
Βενιζέλος προς Κωνσταντίνο:
«Σας το απαγορεύω».
Τηλεφώνημα Βενιζέλου στον βασιλιά Γεώργιο Α΄ με την παράκληση να διαβιβασθεί στον Κωνσταντίνο (25 Οκτωβρίου 1912):
«Σας καθιστώ προσωπικώς υπεύθυνον διά την βραδύτητα με την οποίαν διεξάγετε τας επιχειρήσεις, αι οποίαι κινδυνεύουν να φέρουν τους Βουλγάρους πρώτους εις Θεσσαλονίκην».

Πηγή: Ιστορία Νεότερη και Σύγχρονη, Τεύχος Γ΄, Γ΄ Λυκείου, ΟΕΔΒ, Αθήνα 1994.
Μετά από τις εντολές του Βενιζέλου ο ελληνικός στρατός κινήθηκε προς την Θεσσαλονίκη, και έφτασε έξω από την πόλη στις 26 Οκτωβρίου. Το απόγευμα της ίδιας ημέρας, εορτή του πολιούχου της Θεσσαλονίκης Αγίου Δημητρίου, ο Τούρκος στρατιωτικός διοικητής της Θεσσαλονίκης, Χασάν Ταξίν Πασάς, παρέδωσε την πόλη στους Έλληνες, και μαζί 25.000 αιχμαλώτους και αξιόλογες ποσότητες στρατιωτικού υλικού.
Με διαφορά ωρών έφθασαν στην Θεσσαλονίκη βουλγαρικές μονάδες, στις οποίες επιτράπηκε η στρατοπέδευση στην πόλη, αφού ακόμη ήταν σύμμαχοι.
Η απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης, πρωτεύουσας της Μακεδονίας, την οποία εποφθαλμιούσε η Βουλγαρία, και σε μικρότερο βαθμό η Σερβία, μετέβαλε την Ελλάδα στον μεγάλο κερδισμένο αυτής της φάσης του πολέμου, και επιβεβαίωσε, για ακόμη μια φορά, την κρίση και την αποφασιστικότητα του Ελευθέριου Βενιζέλου.

Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΣΤΗΝ ΗΠΕΙΡΟ ΚΑΙ ΣΤΟ ΑΙΓΑΙΟ

Οι απανωτές νίκες του ελληνικού στρατού, με απόγειο την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης, αναπτέρωσαν το ηθικό του ελληνικού λαού, με αποτέλεσμα πλήθος εθελοντών από το εσωτερικό της χώρας, από τις απελευθερωμένες περιοχές, και από το εξωτερικό, έσπευσαν να καταταγούν στον ελληνικό στρατό.

Πριν τη λήξη του 1912 οι ελληνικές στρατιωτικές δυνάμεις είχαν διπλασιασθεί, και από 116.000 που ήταν λίγο πριν την έναρξη του πολέμου έφτασαν τις 240.000.
Μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης, στις αρχές του Νοεμβρίου 1912 ο ελληνικός στρατός έστρεψε τις κύριες δυνάμεις του προς την δυτική Μακεδονία και προς την Ήπειρο. Παράλληλα, άλλες δυνάμεις προσανατολίστηκαν προς τα νησιά του Βόρειου Αιγαίου.

Στις 20 Νοεμβρίου η Βουλγαρία, η Σερβία και το Μαυροβούνιο συνήψαν ανακωχή με την Οθωμανική Αυτοκρατορία, για να ξεκινήσουν οι διαπραγματεύσεις για ειρήνη.
Η Ελλάδα δεν πήρε μέρος στην ανακωχή εκείνη, γιατί ήθελε να ολοκληρώσει την απελευθέρωση των δυτικών περιοχών της Μακεδονίας, την Ήπειρο και τα νησιά του βορείου Αιγαίου. Στην στάση της εκείνη δικαιώθηκε, καθότι η εν λόγω ανακωχή κράτησε μόνο μέχρι τις αρχές Ιανουαρίου 1913, οπότε ξανάρχισαν οι εχθροπραξίες μεταξύ των δύο πλευρών.

Μέχρι την απελευθέρωση των περιοχών της Κεντρικής Μακεδονίας, συμπεριλαμβανομένης και της Θεσσαλονίκης, μόνο μικρό μέρος του ελληνικού στρατού είχε αποσταλεί στην Ήπειρο. Στη συνέχεια, μεταφέρθηκαν στο μέτωπο της Ηπείρου σημαντικές δυνάμεις υπό τη διοίκηση του διαδόχου Κωνσταντίνου. Στις 21 Φεβρουαρίου 1913 απελευθερώθηκαν τα Ιωάννινα, και παραδόθηκαν 30.000 Τούρκοι στρατιώτες.

Άλλα τμήματα του ελληνικού στρατού είχαν απελευθερώσει μεγάλη περιοχή της Βορείου Ηπείρου, όπως τη Χιμάρα, την Κορυτσά, το Αργυρόκαστρο, το Δέλβινο και το Τεπελένι.
Οι επιτυχίες των ελληνικών δυνάμεων συνεχίστηκαν και στο Αιγαίο, με την απελευθέρωση όλων των νησιών, εκτός από τα Δωδεκάνησα, τα οποία από το 1911 ήταν υπό ιταλική κατοχή.

Η πρώτη φάση του Βαλκανικού Πολέμου έληξε με την υπογραφή της Συνθήκης του Λονδίνου τον Μάιο του 1913. Με τη Συνθήκη εκείνη η Οθωμανική Αυτοκρατορία παραχώρησε επίσημα στους Βαλκανικούς Συμμάχους όλα τα εδάφη της Βαλκανικής Χερσονήσου δυτικά της γραμμής Αίνου – Μήδειας, με εξαίρεση την Αλβανία, το μέλλον της οποίας θα καθόριζαν οι Μεγάλες Δυνάμεις.

Η ΑΔΙΑΛΛΑΞΙΑ ΤΗΣ ΒΟΥΛΓΑΡΙΑΣ

Κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων στο Λονδίνο για τους όρους της συνθήκης μεταξύ των κρατών της Βαλκανικής Συμμαχίας και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η βουλγαρική αντιπροσωπεία πρόβαλε απαράδεκτες απαιτήσεις για ελληνικές περιοχές.

Ο Απόστολος Ε. Βακαλόπουλος, Καθηγητής Ιστορίας του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, στο βιβλίο του «Νέα Ελληνική Ιστορία, 1204 – 1985», γράφει σχετικά:
«Υπερβολικές ήταν οι απαιτήσεις της βουλγαρικής αντιπροσωπείας, η οποία προβάλλει απαράδεκτους όρους: Τη Θεσσαλονίκη ή πόλεμο», σελ. 348.

Για τον Ελευθέριο Βενιζέλο η αποχώρηση των στρατιωτικών δυνάμεων από την Θεσσαλονίκη, όπως απαιτούσε η Βουλγαρία, ήταν αδιανόητη. Εξάλλου, ο ίδιος είχε μεριμνήσει ο βασιλιάς Γεώργιος Α΄ να εγκατασταθεί στην Θεσσαλονίκη λίγες ημέρες μετά από την απελευθέρωσή της στις 26 Οκτωβρίου 1912, ως ένδειξη της σημασίας της πόλης για το ελληνικό κράτος. Εκεί ο βασιλιάς δολοφονήθηκε στις αρχές του Μαρτίου 1913 από τον Αλέξανδρο Σχοινά κάτω από ανεξιχνίαστες συνθήκες. Βασιλιάς αναδείχθηκε ο Κωνσταντίνος, οι μετέπειτα διαφορές του οποίου με τον Βενιζέλο κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, 1914-1918, προξένησαν μεγάλα προβλήματα για τη χώρα.

Παράλληλα με τη Θεσσαλονίκη, η Βουλγαρία αξίωνε να περιέλθει υπό τη κατοχή της η Θράκη, καθώς και η Ανατολική Μακεδονία. Από την Σερβία διεκδικούσε το Μοναστήρι.
Η στάση αυτή της Βουλγαρίας οδήγησε την Ελλάδα και την Σερβία στη σύναψη στρατιωτικής σύμβασης στις 19 Μαΐου 1913, για κοινή στάση των δύο κρατών απέναντι στις βουλγαρικές αξιώσεις.