Καυστικός, λιτός, έως και «απότομος» κάποιες στιγμές. Ταπεινός και περήφανος την ίδια ώρα, γι’ αυτό που κάνει. Δεν δίνει ένα παρά για τα λεφτά. Δηλώνει σωβινιστής, όταν πρόκειται για την ελληνική γλώσσα, λέγοντας ότι «έπρεπε να τη μιλά όλος ο πλανήτης». Αποποιείται τον τίτλο του δασκάλου με πάθος. Το χιούμορ του πηγαίο. Δεν χαμογελάει, γελάει δυνατά. Δεν ξέρει τι πάει να πει καθωσπρεπισμός. Προσγειωμένος, αλλά και οραματιστής όταν μιλά για το μεγάλο του μεράκι, τα ρεμπέτικα.
Σαν «άρχοντα» είδα τον Αγάθωνα. Όχι απ’ εκείνους που γεννήθηκαν από βασιλική οικογένεια μα απ’ εκείνους που τους έκανε «άρχοντες» η ζωή. Από εκείνους που είναι άρχοντες στην ψυχή και όχι στο πορτοφόλι. Ακόμα και το τεράστιο κομπολόι που έπαιζε με νωχελικό τρόπο όταν συναντηθήκαμε, γινόταν αρχοντικό στα χέρια του.
Και, ναι, αυτές τις μέρες, αυτός ο ζωντανός θρύλος του ρεμπέτικου βρίσκεται, για άλλη μία φορά, στην Αυστραλία.
Ο λόγος που τον έφερε για μία ακόμα φορά κοντά μας, ιερός, το ξέρω. Ήρθε να παρουσιάσει την τελευταία δουλειά του Έκτορα Κοσμά. Αυτό σχεδίαζε να κάνει ο δικός μας Έκτορας, αλλά δεν πρόλαβε, έφυγε πρόωρα πέρυσι και «μάτωσε την καρδιά όλων» μας, μου λέει ο Αγάθωνας. Το είχε υποσχεθεί στον Έκτορα, ο Αγάθωνας. Όταν τελείωνε αυτή η δισκογραφική παραγωγή που ετοίμαζαν μαζί, θα τον ακολουθούσε στη Μελβούρνη για να την παρουσιάσουν.
Ποιος είναι, όμως, αυτός ο ρεμπέτης που στα στέκια του και το μουσικό κόσμο του ρεμπέτικου στην Ελλάδα όλοι τον θεωρούν ΤΟ όνομα;
ΣΤΟ ΡΕΜΠΕΤΙΚΟ ΚΟΥΡΜΠΕΤΙ ΑΠΟ ΓΕΝΝΗΣΙΜΙΟΥ ΤΟΥ
Ο Αγάθωνας Ιακωβίδης, γεννήθηκε μέσα στο ρεμπέτικο. Το ρεμπέτικο τραγούδι τον νανούρισε, το ρεμπέτικο τραγούδι τον παρηγόρησε.
«Το άκουγα από μικρό παιδί γιατί οι γονείς μου ήταν Μικρασιάτες. Το τραγουδούσαν όλοι, η μάνα μου, ο πατέρας μου, ο παππούς, η γιαγιά μου. Και, μάλιστα, μερικές φορές με τουρκικούς στίχους από τη γιαγιά μου και από τον παππού μου και άλλαζαν και τα λόγια για να μην τα καταλαβαίνουμε. Ο παππούς μου ήταν παππάς και τα έκανε και σατυρικά. Και σκεφτόμουν τότε αυτά είναι διαφορετικά τραγούδια. Στα καφενεία που είχαν γραμμόφωνα μάθαινα από πέντε χρονών να αλλάζω βελόνες και δίσκους. Πήγαινα στο γραμμόφωνο και το κούρδιζα. Με άφηναν γιατί το αγαπούσα το γραμμόφωνο, το πρόσεχα. Διάλεγα μόνος μου και δίσκους. Πριν ακόμα γίνω 10 χρονών το μόνο που άκουγα ήταν το ρεμπέτικο και το δημοτικό. Γι΄ αυτό δεν ήταν δύσκολο για μένα να επιλέξω με ποιο τραγούδι θα ασχοληθώ. Κόλλησα. Ήρθε μόνο του».
Περνούσε ώρες μπροστά στο ραδιόφωνο ο Αγάθωνας, γέμιζε τα αυτιά του με ταξίμια και αμανέδες από Βαμβακάρη, Νίνου, Τσιτσάνη και, την ίδια στιγμή, γεννιόταν μέσα του ένας μεγάλος σεβασμός και αγάπη για το ρεμπέτικο.
«Η Ελλάδα, όταν μεγάλωνα εγώ ζούσε τη χειρότερη εποχή της μουσικά. Το χειρότερο είδος τραγουδιού που δημιουργήθηκε ήταν της δεκαετίας του ‘60 και του ‘70. Δηλαδή, ξεκίνησε το σκυλάδικο, αυτά τα χαζοτράγουδα με Ζαγοραίους, Γαβαλάδες και ήταν το χειρότερο για μένα».
Η επαγγελματική του σχέση με τη μουσική δεν ξεκίνησε εντούτοις με το ρεμπέτικο.
«Μία φορά άλλαξα, όταν ξεκίνησα. Γιατί ξεκίνησα με νέο κύμα σαν πελάτης στις μπουάτ την δεύτερη περίοδο των μπουάτ το 1972 και από το 1973 άρχισα να λέω και κανένα τραγούδι και να πληρώνομαι κιόλας. Ήταν το μόνο είδος που μπορούσα εγώ να ακούσω με τα δικά μου αυτιά. Δεν μπορούσα το σκυλάδικο, δεν μπορούσα το μοντέρνο της εποχής. Μετά, όμως, γύρισα στα ρεμπέτικα και ήμουν ο πρώτος που τα έβαλε στις μπουάτ. Αποκλειστικά από το 1975».
Ήταν δύσκολο το εγχείρημά του να κάνει αποκλειστικό πρόγραμμα με ρεμπέτικα στις μπουάτ, το παραδέχεται. «Ξέρω. Όλο δύσκολα πράγματα έχω κάνει στη ζωή μου. Τίποτα εύκολο δεν έκανα, γι’ αυτό και δεν έβγαλα και λεφτά κι ούτε θα βγάλω. Άσε που δεν τα θέλω κιόλας. Ούτε από λαχείο δεν πρόκειται να βγάλω λεφτά. Θέλω να πω ότι από τη στιγμή που το πήρα απόφαση, ησύχασα» μου λέει γελώντας.
ΔΑΣΚΑΛΟΣ;
Όλες -και είναι πολλές- οι δισκογραφικές του δουλειές -και το λέει με καμάρι- είναι δεύτερες εκτελέσεις. Η συλλογή ρεμπέτικων που έχει είναι η μεγαλύτερη του είδους της. Φανταστείτε 24 με 25.000 ρεμπέτικα. Δημιούργησε ένα ολόκληρο δίκτυο από ανθρώπους που αγαπούν το ρεμπέτικο και όλοι μαζί μοιράζονται την μεγάλη αυτή συλλογή. «Δεν τα έχω μόνο εγώ. Είναι για όλους μας αυτή η συλλογή. Όλοι τη μοιραζόμαστε. Εγώ δεν ξεχωρίζω στο ρεμπέτικο έναν επαγγελματία από ένα ερασιτέχνη. Αν παίζει καλά ο ερασιτέχνης κάθεται δίπλα σου και παίζει». Και η καλύτερη απόδειξη γι’ αυτά του τα λόγια είναι ο ίδιος. Ο Αγάθωνας δεν πήγε σε ωδεία, δεν σπούδασε μουσική αυτό όμως δεν τον σταμάτησε να φτάσει εδώ που έφτασε σήμερα. «Άμα έχεις μουσικό αυτί και τ’ αγαπάς» μπορείς μου λέει.
Τον αποκαλώ δάσκαλο… «Δεν θα ήθελα να ήμουν ούτε δάσκαλος ούτε μαθητής. Όταν μου λένε δάσκαλε, σαν να με ξενίζει κάτι. Δεν μ’ αρέσει. Δεν κάνω το δάσκαλο σε κανέναν. Δεν είναι κακό να είναι κάποιος δάσκαλος ίσα-ίσα, αν μπορεί να είναι. Ο δάσκαλος είναι σπουδαίος τίτλος, αυτό θέλω να πω, δεν το κατακρίνω. Αν οι νέοι άνθρωποι μπορούν να πάρουν από μένα ας πάρουν ό,τι θέλουν. Εγώ τα δίνω όλα. Δηλαδή ό,τι ξέρω το βγάζω πάνω στο τραπέζι. Δεν κρατάω κάτι για μένα. Η γνώση που έχω είναι πείρα. Η πείρα είναι κάτι άχρηστο για εμάς πια. Είναι χρήσιμη για τους άλλους. Για μας που την έχουμε τι να τη κάνουμε».
Η ΕΚΔΙΚΗΣΗ ΤΟΥ ΣΚΥΛΟΤΡΑΓΟΥΔΟΥ ΔΕΝ ΜΕ ΝΟΙΑΖΕΙ
«Βέβαια το σκυλοτράγουδο πήρε την εκδίκησή του αργότερα» μου λέει καθώς θυμάται την χρυσή εποχή, από τα μέσα της δεκαετίας του ‘70 έως τα μέσα της δεκαετίας του ’80. Αυτής της χρυσής εποχής που γέμιζε τα ρεμπετάδικα και άδειαζε τα σκυλάδικα ο Αγάθωνας ήταν πρωτεργάτης. Μπορεί, όμως, οι εποχές να αλλάζουν, αλλά τούτος ο «άρχοντας» του ρεμπέτικου, δεν χαμπαριάζει από τέτοια.
«Το κοινό σήμερα στην Ελλάδα είναι μία πονεμένη ιστορία. Δεν ξέρω γιατί. Ζητάνε πολλά. Άλλαξε; Δεν ξέρω. Ενώ στην επαρχία ακούμε τα καλύτερα λόγια, ο κόσμος νομίζει ότι στα μαγαζιά μας στις μεγάλες πόλεις γίνεται χαμός από κόσμο. Άντε να τους εξηγήσεις τώρα. Δηλαδή, και το λέω έτσι όχι με κάποια πίκρα, περισσότερο με χιούμορ, ζητάνε από εμάς πράγματα που από άλλα είδη δεν τα ζητάνε. Πιο ανώδυνα ακούνε το Ρέμο, και πιο ακριβά τον πληρώνουν απ’ ότι εμένα ή τον Γκολέ. Κι αυτό πάει σε όλους και στους νέους. Αλλοιώθηκε στην Ελλάδα εδώ και αρκετά χρόνια το κοινό και ο τρόπος που ακούνε. Πηγαίνουν ας πούμε σε ταβέρνες και σε ρεμπετάδικα και ψάχνουν να ακούσουν άλλα τραγούδια. Και δεν βλέπω αλλαγή. Αν αλλάξει όμως μάλλον προς το χειρότερο θα πάει» λέει για την σημερινή πραγματικότητα στην Ελλάδα.
Παρ’ όλα αυτά ο Αγάθωνας η μουσική «του» δεν μασάει. «Το ρεμπέτικο θα είναι εκεί απτόητο δυνατό. Εμάς αυτό μας ενδιαφέρει. Το αν θα έρθει ο κόσμος να μας ακούσει καθόλου δεν μας ενδιαφέρει. Εμείς είμαστε εκεί. Το ακούμε, το παίζουμε. Και ένας που θα το κάνει επάγγελμα από εμάς θα το σκεφτεί πολύ καλά, όπως το σκέφτηκα και εγώ το 75 που βγήκα πείνασα δύο φορές στη ζωή μου. Πέρασα πείνες, δηλαδή, μία φορά τρία και μία φορά δύο. Το έχω κάνει, δηλαδή, το αγροτικό μου στο είδος. Απ’ εκεί και πέρα με νοιάζει το καλό του ρεμπέτικου και όχι του κόσμου, ο κόσμος να σκεφτεί μόνος του το καλό του».
Για την χρυσή εποχή του ρεμπέτικου αρκείται μόνο να δηλώσει: «Δεν το εκμεταλλευτήκαμε οικονομικά βέβαια, αλλά το ευχαριστηθήκαμε, περάσαμε καλά» λέει.
Αυτό κάνει πάντα ο Αγάθωνας, τραγουδά, παίζει το μπαγλαμαδάκι του και το ευχαριστιέται. Τα «αγαθά» του Αγάθωνα είναι τα τραγούδια του και τα μοιράζει απλόχερα. Αυτό θα κάνει με τη μουσική του παρέα, τη Μαρία Δείκτα στο τραγούδι και τον Φώτη Βεργόπουλο, γνωστό στην παροικία μας και αύριο το βράδυ στην ταβέρνα Τσίντος, την Δευτέρα στο Forty Five Down Stairs στο κέντρο της Μελβούρνης και το τελευταίο Σαββατοκύριακο του μήνα στην Αδελαΐδα και το Περθ.
Γιατί το ρεμπέτικο δεν είναι μόνο τραγούδι, είναι θρησκεία για μερικούς ανθρώπους. Και… «όσοι πιστοί προσέλθετε»…
*Για περισσότερες πληροφορίες, σχετικά με τις εμφανίσεις του Αγάθωνα τηλεφωνήστε στον Φώτη στο 0433 220 329