Κυριακή, 20 Δεκεμβρίου 1953. Καμίνι η Μελβούρνη. Κύμα καύσωνα και ξηρασίας πλήττει την πόλη, με τον υδράργυρο να έχει βαρέσει κόκκινο κολλημένος σε επίπεδα άνω των 40 βαθμών Κελσίου. Είναι ο πιο «καυτός» Δεκέμβρης της τελευταίας 55ετίας. Η έλλειψη νερού είναι ένα από τα σοβαρότερα προβλήματα. Τα μέσα ενημέρωσης επικρίνουν την εταιρεία υδάτων για την αδυναμία της να προμηθεύσει με νερό ακόμα και τα νοσοκομεία και αναρωτιούνται τι θα γίνει σε «εφτά ή οχτώ χρόνια με την αύξηση του πληθυσμού» της Μελβούρνης; Μια αύξηση που θεωρείται φυσικό επακόλουθο του μεταναστευτικού κύματος από την Ευρώπη. Η κοινή γνώμη είναι συγκλονισμένη από την είδηση για το σιδηροδρομικό δυστύχημα στο Σίντεναμ του Σίδνεϊ, όπου το μεσημέρι της ίδιας ημέρας, δύο τρένα γεμάτα επιβάτες που επέστρεφαν από τα χριστουγεννιάτικα ψώνια τους, συγκρούσθηκαν μετωπικά, με αποτέλεσμα να σκοτωθούν τρεις γυναίκες και να τραυματισθούν δεκάδες άλλοι. Αν και τα σημάδια της ύφεσης είναι εμφανή, οι Μελβουρνιώτες γεμίζουν τα καταστήματα για τα χριστουγεννιάτικα ψώνια τους και η πόλη ετοιμάζεται να γιορτάσει τη γέννηση του Κυρίου και να υποδεχθεί το Νέο Έτος.
Το βράδυ της ίδιας ημέρας… Στο λιμάνι της Μελβούρνης είναι αγκυροβολημένο από νωρίς το πλοίο «Anna Salen», έχοντας μεταφέρει εκατοντάδες νέους μετανάστες από την Ελλάδα. Στο σκονισμένο τρένο που περιμένει στην προκυμαία, στοιβάζονται, μέσα στον καύσωνα, ένας-ένας οι περισσότεροι από αυτούς.
Ανάμεσά τους και ο 22χρονος Λεωνίδας Αργυρόπουλος, από τη Μάκρη Αρκαδίας. Μετά από ένα πολυήμερο ταξίδι με το πλοίο, ετοιμάζεται να πάρει, μέσα στη νύχτα, το δρόμο για το άγνωστο… Για το επίμαχο κέντρο υποδοχής μεταναστών της Bonegilla. Άφησε μητέρα, αδέρφια, φίλους και συγγενείς για να κάνει το όνειρό του πραγματικότητα. Αποφασισμένος να εργαστεί ακόμα και ως αγρότης, για να μπορέσει να συνεχίσει τις σπουδές του και να δημιουργήσει τις συνθήκες για μια καλύτερη ζωή.
«Μετά από 37 μέρες ταξίδι, στην πραγματικότητα σκέτη ταλαιπωρία, φθάσαμε στη Μελβούρνη στις 20 Δεκεμβρίου» θυμάται.
«Στην προκυμαία μάς περίμενε το τραίνο για να επιβιβαστούμε και μέσα στη νύχτα να αναχωρήσουμε για την Bonegilla».
ΔΥΣΚΟΛΕΣ ΕΠΟΧΕΣ
O Λεωνίδας Αργυρόπουλος γεννήθηκε το 1932 και ολοκλήρωσε τις γυμνασιακές του σπουδές στην Τρίπολη Αρκαδίας. Από ηλικία 4 ετών έμεινε ορφανός και η μητέρα του, Μαρία, κατόρθωσε μόνη της να μεγαλώσει τον ίδιο και τα δύο μικρότερα αδέρφια του. Ο πατέρας του, Θανάσης, είχε μεταναστεύσει στην Αμερική, όπου έμεινε 25 χρόνια στην περιοχή του Σαν Φραντζίσκο. Επέστρεψε στην Ελλάδα σε ηλικία 47 ετών και τον ίδιο χρόνο παντρεύτηκε, αλλά το 1937 πέθανε, αφήνοντας πίσω τη γυναίκα του με τρία παιδιά. Τα χρήματα που είχε φέρει από την Αμερική έχασαν την αξία τους με την κρίση και τον πληθωρισμό, με αποτέλεσμα η σύζυγός του να προσπαθεί με δυσκολίες να μεγαλώσει τα μικρά παιδιά της.
«Αναγκάστηκα να εργάζομαι από μικρός στα κτήματα της οικογένειας και κατά κάποιον τρόπο, σαν μεγαλύτερος, να έχω την ευθύνη της» λέει ο κ. Αργυρόπουλος. «Η μητέρα μου προσπάθησε να μας στείλει στο σχολείο. Πηγαινοερχόμασταν με τα πόδια στο γυμνάσιο στην Τρίπολη αντιμετωπίζοντας μεγάλες κακουχίες» προσθέτει.
Τελείωσε το Α’ Γυμνάσιο Τριπόλεως το 1950 και την επόμενη χρονιά έδωσε εξετάσεις στην Στρατιωτική Ιατρική Σχολή Θεσσαλονίκης, αλλά χωρίς επιτυχία, επειδή ήταν πολλοί υποψήφιοι και μόλις 25 οι θέσεις.
Στην Αμερική βρίσκονταν ο θείος του, Κώστας Νίκολς, ο οποίος για να τους βοηθήσει υιοθέτησε τον αδερφό του, Κώστα, το 1938. Επειδή, όμως, ήταν μόλις τεσσάρων ετών, δεν του επέτρεψαν να τον πάρει μαζί του. Στο μεταξύ, μεσολάβησε ο πόλεμος και, τελικά, το 1950-1951 η Αμερική επέτρεψε στους Έλληνες και ιδιαίτερα στα θύματα του ανταρτοπόλεμου, να μεταναστεύουν εκεί.
«Τελειώνοντας το γυμνάσιο, προγραμμάτιζα να πάω κι εγώ στην Αμερική για να σπουδάσω και άρχισα να μαθαίνω Αγγλικά» λέει. «Αλλά ο θείος μου λόγω ασθενείας αδυνατούσε να με πάρει για σπουδές και τελικά πήρε μόνο τον αδερφό μου το 1951».
ΑΓΩΝΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ
Στεναχωριόταν που δεν μπόρεσε να πάει στην Αμερική, καθώς και για την αποτυχία του στις εξετάσεις στη Στρατιωτική Ιατρική Σχολή και αγωνιούσε για το μέλλον. Εκείνη την εποχή η Αυστραλία συνεργαζόταν με την Ελλάδα και άλλες ευρωπαϊκές χώρες σε ένα πρόγραμμα μετανάστευσης για την προσέλκυση νέων, έτσι ώστε να αντιμετωπίσει το πρόβλημά της με την έλλειψη εργατικού δυναμικού.
«Τότε εμφανίζεται αντιπροσωπεία της ΔΕΜΕ (Διακυβερνητική Επιτροπή Μετανάστευσης εξ Ευρώπης) στην Τρίπολη, αναζητώντας ενδιαφερόμενους νέους για να μεταναστεύσουν στην Αυστραλία» λέει ο κ. Αργυρόπουλος.
«Επειδή ζητούσαν αγρότες και εργάτες, εγώ απέκρυψα ότι είχα τελειώσει το γυμνάσιο και πριν τους συναντήσω για πρώτη φορά, έτριψα τα χέρια μου στο χώμα για να φαίνομαι ότι δούλευα στα χωράφια» προσθέτει. «Μάλιστα, όταν με δέχθηκαν, έκανα και μαθήματα οδήγησης τρακτέρ με τη ΔΕΜΕ για να προετοιμαστούμε για την αγροτική εργασία στη μακρινή ήπειρο».
Κι ενώ ήταν σχεδόν έτοιμος για να αναχωρήσει για την Αυστραλία, τους επισκέφθηκε ο θείος του, Γιώργος Μπαρουξής, που ζούσε στο Βελγικό Κονγκό και του πρότεινε να πάει μαζί του, «όπου δεν θα χρειάζονταν να δουλεύει σκληρά όπως στην Αυστραλία». Τελικά, τον έπεισε κι άρχισε τις διαδικασίες για τη βίζα. Ενημέρωσε τη ΔΕΜΕ ότι δεν θα έφευγε με το επόμενο καράβι και καθυστερούσε την αναχώρησή του για την Αυστραλία.
«Αλλά επειδή για το Κονγκό έπρεπε να κάνω τη βίζα από το Βέλγιο, οι διαδικασίες καθυστερούσαν και ερχόταν ο καιρός να με πάρουν στρατιώτη» λέει.
«Έτσι, μετά από πέντε προσκλήσεις που μου είχε κάνει η ΔΕΜΕ, τους είπα τελικά ότι θα φύγω για Αυστραλία το Νοέμβριο, μαζί με περίπου 400 άλλους συμπατριώτες μας. Οι περισσότεροι ήταν από τη Βόρειο Ελλάδα και μόνο 4 από την Πελοπόννησο και ένας από Αίγινα».
Το ταξίδι με το «Αnna Salen» ήταν πολυήμερο και κουραστικό. Πρώτος σταθμός του στην Αυστραλία ήταν η Περθ, όπου κατέβηκε ένας αριθμός επιβατών.
«Εκεί έμαθα και για το Μακεδονικό ζήτημα» λέει. «Μερικοί συνεπιβάτες μου μιλούσαν ελληνικά στο πλοίο, αλλά όταν βγήκαν στην Περθ άρχισαν να μιλούν τα σλαβικά. Δεν μπορούσα να πιστέψω αυτή την αλλαγή!»
TΑΞΙΔΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΜΠΟΝΕΓΚΙΛΑ
Το τραίνο φορτωμένο με τους νέους μετανάστες, ξεκίνησε μέσα στη νύχτα το ταξίδι για την Bonegilla. Αργότερα σταμάτησε στο Σέιμουρ, όπου σε μια μικρή αίθουσα προσφέρθηκαν ελαφρά φαγητά και αναψυκτικά στους επιβάτες. Ξημερώματα της Δευτέρας έφθασε στον προορισμό του, στην περιβόητη Bonegilla. Ένα απομονωμένο στρατόπεδο εκπαίδευσης, χωρισμένο σε «μπλοκς», που χρησίμευε για την υποδοχή και προώθηση σε εργασίες των νεοαφιχθέντων μεταναστών. Εκεί βρίσκονταν ακόμα και μερικοί άλλοι Έλληνες που είχε στείλει η ΔΕΜΕ με προηγούμενα καράβια.
Εκείνη την εποχή, η κριτική για τις συνθήκες διαβίωσης των νέων μεταναστών στην Bonegilla και για την έλλειψη ευκαιριών απασχόλησης είχε κλιμακωθεί, κυρίως από το χώρο των προοδευτικών κύκλων της ελληνικής παροικίας της Μελβούρνης, που έκαναν λόγω για απάνθρωπες συνθήκες διαβίωσης και μεταχείρισης. Παράλληλα, τοπικές εφημερίδες εξέφραζαν τη δυσφορία των κατοίκων της επαρχίας για τη μεταφορά των μεταναστών στην περιοχή τους.
Η Bonegilla αν και ήταν ένας στρατιωτικός καταυλισμός, λειτουργούσε σαν μια μικρή επαρχιακή πόλη. Οι πρώτοι Έλληνες που αφίχθηκαν εκεί ήρθαν σε μια δύσκολη περίοδο για την Αυστραλία, η οποία προσπαθούσε να σταθεί στα πόδια της από την οικονομική ύφεση του 1952 που είχε προκαλέσει αύξηση της ανεργίας. Η κυβέρνηση είχε αναγκαστεί να αναθεωρήσει τη δέσμευσή της για το πρόγραμμα μαζικής μετανάστευσης από την Ευρώπη.
Συγκεκριμένα, είχε αποφασίσει να μειώσει κατά το ήμισυ τους μετανάστες που προγραμμάτιζε για το 1953, ως προσωρινό μέτρο, καθώς ήταν πεπεισμένη ότι, παρά την κρίση, το πρόγραμμα της μετανάστευσης ήταν απαραίτητο για την μακροπρόθεσμη οικονομική ανάπτυξη της χώρας. Το πρόγραμμα αυτό θα επαναλαμβάνονταν μόλις οι οικονομικές συνθήκες το επέτρεπαν. Μάλιστα, ο τότε υπουργός Μετανάστευσης, Χάρολντ Χολτ, ταξίδεψε στην Ευρώπη το καλοκαίρι του 1953 για να καθησυχάσει επτά χώρες και την Ελλάδα, που συμμετείχαν στο πρόγραμμα, ότι η Αυστραλία θα συνεχίσει να δέχεται μεγάλο αριθμό μεταναστών στο εγγύς μέλλον. Από το 1953 μέχρι τον Ιούνιο του 1956 ήρθαν στην Αυστραλία 33.639 μετανάστες από την Ελλάδα και οι περισσότεροι από αυτούς πέρασαν από την Bonegilla.
Την εποχή εκείνη, στην ελληνική παροικία είχε δημιουργηθεί ένα δίκτυο υποστήριξης των νεοαφιχθέντων, κυρίως με πρωτοβουλία του «Δημόκριτου» και της Κοινότητάς μας, που αμφισβητούσαν την καταλληλότητα του στρατοπέδου της Bonegilla για την υποδοχή των νέων μεταναστών ή και για τις υπηρεσίες απασχόλησης που τους προσέφερε.
ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΣΤΗΝ ΜΠΟΝΕΓΚΙΛΑ
Ο κ. Αργυρόπουλος δεν έμεινε πολύ καιρό στην Bonegilla, ούτε και δούλεψε σε φάρμες της περιοχής, κυρίως λόγω του ότι αφίχθηκε κατά τη διάρκεια των εορτών και δεν υπήρχε μεγάλη ζήτηση για εργάτες.
«Έμεινα δύο-τρεις εβδομάδες περίπου» εξηγεί. «Δεν εργάστηκα σε φάρμες. Εκεί στο ειδικό κέντρο υποδοχής μεταναστών, έρχονταν φαρμαδόροι για να μας πάρουν για δουλειά. Ευτυχώς για μένα, επειδή έφθασα τις ημέρες των εορτών δεν υπήρχε μεγάλη ζήτηση για εργάτες.»
Έτσι, πέρασε τα πρώτα του Χριστούγεννα στην Αυστραλία στο στρατόπεδο της Bonegilla.
Για καλή του τύχη, τον επισκέφθηκε ένας συμπατριώτης του από την Γουαγκαράτα, ο οποίος του πρότεινε να πάει μαζί του και να εργασθεί εκεί. Χωρίς δεύτερη σκέψη τον ακολούθησε.
«Στη Γουαγκαράτα πήγα για δουλειά σε μεγάλο πλεκτήριο της περιοχής, αλλά δεν με πήραν επειδή είχα ένα ποσοστό αχρωματοψίας,» θυμάται. «Έτσι έμεινα για λίγες ημέρες εκεί και κατόπιν επέστρεψα στη Μελβούρνη.»
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΗ ΜΕΛΒΟΥΡΝΗ
Μαζί με το συμπατριώτη του, Βασίλη Γάτζινο, νοίκιασαν δωμάτια στην οδό Queensberry, στο Κάρλτον, και άρχισαν να αναζητούν εργασία, επειδή τα χρήματά τους τελείωναν. Ο κ. Αργυρόπουλος εξηγεί ότι ήταν πολλοί λίγοι εκείνοι οι οποίοι επέστρεψαν απευθείας από την Bonegilla στη Μελβούρνη. Οι περισσότεροι πήγαιναν σε διάφορες περιοχές που τους έστελναν για εργασία και μετά από λίγο καιρό γύριζαν στη Μελβούρνη, όπου βρίσκονταν γνωστοί και συγγενείς τους.
«Κάθε βράδυ μαζευόμασταν στα ελληνικά μαγαζιά στο κέντρο της πόλης» λέει. «Έβλεπες να κατεβαίνουν εκεί παρέες-παρέες όλοι μετά τη δουλειά… Κι εγώ επειδή ήξερα λίγα Αγγλικά τους βοηθούσα να συμπληρώσουν αιτήσεις, για δουλειές, νοσοκομεία κ.λπ.»
Οι περισσότεροι μετανάστες της εποχής εκείνης επειδή ήταν χωριατόπαιδα και ανειδίκευτοι, αναζητούσαν εργασία σε εργοστάσια ή όπου αλλού μπορούσαν. «Ρωτούσαμε ποιες δουλειές έχουν ζήτηση και μας έλεγαν ‘metal finish’, αλλά δεν ξέραμε τι ήταν αυτό,» λέει ο κ. Αργυρόπουλος.
«Μάθαμε τότε ότι το εργοστάσιο Austin ζητούσε εργάτες και πήγα μαζί με τον φίλο μου το Βασίλη. Εκεί με ρώτησαν: «Τι δουλειά ξέρεις;».
Απάντησα «Τίποτα». «Δεν έχει δουλειά για σένα» μου είπαν. Πήραν τον συμπατριώτη μου επειδή τους είπε ότι γνωρίζει ‘metal finish’. Δεν πρόφθασε, όμως, να μείνει πολύ ώρα κι έφυγε επειδή τον έβαλαν να κάνει ‘spot welding’. Και επειδή αυτό το κάνεις με μια συσκευή σαν όπλο, όταν τράβηξε τη «σκανδάλη» αυτός φοβήθηκε και το πέταξε κάτω και φύγαμε.
»Δοκιμάσαμε να πάμε σε άλλα εργοστάσια αυτοκινήτων, όπως στο Standard και στη Holden. Πήγαμε, κατόπιν, σε ένα εργοστάσιο που έκανε κιβώτια, αλλά πήραν μόνο το φίλο μου. Λίγες ημέρες αργότερα, βρήκα δουλειά σε εργοστάσιο ζάχαρης στο Γιάραβιλ. Αλλά όταν είδα τι ήταν η δουλειά που θα έκανα έφυγα. Τελικά, βρήκα δουλειά ως ‘polisher’ σε ένα μικρό εργαστήριο στην οδό La Trobe, απέναντι από την αστυνομία. Ήταν εργασία χωρίς ενδιαφέρον κι έμεινα ένα μήνα περίπου.»
Άλλαξε πολλές δουλειές ώσπου να τον προσλάβουν στο ταχυδρομείο. «Στο τέλος, βρήκα δουλειά στο Ταχυδρομείο, όπου εργάζονταν και άλλοι Έλληνες» λέει. «Ένας από τους συναδέλφους μου ήταν και ο Δημήτρης Γκόγκος, που αργότερα έγινε εκδότης του ‘Νέου Κόσμου’».
Αφού αποταμίευσε κάπου 400 λίρες, το Φεβρουάριο του 1955 γράφτηκε στο RMIT για να πραγματοποιήσει το όνειρό του και να σπουδάσει πολιτικός μηχανικός, ενώ εργάζονταν στις διακοπές σε διάφορες δουλειές. «Ήμουν ο πρώτος από τους τότε μετανάστες πού πήγε πανεπιστήμιο. Στο δεύτερο έτος, βρήκα δουλειά στο υπουργείο Δημοσίων Έργων και με έστειλαν να εργασθώ σε ένα στρατιωτικό κέντρο εκπαίδευσης» λέει. «Με εντυπωσίασε ο τρόπος με τον οποίο με αντιμετώπιζαν ως δευτεροετή φοιτητή και μου επέτρεπαν να γευματίζω ακόμα και στη λέσχη αξιωματικών. Είχα βελτιώσει και τα αγγλικά μου αρκετά και σκεπτόμουν πόσο άλλαξαν τα πράγματα στα τρία χρόνια που είχα φύγει από την Ελλάδα. Εκεί δεν μου έδινε σημασία κανένας, ενώ εδώ με αντιμετώπιζαν σαν αξιωματικό του στρατού. Εδώ σέβονταν τον πολίτη και υπήρχε ίση μεταχείριση».
Ολοκληρώνοντας τις σπουδές του στο RMIT το 1959, βρήκε εργασία στο Δήμο Broadmeadows, στην πολεοδομία. «Σχεδιάζαμε δρόμους και άλλα σχετικά έργα» εξηγεί. «Έμεινα τρία χρόνια εκεί επειδή ήταν μακριά για μένα. Στη συνέχεια βρήκα δουλειά στην τότε υπηρεσία Country Roads όπου παρέμεινα 10 χρόνια. Σχεδιάζαμε δρόμους, γέφυρες κ.λπ. Το 1972 παραιτήθηκα και ασχολήθηκα από εκεί και μετά με δικές μου επιχειρήσεις. Στο μεταξύ το 1964 παντρεύτηκα την Αλίκη και αποκτήσαμε δύο παιδιά, τη Μαρία και το Θάνο.»
Ο ΠΑΛΑΙΜΑΧΟΣ ΚΟΙΝΟΤΙΚΟΣ
Ο κ. Αργυρόπουλος είναι ένας επιτυχημένος επιχειρηματίας και από τα παλαιότερα και πιο δραστήρια μέλη της Κοινότητας. «Μέλος στην Κοινότητα γράφτηκα το 1955 και το 1959 εκλέχθηκα μέλος του Δ.Σ., επί προεδρίας Βασίλη Λογοθέτη» λέει.
Παρέμεινε μέλος του Δ.Σ. της Κοινότητας καθ’ όλη τη δεκαετία του 1960 και επανήλθε στη δεκαετία του 1980 ως γραμματέας και ταμίας στα Διοικητικά Συμβούλια των Δημήτρη Κτενά και Σάββα Παπασάββα.
Συμμετείχε και σε πολλές επιτροπές, όπως ως ταμίας της ιδρυτικής επιτροπής του Φεστιβάλ Αντίποδες, το Μάιο του 1986. Έλαβε μέρος στην επιτροπή για την εισαγωγή των Ελληνικών στο πανεπιστήμιο της Μελβούρνης, για την εισαγωγή δίγλωσσων προγραμμάτων στα αυστραλιανά κρατικά σχολεία και του σχολείου της κοινότητας Alphington Grammar. Το 1987 διετέλεσε ταμίας στην Αυστραλοελληνική Επιτροπή Ανέγερσης Κρητικού Μνημείου Αυστραλίας, καθώς και πρόεδρος του Παναρκαδικού Συλλόγου επί σειρά ετών.
Αναφερόμενος στις δραστηριότητες της Κοινότητας και στο ρόλο της στην παροικία, λέει πως κατά την δεκαετία του 1960 ήταν πολύπλευρος και πολύμορφος. «Ο Ελληνισμός την εμπιστεύθηκε και όλες οι υγιείς δυνάμεις της παροικίας συνέβαλαν στην επίτευξη των στόχων της,» εξηγεί.
ΤΟ ΚΟΙΝΟΤΙΚΟ ΜΕΓΑΡΟ
Ο κ. Αργυρόπουλος ήταν ενεργό μέλος στην Κοινότητα όταν αγοράσθηκε το κοινοτικό κτίριο. «Για το κτίριο δεν μπορώ να πω πολλά πράγματα διότι το 1959 που εκλέχθηκα σύμβουλος, είχε ήδη αγοραστεί και είχε αρχίσει η ανακαίνισή του.» λέει. «Εκείνο που μου έκανε αίσθηση και ως πολιτικό μηχανικό, ήταν η αδεξιότητα με την οποία είχαν γίνει τα σχέδια για την ανακαίνιση του κτιρίου που είχε σαν αποτέλεσμα την προβληματική λειτουργικότητά του».
Αναφερόμενος στην αγορά του κτιρίου αυτού, λέει πως δεν ήταν σωστή κίνηση. Το κτίριο κόστισε 33.000 λίρες να αγοραστεί και δαπανήθηκαν άλλες 100.000 λίρες (που είχαν εισπραχθεί από την πώληση του ακινήτου Illura) για την ανακαίνισή του. «Ήταν λάθος η αγορά του» τονίζει και προσθέτει: «Με τα χρήματα που δαπανήθηκαν για την αγορά και ανακαίνισή του, θα αγόραζαν ένα πιο πρόσφορο κοινοτικό ακίνητο, που θα μπορούσε να στεγάσει διάφορους κοινωφελείς ελληνικούς οργανισμούς και με κατάλληλους χώρους για πολιτιστικές και άλλες εκδηλώσεις, για να είναι και σήμερα το σημείο αναφοράς της παροικίας μας.»
Όπως λέει, τα γραφεία της κοινότητας μεταφέρθηκαν από την οδό Μπερκ στον πρώτο όροφο του ανακαινισθέντος κτιρίου. Στην αίθουσα του τρίτου ορόφου υπήρχε θεατρική σκηνή όπου παρουσιάσθηκαν πολλά θεατρικά έργα και αργότερα, μετά την απομάκρυνση της σκηνής, η αίθουσα χρησιμοποιείτο για παροικιακές εκδηλώσεις και δεξιώσεις.
Ο κ. Αργυρόπουλος αναφέρει ότι στο κοινοτικό μέγαρο φιλοξενήθηκαν πολλές εκδηλώσεις καθώς και προσωπικότητες από την Ελλάδα και την Αυστραλία, με αποτέλεσμα να αναδειχθεί σε κέντρο του Ελληνισμού της Μελβούρνης.
ΤΟ ΝΕΟ ΚΤΙΡΙΟ
Ο κ. Αργυρόπουλος εκτός από το ότι έχει αφιερώσει ένα μεγάλο μέρος της ζωής του στην Κοινότητα, έχει βοηθήσει και χρηματικά τον οργανισμό και θεωρείται ως ένας από τους βασικούς ευεργέτες της. Για το νέο κτίριο έχει ανακοινώσει ότι θα προσφέρει το ποσό των $50.000. Εξηγώντας πώς αποφάσισε να συμβάλει και χρηματικά στην ανέγερση του νέου κτιρίου αναφέρει: «Πρόσφερα για την ανέγερση του νέου κοινοτικού κέντρου, παρότι είχα τις επιφυλάξεις μου για την βιωσιμότητά του, για να δείξω ότι το ενδιαφέρον μου για τον κοινοτικό μας οργανισμό παραμένει αμετάβλητο στη διαδρομή το χρόνου και με την ελπίδα ότι θα άνοιγα ένα παραθυράκι επικοινωνίας με το συμβούλιο για το καλό πάντα της Κοινότητας.
»Θεωρώ ότι η οδός Lonsdale δεν είναι στην πράξη πλέον το κέντρο του Ελληνισμού της πόλης μας. Το νέο κτίριο αφενός θα συνεισφέρει συμβολικά ελληνικά χαρακτηριστικά στο γενικό πολυπολιτισμικό χαρακτήρα της περιοχής, αλλά όχι και ως ουσιαστικό σημείο αναφοράς του Ελληνισμού με τους περιορισμένους χώρους και ευκολίες που διαθέτει. Παρόλα αυτά, λαμβάνοντας υπόψη τη δύσκολη σημερινή οικονομική συγκυρία, ελπίζω να ενοικιασθούν οι προσφερόμενοι ως γραφεία όροφοι του νέου κτιρίου έτσι ώστε να αποφύγει η Κοινότητα μελλοντικές οικονομικές δυσκολίες».
Τονίζει ότι προσωπικά προτιμούσε «ένα μεγαλύτερο κτίριο, που θα ήταν πιο προσιτό στα μέλη και το γενικό κοινό και το οποίο θα πρόσφερε ευκολίες πολλαπλών χρήσεων και θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί συχνότερα για τις σημαντικές εκδηλώσεις της ομογένειας».
Το ενδιαφέρον του για την Κοινότητα είναι και μεγάλο, που έχει δαπανήσει ένα σεβαστό ποσό και σε μελέτες για τις δυνατότητες αξιοποίησης όλων των ακινήτων της Κοινότητας και ιδιαίτερα του Περάν, καθώς και για το νέο κτίριο.
O ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑΣ
Θεωρεί την Κοινότητα ως κεντρικό οργανισμό της παροικίας με ηγετικό και δυναμικό ρόλο. «Η Κοινότητα είναι ένας κεντρικός οργανισμός που προσφέρει τη δυνατότητα για συνεδριάσεις, συζητήσεις και διευθετήσεις θεμάτων που αφορούν στα ενδιαφέροντα ολόκληρης της ομογένειας,» παρατηρεί. «Την οργάνωση εκδηλώσεων, σεμιναρίων κ.λπ., τη διατήρηση της παράδοσης και του πολιτισμού, την παροχή ευκολιών, κοινωνικής πρόνοιας και αναψυχής για τα ηλικιωμένα μέλη και ίσως το σπουδαιότερο από όλα, τη διδασκαλία της Ελληνικής γλώσσας και τη διαιώνιση της πολιτιστικής μας κληρονομιάς. Έτσι, εκτός από το κεντρικό κτίριο, θα πρέπει να αξιοποιήσει και άλλα ακίνητα, όπως το Bulleen, για την καλύτερη εξυπηρέτηση και αντιμετώπιση των αναγκών της παροικίας μας».
Σύμφωνα με τον κ. Αργυρόπουλο, «ο ρόλος αυτός της Κοινότητας πρέπει να συνεχιστεί με γρήγορο ρυθμό, ιδιαίτερα τώρα όπου η οικονομική κρίση που πλήττει την Ελλάδα έχει εξαναγκάσει πολλούς Έλληνες πολίτες να μεταναστεύουν στην Αυστραλία». Προσθέτει, επίσης, ότι η κοινότητα θα πρέπει «να παραμείνει ένας ανεξάρτητος οργανισμός και ενώ θα συνεργάζεται με όποιες άλλες εθνικές και θρησκευτικές Αρχές να μην υπόκειται, ούτε να δεσμεύεται αναγκαστικά στις διατάξεις τους». Επισημαίνει δε, ότι θα πρέπει «να γίνει περισσότερο ανοιχτός και ευρύτερα συνεργάσιμος οργανισμός».
«Να μην περιορίζεται στην επιρροή ορισμένων και συνεχώς ίδιων στελεχών της παροικίας, όπως στο παρελθόν. Τα απλά μέλη να έχουν και πρόσβαση και συμμετοχή στις συζητήσεις και στις σοβαρότερες αποφάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου και να έχουν κατά κάποιον τρόπο την αίσθηση της ιδιοκτησίας».
Ως μεγαλύτερα επιτεύγματα της Κοινότητας θεωρεί την ίδρυση και λειτουργία του ημερήσιου δίγλωσσου ελληνικού σχολείου Alphington Grammar και τη δημιουργία του Φεστιβάλ Αντίποδες, το οποίο στην αρχική του μορφή συνδύαζε τον εορτασμό της Εθνικής μας Παλιγγενεσίας με πανηγυρικές εκδηλώσεις πατριωτικού και πολιτιστικού χαρακτήρα. «Πιστεύω ότι θα πρέπει να επανέλθουμε στον κεντρικό και αρχικό σκοπό του φεστιβάλ» λέει. «Η Κοινότητα είναι κεντρικός ιστορικός οργανισμός και θα πρέπει όλοι να εξασφαλίσουμε ότι θα παραμείνει έτσι και στο μέλλον,» τονίζει.
Ο κ. Αργυρόπουλος είναι ένας «γνήσιος» κοινοτικός που ενδιαφέρεται και αγωνιά για το μέλλον του ιστορικού οργανισμού και της παροικίας μας. Οι παρεμβάσεις του, παρατηρήσεις του, συμβουλές του και κριτική του είναι πάντοτε καλοπροαίρετες και αποτέλεσμα της αγάπης του για την Κοινότητα, στην οποία αφιέρωσε ένα μεγάλο μέρος από τη ζωή του.