ΓΙΑ έναν δικό μας άνθρωπο θα γράψω δυο κουβέντες σήμερα.
ΓΙΑ ένα κοινό γνωστό μας, που την περασμένη βδομάδα έφυγε από κοντά μας σε ηλικία 84 ετών.
ΕΙΚΟΝΕΣ από το παρελθόν θα επιχειρήσω να «αναστήσω» σήμερα και σκόρπιες μνήμες να συνδέσω.
ΣΤΙΣ μελαγχολικές μας Κυριακές θα αναφερθώ και στις μαζικές μας συνάξεις στα γήπεδα της παροικίας μας.
ΣΤΟΥΣ «ναούς της στρογγυλής Θεάς», που φέραμε μαζί μας από την πατρίδα, μαζί με τους υπόλοιπους Αγίους και τα λίγα προσωπικά μας αντικείμενα, θα αναφερθώ.
ΣΤΗ δική μας τη ζωή εδώ, που κύλησε καταμεσής μιας διαρκούς εκκρεμότητας. Αυτής του επαναπατρισμού…
ΕΝΟΣ επαναπατρισμού, που όσο περνούσαν τα χρόνια και άσπριζαν τα μαλλιά γινόταν πιο απόμακρος.
ΤΑ χρόνια, που συνεχίζουν πια να περνούν πολύ πιο γρήγορα, αφήνοντας όλο και λιγότερα ίχνη, εκτός από όνειρα, προσδοκίες και αναμνήσεις παίρνουν μαζί τους και αρκετούς από εμάς.
ΕΝΑΣ-ένας φεύγουν από κοντά μας και ορισμένοι συμπατριώτες μας που άφησαν το δικό τους στίγμα και είχαν γίνει σημεία αναφοράς στην παροικία μας.
ΕΝΑΣ τέτοιος πασίγνωστος τύπος, ιδιαίτερα στους φιλάθλους της παροικίας μας, ήταν και ο Δημήτρης Ανδρέου.
ΝΑΙ, στον αεικίνητο Τζιμάρα των ποδοσφαιρικών μας Κυριακών αναφέρομαι. Στον άνθρωπο που φρόντιζε να παρακολουθούμε τους αγώνες τρώγοντας πασατέμπο, φιστίκια, παστέλια και ό,τι διέθετε το… mobile μαγαζί του.
ΣΤΟ λιπόσαρκο Τζιμάρα, που «όργωνε» τις εξέδρες του Μιντλ Παρκ με κρεμασμένο ολόκληρο το «μαγαζί» από το λαιμό του!
ΜΙΚΡΟΣΩΜΟΣ και σβέλτος, όπως ήταν, κατάφερνε να περνά σαν αερικό ανάμεσα στους συνωστισμένους φιλάθλους (που παρακολουθούσαν το παιχνίδι όρθιοι) και να απαντά το ίδιο σβέλτα στα πειράγματά τους.
ΓΙΑ το μόνο πράγμα που δεν δεχόταν πειράγματα ήταν για τη μεγάλη της ζωής του αγάπη: την Αεκάρα…
«ΣΟΥ έμεινε κανένα σακουλάκι πασατέμπο Τζιμάρα» του φώναξε μια μέρα ένας φίλαθλος που κάθονταν ψιλά στην εξέδρα.
«ΘΑ ξαναφορτώσω και θα περάσω στο ημίχρονο, αλλά τόσο ψηλά δεν πρόκειται να ανέβω. Κατέβα εσύ πιο κάτω όταν με δεις» του απαντούσε ο Τζιμάρας.
ΤΟΝ θυμάμαι της Κυριακές, πριν πάει στο γήπεδο, περνούσε και από το μαγαζί του Γιώργη Σαλαπάτα στο Lonsdale Street και έπαιρνε αθλητικές εφημερίδες που του είχαν παραγγείλει κάτι πελάτες του, όπως έλεγε.
ΚΑΙ από τα γραφεία του «Νέου Κόσμου» περνούσε τακτικά και τον γνώριζαν καλά ακόμα και τα… έπιπλα.
ΕΦΕΡΝΕ στα κορίτσια του γραφείου «σποράκια» και κασέτες με λαϊκά τραγούδια, μέχρι που αρρώστησε πριν ένα τρίμηνο.
ΤΙΣ Κυριακές, πριν από το γήπεδο τα γραφεία της εφημερίδας μας μεταβάλλονταν σε κέντρο (διακεκριμένων) διερχομένων.
Η ελίτ της ποδοσφαιρικής μας ακμής από εκεί περνούσε, με πρώτο και καλύτερο τον Γιαννέλο (Γιάννη Μαργαρίτη), που περνούσε για να «συζητήσει» τις αλλαγές που προγραμμάτιζε με τον Ηλία Ντωνούδη.
ΤΗΝ εποχή εκείνη ο Ηλίας ήταν ο… 13ος παίκτης της Ελλάς. Ο 12ος ήταν οι φίλαθλοί της.
ΑΠΟ το γραφείο πηγαίναμε κατευθείαν στο γήπεδο και, στη συνέχεια, επιστρέφαμε για να «κλείσουμε» την εφημερίδα και να τη στείλουμε στο τυπογραφείο τις πρωινές ώρες της Δευτέρας.
ΜΕ την ψυχή στο στόμα τα καταφέρναμε τις περισσότερες φορές μέχρι να φτάσουν και τα αποτελέσματα του ελληνικού πρωταθλήματος.
ΤΟ «σταυρό» μας κάναμε, σας λέω, να μην υπάρχουν καθυστερήσεις στους αγώνες για να προλάβουμε το τυπογραφείο.
ΑΣΕ που, εκτός όλων των άλλων, μας τηλεφωνούσαν ξημερώματα και οι πιο φανατικοί για να μάθουν τι έκαναν οι ομάδες τους.
ΑΛΛΑ χρόνια εκείνα και άλλοι άνθρωποι. Η ομάδα του καθενός ήταν παράλληλα και η πατρίδα που άφησε πίσω. Τα παιδικά του χρόνια και οι πιο έντονες αναμνήσεις του.
ΓΙ’ ΑΥΤΟ τα γήπεδα τις μακρινές εκείνες δεκαετίες λειτουργούσαν και ως τόποι (προσωρινής έστω) επιστροφής στο νωπό ακόμα παρελθόν μας.
ΗΤΑΝ από τα ελάχιστα πράγματα που παρέμεινε μέσα μας ως είχε, διατηρώντας την ίδια συναισθηματική φόρτιση. Γι’ αυτό και συνεχίζουν να έχουν τον (αποκλειστικό) χώρο στις αναμνήσεις.
ΤΑ γήπεδα τις δεκαετίες του ‘60, του ‘70 και του ‘80, λειτουργούσαν και ως τόποι συνάντησης, που έσπαγαν τη μονοτονία του εργοστασίου, των ψαράδικων και των Milk Bar.
ΣΤΑ γήπεδα, τους κινηματογράφους, σε γιορτές, γάμους και βαφτίσεις συναντιόμαστε τότε. Οι κηδείες ήταν ακόμα σπάνιες…
ΕΙΧΑΝ τους δικούς τους ξεχωριστούς χαρακτήρες τα γήπεδα. Και δεν αναφέρομαι μόνο στον Τζιμάρα, τον άρχοντα των εξεδρών και των ξηρών καρπών.
ΠΡΙΝ έλθεις πρόσωπο με πρόσωπο με το Τζιμάρα, περνούσες από τα υπαίθριο σουβλατζίδικο του μπάρμπα Σπύρου (Μιχαηλίδη), τον τύπο που πωλούσε (μόνο) κουλούρια και άλλες γνωστές… «φιγούρες».
ΚΑΙ οι εξέδρες είχαν τους δικούς τους ανθρώπους που με τα χρόνια άρχισαν να αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του γενικότερου συνόλου.
ΓΝΩΣΤΟΤΕΡΟΙ ήταν όσοι είχαν τη πιο δυνατή φωνή και έβριζαν περισσότερο από τους άλλους.
ΚΑΙ όταν λέμε βρίσιμο, εννοούμε αυθεντικό και ευρηματικό βρίσιμο, που έτσι και το συνήθιζες (όπως εγώ) αισθανόσουν άβολα, όταν η ομάδα πήγαινε καλά και οι ζοχαδιακοί της εξέδρας ηρεμούσαν.
ΘΥΜΑΜΑΙ όταν μετά από ένα παιχνίδι στο γήπεδο του Αλεξάνδρου στο Χάιντελμπεργκ, στο οποίο είχε χάσει η Ελλάς, πήγαινα με ένα φίλο στο πάρκινγκ να πάρουμε το αυτοκίνητο για να φύγουμε.
ΔΙΠΛΑ μας περπατούσε μια άλλη παρέα φιλάθλων που έκανε κριτική στο παιχνίδι και τον προπονητή της Ελλάς για ορισμένους παίχτες που χρησιμοποίησε.
ΕΝΑΣ, μάλιστα, από αυτούς τα είχε πάρει (στην κυριολεξία) στο κρανίο και έλεγε διάφορα ακατονόμαστα.
ΠΡΙΝ ανοίξει τη πόρτα του αυτοκινήτου του για να μπει μέσα, γυρίζει και λέει στο φίλο του που κατευθυνόταν στο δικό του αυτοκίνητο.
«ΑΝΤΕ να έχεις φάει τέτοιο ψοφόκρυο και ψιλοβρόχι, να έχει χάσει η Ελλάς και να τα ακούσεις από πάνω και από τη γυναίκα όταν γυρίσεις σπίτι. Δεν ξανάρχομαι ρε στο γήπεδο, σου λέω…»
ΕΠΑΝΕΡΧΟΜΑΙ, όμως, στον Τζιμάρα, που όταν με έβλεπε στο γήπεδο μου έδινε και δύο-τρία σακουλάκια πασατέμπο επιπλέον για να μη «ξεμείνω» σε περίπτωση που δεν προλάβει να ξαναπεράσει.
ΠΑΣΑΤΕΜΠΟ και φιστίκια με κερνούσε ακόμα και στο δρόμο όταν με συναντούσε και εννοείται ότι δεν ήθελε να ακούσει κουβέντα για πληρωμή.
«ΜΑ τόσα πολλά βγάζεις ρε Τζιμάρα» τον ρωτούσα πειραχτικά. «Τι να βγάλω ρε Μπάμπη από τα σποράκια… Δόξα το Θεό, όμως, τα καταφέρνω, τίποτα δεν μου λείπει».
ΚΑΙ, πράγματι, δεν του έλειπε τίποτα του Τζιμάρα, που μεγάλωσε στο πεζοδρόμιο (όπως συνήθιζε να λέει) και έκανε… επιχειρηματική καριέρα στην εξέδρα.
ΕΒΔΟΜΗΝΤΑ ολόκληρα χρόνια «έμπορος» των δρόμων και των γηπέδων ο Τζιμάρας και 84 χρόνια φίλαθλος της ΑΕΚάρας, αφού ήταν κιτρινόμαυρος από την κοιλιά της μάνας του!
ΑΡΧΙΣΕ να πουλά διάφορα «προϊόντα» στους δρόμους πριν αρχίσει ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, σε μια εποχή που η Αθήνα δεν είχε καμιά σχέση με τη σημερινή χαβούζα και την ΑΕΚάρα τη σέβονταν ακόμα εχθροί και φίλοι.
ΜΕ τα χρόνια ανέβηκε ένα ακόμα επαγγελματικό σκαλοπάτι και άλλαξε τον ταβλά με ένα καροτσάκι στο οποίο τοποθέτησε ένα ψυγείο πάγου και πουλούσε παγωτά.
ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ, όπως όλοι οι νέοι της εποχής του, μια καλύτερη ζωή, μετανάστευσε στην Αυστραλία και ασχολήθηκε αποκλειστικά με τη δουλειά που ήξερε και αγαπούσε.
ΤΟΥ άρεσε πάντα να συναναστρέφεται με κόσμο και ελπίζω εκεί που θα πάει θα βρει πολλούς φίλους και πελάτες του.
ΓΕΙΑ χαρά ρε Τζιμάρα και καλό σου ταξίδι…