Το βιβλίο αυτό είναι, κατά τη γνώμη μου, από τα πλέον σημαντικά που έχουν κυκλοφορήσει στην Ελλάδα για το συγκεκριμένο θέμα.
Όπως λέει ο συγγραφέας, τα τάγματα ασφαλείας είναι ο μεγάλος απών από την επίσημη εικόνα της δεκαετίας του 1940, όπως αυτή φιλοτεχνήθηκε στα μεταπολεμικά χρόνια. Αυτή η σιωπή κατά πάσα πιθανότητα οφείλεται στην αντίφαση ανάμεσα στα εθνικιστικά φρονήματα των συμμετεχόντων σε αυτά και την πεζή πραγματικότητα της ένοπλης συνεργασίας τους με τον κατακτητή. Μπορεί τα στελέχη τους να ενσωματώθηκαν πλήρως στο μετεμφυλιακόκράτος των εθνικοφρόνων, φτάνοντας επί χούντας μέχρι την κορυφή της κρατικής ιεραρχίας, αναγκάστηκαν όμως να αποσιωπήσουν το κατοχικό παρελθόν τους.

Ο μόνος τρόπος να χωρέσουν οι ταγματασφαλίτες στην κυρίαρχη αφήγηση, ήταν ως θύματα του «”κοινού εχθρού». Από το Βαθύλακο και το Κιλκίς μέχρι το Mελιγαλά και τους Γαργαλιάνους, η πτωματολογία των «αγρίως σφαγιασθέντων» κάλυψε τα κενά της επίσημης ιστορίας κατασκευάζοντας την εικόνα μιας ενιαίας εθνικοφροσύνης. Η εικόνα αυτή κυριάρχησε μέχρι τη μεταπολίτευση, όσο η νομοθεσία περί «αναμόχλευσης παθών» και η σκιά του χωροφύλακα καθόριζαν τα όρια της ιστοριογραφικής νομιμότητας.
«Η αυτολογοκριμένη μνήμη» καταγράφει την επιχειρηματολογία και τα ιδεολογήματα, βάσει των οποίων επιχειρήθηκε μεταπολεμικά η δικαίωση του ένοπλου δωσιλογισμού. Εγχείρημα πολλαπλά επίκαιρο, καθώς στις μέρες μας η ιστορία της δεκαετίας του ’40 ξαναγράφεται με διακηρυγμένο στόχο την προσαρμογή της ελληνικής κοινωνίας στη νεοταξική «κανονικότητα» του τέλους της Ιστορίας και της ταύτισης κάθε δομικής αντιπολίτευσης με την «τρομοκρατία».

Όπως αναφέρεται στον πρόλογο του βιβλίου, απαλλαγμένοι στη μεγάλη τους πλειοψηφία από κάθε ποινική ή διοικητική κύρωση, χάρη στην καθοριστική συμμετοχή τους στον Εμφύλιο πόλεμο που ακολούθησε την Απελευθέρωση, οι ταγματασφαλίτες ενσωματώθηκαν μεν στο στρατόπεδο των νικητών της δεκαετίας του ’40, εξαναγκάστηκαν όμως ταυτόχρονα σε μια λιγότερο ή περισσότερο διακριτική αποσιώπηση του κατοχικού παρελθόντος τους. Η διαδικασία αυτή δεν υπήρξε ούτε ομοιόμορφη ούτε απαλλαγμένη από τριβές. Παρ’ όλες, ωστόσο, τις ενστάσεις που διατυπώθηκαν κατά καιρούς από την ακροδεξιά κυρίως πλευρά του πολιτικού φάσματος (για τη σιωπή της Αριστεράς φρόντιζε, ώς τη Μεταπολίτευση, η λογοκριτική νομοθεσία περί «αναμόχλευσης παθών», τα ζωντανά ακόμη βιώματα της Κατοχής ήταν τέτοια που να μην επιτρέπουν οποιαδήποτε πανηγυρική νομιμοποίηση της ένοπλης συνεργασίας με τον κατακτητή.

Αντικείμενο τούτου του βιβλίου, λοιπόν,  είναι αυτή ακριβώς η διαδρομή της δημόσιας εικόνας των ταγματασφαλιτών στον κρατικό και ημιεπίσημο εθνικόφρονα λόγο των πρώτων τριών μεταπολεμικών δεκαετιών – ουσιαστικά, μέχρι την επίσημη αναγνώριση της ΕΑΜικής Αντίστασης το καλοκαίρι του 1982. Ιδιαίτερη έμφαση θα δοθεί στην επιχειρηματολογία που επιστρατεύθηκε από τους υπέρμαχους της ηθικής και πολιτικής αποκατάστασης των Ταγμάτων Ασφαλείας, ως οργανικού τμήματος της «πολιτικά ορθής» εθνικοφροσύνης των μετεμφυλιακών χρόνων. Εκτός από τις δημοσιευμένες κι αδημοσίευτες γραπτές πηγές, στο τελικό αποτέλεσμα συνέβαλαν επίσης οι παιδικές μνήμες του συγγραφέα από τα χρόνια της χούντας και οι συζητήσεις με ανθρώπους που έζησαν τα χρόνια της Κατοχής. Ο συγγραφέας είναι γνωστός ως δημοσιογράφος της εφημερίδας «Ελευθεροτυπία» και από τους συντελεστές του «Ιού».