ΑΝ, όπως υποστηρίζει ο Ησίοδος, ο θάνατος είναι αδελφός του ύπνου, δεν αποκλείεται η ζωή να είναι ένα όνειρο…

ΑΠΟ τότε που οι άνθρωποι συνειδητοποίησαν τον εαυτό τους, κανένα άλλο θέμα δεν τους απασχόλησε περισσότερο από το θάνατο.

ΓΙΑ το πού δηλαδή «πάμε» όταν αποθνήσκουμε και αν συνεχίζουμε να υπάρχουμε από τη στιγμή που η τελευταία μας πνοή εγκαταλείψει (σαν περιστέρι) το επίγειο καταφύγιό της.

ΠΑΡ’ ΟΤΙ κανείς δεν αμφισβητεί το θάνατο (το μόνο βέβαιο στη ζωή) η έννοια του θανάτου δεν παύει να αποτελεί γρίφο που δυσκολευόμαστε να κατανοήσουμε και να εξηγήσουμε.

ΑΝ και στις χιλιετίες που μεσολάβησαν έχουν ειπωθεί (και γραφτεί) τόσα πολλά για το θάνατο, ακόμα δεν έχουμε καταφέρει να συμφιλιωθούμε με τη θνητή μας φύση.

Ο Γάλλος διανοητής, Μορίς Μπλανσό, μάλιστα, αμφισβητεί και την ίδια την ύπαρξη του θανάτου, θέτοντας το ρητορικό ερώτημα «αν όντως μπορούμε να πεθάνουμε;».

ΤΗΝ πιο πάνω ρητορική ερώτηση διατύπωσε, ξεκινώντας από τη φιλοσοφική «διαπίστωση», ότι ο τρόπος που αντιλαμβανόμαστε τον θάνατο (αν, πράγματι, συμβαίνει κάτι τέτοιο) είναι εντελώς ασαφής και αβέβαιος.

ΚΑΙ συνεχίζει το φιλοσοφικό του σταυρόλεξο, επισημαίνοντας: «Λέμε ότι οι άνθρωποι κρύβονται από το θάνατο, υπεκφεύγουν, αλλά, δεν λαμβάνουμε υπόψη μας ότι ο ίδιος ο θάνατος συνιστά διηνεκή φυγή προ του θανάτου, καθότι είναι ο ίδιος η βαθύτητα της απόκρυψης. Έτσι, δεν ξέρουμε αν κρυβόμαστε από το θάνατο ή αν κρυβόμαστε μέσα στο θάνατο».

ΚΑΙ καταλήγει ως εξής ο Μπλανσό: «Ο άνθρωπος πεθαίνει, αλλά αυτό δεν είναι κάτι σπουδαίο. Το σημαντικό έρχεται από τη στιγμή που υπάρχει δυνάμει του θανάτου του».

ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΑ και πολύ πιο αφηρημένα τοποθετείται πάνω στο θέμα η ποίηση, που χρησιμοποιεί τις λέξεις όχι τόσο για να κατονομάσει τα πράγματα, όσο για να δηλώσει την απουσία τους, ενώ, ακολουθώντας άλλο μονοπάτι, τον αντιμετωπίζει η λογοτεχνία.

ΤΟ αίνιγμα του θανάτου (και το άλυτο μυστήριο που τον καλύπτει) αποτελεί ταυτόχρονα και το θεμέλιο λίθο πάνω στον οποίοι έχουν χτιστεί οι μεγάλες θρησκείες του κόσμου.

Η αθανασία της ψυχής την οποία φιλοσοφικά τεκμηρίωσε ο Πλάτωνας αποτελεί και τη «βάση» πάνω στην οποία θεμελιώθηκε η ηθική.

ΓΙΑΤΙ αν δεν είχε επινοηθεί η μεταφυσική συνέχεια, η μετάβασή μας δηλαδή σε έναν άλλο «αιώνιο» κόσμο, ποιος θα έδινε «έναν παρά» για τούτη τη φευγαλέα προσωρινότητα που αποκαλούμε ζωή;

ΠΡΙΝ κατηγορηθούμε, όμως, για φιλοσοφική κενολογία και, επιπλέον, επειδή το θέμα (ό,τι και αν πούμε) παραμένει ανεξάντλητο, ας επιστρέψουμε στα δικά μας για να το δούμε από μια άλλη οπτική γωνιά.

ΑΠΟ τη γωνιά, δηλαδή, που αντιμετωπίζουν το θάνατο οι άνθρωποι, που, ναι μεν, δεν έχουν εμβαθύνει στη θανατοφιλοσοφία, αλλά τον αντιλαμβάνονται εμπειρικά, βλέποντας τους συνομηλίκους τους να πεθαίνουν.

ΑΝΑΦΕΡΟΜΑΙ σε όλους αυτούς που βρίσκονται σε κάποια ηλικία και καταβάλουν προσπάθειες (άσχετα αν δεν το ομολογούν) να συμφιλιωθούν με την ιδέα του θανάτου και το φόβο του άγνωστου.

ΓΙΑ όσους μετρούν τους συγγενείς και φίλους που έφυγαν με την (κρυφή) ελπίδα ότι όλο και κάποιους θα «βρουν» να τους καλωσορίσουν και να τους πουν μια παρήγορη κουβέντα στον «άλλο» κόσμο που θα πάνε.

ΓΙΑ όσους φοβούνται το ενδεχόμενο μιας αιώνιας και παντοτινής μοναξιάς χωρίς αρχή και τέλος.

ΣΕ έναν τέτοιο άνθρωπο θα αναφερθώ σήμερα, που γνώρισα από την πρώτη μέρα που πάτησα το πόδι μου σε τούτη τη χώρα.

ΓΙΑ το Νίκο Κυριακόπουλο θα σας μιλήσω, που προσπαθεί να εξοικειωθεί με την ιδέα της αναχώρησής του από τον «ψεύτικο» τούτο κόσμο, χρησιμοποιώντας απλή αριθμητική.

ΣΤΟΝ «κατάλογο» του Νίκου θα σταθώ, που απαριθμεί, φίλους, γνωστούς και συνεργάτες (για μισό και πλέον αιώνα) που πέρασαν κάποιο φεγγάρι από το δικό μας γνώριμο δρόμο (το Lonsdale Street) και έχουν ήδη «αναχωρήσει».

ΤΡΙΑΝΤΑΕΝΝΕΑ ψυχές συμπεριλαμβάνει το «συγχωροχάρτι» του Νικόλα. Μετρημένοι και καταγραμμένοι με αύξοντα αριθμό.

ΓΙΑ να είμαι ειλικρινής, οφείλω να ομολογήσω ότι δεν με εξέπληξε η «παρέλαση» των νεκρών στον κατάλογο του Νίκου.

ΚΑΤΙ παρόμοιο, αλλά με διαφορετικό τρόπο, έκανε για χρόνια ο παππούς μου. Και αυτός μετρούσε συγγενείς και φίλους, περιμένοντας στωικά τη δική του «σειρά».

ΘΥΜΑΜΑΙ ότι κάθε φορά που χτυπούσε (πένθιμα) η καμπάνα του χωριού για να αναγγείλει «τηλεγραφικά» ότι κάποιος συγχωριανός απεβίωσε, ο παππούς δεν ησύχαζε μέχρι να πληροφορηθεί το όνομα του νεκρού.

ΚΑΙ όταν μάθαινε, στη συνέχεια, και αφού λάμβανε υπόψη του την ηλικία του νεκρού, προχωρούσε στα τυποποιημένο με τον καιρό σχόλιά του.

ΟΤΑΝ ο νεκρός ήταν μικρότερος από αυτόν στην ηλικία συνήθιζε να λέει: «Κι άλλος βιαστικός μας άφησε μόνους…».

ΟΤΑΝ ήταν μεγαλύτερός του, έλεγε: «Τη σειρά του έκλεισε και αυτός».

Η εντύπωση που είχα σχηματίσει τότε, ήταν ότι δεν άρεσε στον παππού να του παίρνουν άλλοι τη σειρά.

ΑΝΑΡΩΤΙΤΙΟΤΑΝ κάθε τόσο τι κάνει αυτός σε τούτο τον κόσμο, όταν η συντριπτική πλειοψηφία των συνομήλικων του είχε πεθάνει.

Η ιδέα ότι «τον ξέχασε ο χάρος» δεν του άρεσε καθόλου. Τα «έπαιρνε στο κρανίο» ο παππούς.

ΔΕΝ ρώτησα το Νίκο γιατί μπήκε στον κόπο να κάνει τον κατάλογο των νεκρών επιχειρηματιών που πέρασαν από το Lonsdale Street, αλλά υποθέτω ότι θα έχει και αυτός τους… μεταφυσικούς του λόγους.

ΤΟΝ συνάντησα το περασμένο Σάββατο στο πεζόδρομο των καφετεριών του Όκλι και όταν τον ρώτησα τι κάνει.
 
«ΚΑΛΑ, ρε μάνα μου, αν λάβεις υπόψη σου τι γίνεται γύρω μου. Οι περισσότεροι φίλοι μου έχουν φύγει…».

ΚΑΙ πριν προλάβω να πω άλλη κουβέντα βγάζει τον κατάλογο από την τσέπη του και μου το δείχνει.

ΤΙ είναι αυτό ρε Νικόλα, του λέω. «Είναι τα ονόματα όσων είχαν επιχειρήσεις ή εργάζονταν για χρόνια στο Lonsdale Street και έχουν πεθάνει» μου απαντά ο Νίκος.

ΤΟ πρώτο δηλαδή επιχειρηματικό κύτταρο της παροικίας μας. Άνθρωποι που τους γνώριζαν, όπως και το Νίκο Κυριακόπουλο, χιλιάδες συμπάροικοι.

ΠΑΝΩ από μισό αιώνα πέρασε ο Νίκος ως ταξιδιωτικός πράκτορας στο Lonsdale Street.

ΣΤΑ 84 του σήμερα είναι συνομήλικος της Boeing και της Qantas. Εκατοντάδες συμπάροικοι έχουν ταξιδέψει με τον Νικόλα στην Ελλάδα.

ΠΡΙΝ ασχοληθεί full-time ως ταξιδιωτικός πράκτορας υπήρξε και αθλητικογράφος του «Νέου Κόσμου». Και για να ακριβολογούμε, ήταν ο πρώτος αθλητικογράφος της εφημερίδας μας.

ΨΗΛΟΣ, καλόκαρδος και πάντα γελαστός, ο Νικόλας ήταν μια ξεχωριστή φιγούρα του ελληνικού δρόμου της Μελβούρνης.

ΠΕΡΑΣΕ και αυτός από το ίδιο «λούκι» που πέρασαν οι πρωτοπόροι της μεταπολεμικής μαζικής μετανάστευσης.

ΑΥΤΑ για σήμερα και ελπίζω να μου συγχωρείστε τη θανατολογία. Γεια χαρά.