Είχε πλαγιάσει αποκαμωμένος. Είχε δουλέψει όλη την ημέρα στο δικό του κτήμα. Το κρεβάτι του στο συνηθισμένο τόπο, ανάμεσα στα μικρά δάση των δεματιών του σιταριού, όπως κάθε χρόνο το μήνα του θερισμού.
Ήταν ιδιοκτήτης μεγάλων αγρών σιταριού και βρόμης. Ήταν πλούσιος, πολύ πλούσιος, μα όσο κι αν φαίνεται περίεργο, ήταν δίκαιος.
Ο νερόμυλος του γέρου δεν είχε βούρκο, σκόρπαγε άφθονο και γάργαρο νερό. Στο καμίνι του η φωτιά που έκαιγε ήταν φωτιά που ζέσταινε, φωτιά θαλπωρής και δεν είχε τίποτα από φλόγες της κόλασης.
Η γενειάδα του, κατάλευκη, έμοιαζε σαν ασημένιο ρυάκι τ’ Απρίλη.
Τα δεμάτια του σιταριού, στους αγρούς του, δεν ήταν τσιγκούνικα κι έμοιαζαν τόσο πολύ με την καρδιά του που περιφρονούσε το θυμό, τη κακία και το μίσος.
Ήξερε πίσω από τους εργάτες του, τους θεριστές, έρχονταν οι σταχυομαζώχτρες. Γυναίκες φτωχές που μάζευαν, από το ξημέρωμα μέχρι το δείλι, ό,τι ξέφευγε, ό,τι έπεφτε από τους θεριστές, τ’ απομεινάρια του καρπού που έπεφταν από τα δέματα.
Κι όλοι οι εργάτες είχαν στο μυαλό τα λόγια του γέροντα, τ’ αφεντικού: «Να κάνετε πως σας πέσανε, πως σας ξεφύγανε απ’ το δεμάτι κι αφήστε να μαζέψουν το καρπό, τούτες οι όμορφες ψυχές, οι σταχυομαζώχτρες μας».
Αυτός ο γέρος, ο αγνός, στη ζωή του που μετρά χρόνια, περπάτησε σε ίσιο δρόμο, αποφεύγοντας προσεκτικά, λοξά δρομάκια και μπερδεμένα σκοτεινά και λασπωμένα σοκάκια.
Περπατά ακόμη ντυμένος με το λινό άσπρο όμορφο κοστούμι και την αγνή, σχεδόν παιδική τιμιότητά του.
Πάντα δίπλα στους φτωχούς που δούλευαν και ίδρωναν, κοντά σ’ αυτούς που πάλευαν.
Τα δισάκια του φουσκωμένα, σαν να ήταν γεμάτα με σπόρους σιταριού, έμοιαζαν με τις βρύσες της πλατείας που έτρεχαν, συνέχεια, για όλους.
Καλό αφεντικό ο Μπουζ, καλός, λογικά οικονόμος, χωρίς να είναι σπάταλος, ήταν λεβέντης, κουβαρντάς, άρχοντας.
Οι γυναίκες τον πρόσεχαν, τον κοιτούσαν με περισσότερο ενδιαφέρον απ’ ό,τι τους νέους όμορφους άνδρες.
Ίσως γιατί, όπως λένε, ο νέος έχει ομορφιά και ο γέροντας… μεγαλείο.
Κι αν τύχει ο γέρος, έστω και για λίγο, να ξαναζήσει τα νιάτα του, μπαίνει στην αιωνιότητα και βαίνει αλλαγμένος. Αν παρατηρήσουμε, θα δούμε σίγουρα φλόγα στα μάτια των νέων και περιέργως, των γερόντων τα μάτια γεμάτα δυνατό φως.
Είχε νυχτώσει. Ο Μπουζ κοιμόταν ανάμεσα στους δικούς του, κοντά στα δεμάτια που σχημάτιζαν χώρους που έμοιαζαν με χαλάσματα.
Οι θεριστές, ξαπλωμένοι σχημάτιζαν ομάδες θαμπές και ακαθόριστες.
Το ίδιο από χρόνια, από παλιά, αποσταμένοι περίμεναν να βασιλέψει, ν’ αρχίσει να γίνεται μαβής ο ουρανός για να ξαπλώσουν δίπλα στα πλαγιασμένα δεμάτια.
Ο γέρος έκλεισε τα μάτια. Δεν ήξερε αν ό,τι έβλεπε ήταν όνειρο ή συνέβαινε στην πραγματικότητα.
Νομάδες του Ισραήλ είχαν γι’ αρχηγό έναν δικαστή κι ανέβαιναν προς τον ουρανό. Κάτω στη γη οι άνθρωποι διάβαιναν δάση, βουνά και κουβαλώντας τις τέντες τους τις έστηναν εδώ κι εκεί. Ήταν ανήσυχοι οι άνθρωποι. Η γη ακόμη νωπή από τη θύελλα και οι πατημασιές τους φάνταζαν πατήματα Γιγάντων.
Όπως κοιμόνταν ο Ιακώβ και η Ιουδίθ στα χρόνια εκείνα, έτσι και ο Μπουζ με τα μάτια κλειστά, ξαπλωμένος στα φυλλώματα, δίπλα στα δεμάτια, δεν ήξερε αν κοιμόταν ή ήταν ξύπνιος Τι όνειρο κι αυτό Θεέ μου. Μια δρυς άρχισε να βγαίνει από την κοιλιά του και ν’ ανεβαίνει προς τον γαλανό ουρανό. Μια φυλή ανθρώπων ανέβαινε, προς τον ουρανό σκαρφαλώνοντας το δέντρο, μια ράτσα που όπως ανέβαινε σχημάτιζε μια μακριά αλυσίδα που ακούμπαγε στα σύννεφα.
Ένας βασιλιάς τραγουδούσε κάτω και πάνω πέθαινε ένας Θεός. Τι όνειρο. Ο γέρο-Μπουζ ψιθύριζε με τη φωνή της ψυχής του:
«Πώς γίνεται να μου συμβαίνει κάτι τέτοιο; Ο αριθμός των χρόνων μου ξεπέρασε τα 80 και δεν έχω γιους και δεν έχω ούτε γυναίκα. Πέρασε αρκετός ο καιρός από τότε που αυτή που κοιμόμουνα μαζί της εγκατέλειψε το κρεβάτι μου για να έρθει στο δικό σου. Είμαστε τόσο δεμένοι ο ένας με τον άλλο που δεν μας ξεχώριζες. Και φτάσαμε σχεδόν στο τέλος και μοιάζαμε εκείνη μισο-ζωντανή και εγώ πεθαμένος μισός.
Πώς να το πιστέψω; Θα γεννιόταν μια καινούργια γενιά από μένα; Πώς θα γινόταν να έχω παιδιά; Όταν είμαστε νέοι έχουμε πρωινά και ημέρες θριάμβου, το νοιώθουμε κάθε στιγμή πως η μέρα βγαίνει θριαμβευτικά από τα σπλάχνα της νύχτας.
Αλλά όταν είσαι γέρος που τρέμεις σαν την καλαμιά όταν φυσάει ο βοριάς, τι κάνεις;
Είμαι χήρος, είμαι μόνος και με βαραίνει η νύχτα και κάνει κρύο. Γέρνω Θεέ μου κι η ψυχή μου γέρνει προς τον τάφο. Τον βλέπω ανοικτό. Είμαι κι εγώ σαν το μοσχάρι που πηγαίνει στην άκρη του ποταμού να πιει νερό και βλέπει τη γλώσσα και τα ρουθούνια του στον καθρέφτη του νερού. Τον βλέπω τον τάφο ανοικτό, χάσκει».
Έτσι μιλούσε ο Μπουζ στο Θεό, την ώρα που κολυμπούσε μέσα στο όνειρό με τα μάτια νυσταγμένα και το μυαλό του θολό. Το ψηλό αγέρωχο δέντρο δεν μπορεί να νοιώσει το όμορφο τριαντάφυλλο που ανθίζει στη ρίζα του, στα πόδια του. Κι ο Μπουζ δεν ένοιωθε πως μια γυναίκα ήταν ξαπλωμένη στα δικά του πόδια. Μια από τις δικές του, μια όμορφη κοπελιά, είχε ξαπλώσει, γυμνόστηθη, δίπλα στα πόδια του γέρου. Ξάπλωσε ελπίζοντας, ποιος ξέρει, ίσως σε μια άγνωστη μέχρι χτες, ακτίνα φωτός, που θα έδινε κάποιο διαφορετικό φως στο ξημέρωμα. Ο γέρος δεν ήξερε πως μια γυναίκα όμορφη, γυμνόστηθη βρίσκεται στα πόδια του. Η όμορφη νέα δεν μπορούσε να καταλάβει αν ο Θεός ζητούσε κάτι απ’ αυτήν.
Ένα απαλό άρωμα ήταν διάχυτο, άρωμα από το σκορπισμένο ασφοδίλι.
Η σκιά της νύχτας γαμήλια επιβλητική και μεγαλοπρεπής. Σίγουρα οι άγγελοι πετούσαν μέσα στο σκοτάδι και τους ένοιωθες χωρίς να φαίνονται. Σίγουρα πετούσαν. Δεν εξηγείται αλλιώς κάτι μπλε που φωσφόριζαν μέσα στη νύχτα έμοιαζαν φτερά ήταν σίγουρο πως ήταν των αγγέλων.
Ο Μπουζ κοιμόταν και η ανάσα του ανακατευόταν με το θόρυβο που έκανε το μικρό ρυάκι που κυλούσε στο καταπράσινο φιδίσιο δρομάκι λίγο πιο κάτω
Τίποτα το περίεργο ο μήνας ήταν από αυτούς που τα κρινάκια φυτρώνουν στους λόφους και η φύση είναι τόσο γλυκιά, τόσο όμορφη.
Η όμορφη κοπελιά ονειροπολούσε και ο Μπουζ κοιμόταν. Το χόρτο στις πλαγιές ήταν ακόμη σε χρώμα σκούρο και τα κουδούνια των κοπαδιών ακούγονταν, ανάλαφρα, κάπου-κάπου. Μια απέραντη καλοσυνάτη ομορφιά έπεφτε από το θόλο τ’ ουρανού. Λένε πως τούτη είναι η ώρα της ησυχίας και της γαλήνης, η ώρα που τα λιοντάρια πάνε να πιουν. Όλα αναπαύονται στον όμορφο τούτον τόπο. Τ’ αστέρια στόλιζαν, ακόμη το βαθύ σκοτάδι του ουρανού.
Το φεγγάρι, το καινούργιο φεγγάρι, λεπτό καλογραμμένο, φωτεινό, ανάμεσα στα λουλούδια του σκότους, έλαμπε κρεμασμένο προς τη δύση.
Η όμορφη κοπελιά, με τα μάτια σκεπασμένα από το πέπλο της φωτεινής νύχτας, αναρωτιόταν ποιος Θεός ή ποιος αιώνιος θεριστής, άραγε, είχε πετάξει μέσα στο λιβάδι των αστεριών το χρυσό του δρεπάνι;
Φίλες και φίλοι ίσως το θράσος μου είναι θράσος απύθμενο. Το πάρα πάνω κείμενο είναι μια προσπάθεια να μεταφέρω σε πεζό ένα φοβερό ποίημα του ογκόλιθου της παγκόσμιας λογοτεχνίας του Βίκτορος Ουγκώ και γράφτηκε τον Μάιο του 1859. Ίσως δικαιολογήσετε το τόλμημα μου αν σας διαβεβαιώσω πως κίνητρο ήταν να μοιραστώ μαζί σας κάτι που μου άρεσε πολύ, κάτι που με συνεπήρε.