Παρέκβαση: Καλή νουμηνία, φίλες και φίλοι. Άκουσα (και είδα) την ομορφοβλέφαρη δημοσιογράφο, Στέλλα Καντώνα, να λέει: «… έχουμε αρχίσει και χανόμαστε με τον κύκλο των χαμένων λιστών το τελευταίο χρονικό διάστημα».

Στην αρχή νόμιζα ότι μιλούσε για χαμένους ληστές, δηλ. για εκείνους τους καραμπινάτους φοροφυγάδες ‘Έλληνες «πατριώτες» που χούφτωσαν δημόσιο χρήμα και το κατέθεσαν σε ελβετικές (και άλλες) τράπεζες. Μετά αντιλήφτηκα (από τα συμφραζόμενα) ότι δεν μιλούσε για ληστές, αλλά για «λίστες».
Διάβολε, για ποιο λόγο η συμπαθέστατη ελληνίδα δημοσιογράφος προτίμησε τη λέξη «λίστα», και όχι τη λέξη «κατάλογος»; Διότι, απλά, η επείσακτη λέξη «λίστα» έχει πλέον καθιερωθεί, με αποτέλεσμα να γίνεται τώρα λόγος για «μαύρη λίστα», για «λίστα αναμονής», για «λίστα υποψηφίων βουλευτών», για «λίστα κακοποιών», για «λίστα Λαγκάρντ», για «λίστα ληστών», και δε συμμαζεύεται. Η λέξη «κατάλογος» θάφτηκε από τα «ελληνόφωνα» Μ.Μ.Ε. που καθημερινά στραγγαλίζουν την πανέμορφη και πάμπλουτη ελληνική γλώσσα. Τέλος παρέκβασης.

Φέτος συμπληρώθηκαν εκατό χρόνια από την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης (το 1912). Στους απελευθερωτικούς αυτούς αγώνες έλαβε μέρος και ο μακαρίτης ο πατέρας μου, που νεαρός τότε εθελοντής έφυγε από την Αμερική και βρέθηκε στρατιώτης στο μέτωπο. Θυμάμαι μικρός που μου έδειξε τα παράσημά του, που ποτέ δεν κρέμασε στο στήθος του: παρέμειναν θαμμένα στον πάτο ενός μπαούλου και σήμερα δεν ξέρω πού βρίσκονται.
Στη Θεσσαλονίκη το γεγονός της απελευθέρωσης γιορτάστηκε με μακρόσυρτες δοξολογίες και, φυσικά, εκεί βρέθηκε και ο Πρωθυπουργός της χώρας, Αντώνης Σαμαράς. Προς το τέλος της ομιλίας του, αναφερόμενος στη «Ρωμιοσύνη» του ποιητή Γιάννη Ρίτσου, τον άκουσα να λέει: «Και κλείνουμε σήμερα ευλαβικά το γόνυ στους ήρωες μας που μας την κληρονόμησαν ελεύθερη, γιατί έτσι ήταν πάντα η Ρωμιοσύνη…».

Καλά, ρε Antoine de Kalamat, αυτοί οι τετραπέρατοι λογογράφοι σου δεν έμαθαν να ξεχωρίζουν τα ρήματα «κληρονομώ» και «κληροδοτώ»; Είναι ποτέ δυνατόν οι παλαιοί ήρωες να μας έχουν κληρονομήσει κάτι; Εκτός εάν οι λογογράφοι σου έγραψαν «κληροδότησαν» κι εσύ τα μπέρδεψες και είπες «κληρονόμησαν». Προτείνω να εγγραφείς σε μια σχολή ταχύρρυθμης εκμάθησης της ελληνικής γλώσσας. Εκεί θα μάθεις ότι οι παλαιοί κληροδοτούν, οι νέοι κληρονομούν.

ΤΣΙΠΡΑΣ ΚΑΙ ΚΛΕΨΥΔΡΑ

Αλλά και ο νεαρός σμιχτοφρύδης αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, Αλέξης Τσίπρας, δεν πάει πίσω. Ακούω και αυτόν κατ’ επανάληψη να κάνει λόγο «άμμο στην κλεψύδρα»!

Αγόρι μου («αγόρι» είναι ο «άωρος», δηλ. ο «άγουρος» άνθρωπος), τι δουλειά έχει η άμμος στην κλεψύδρα; Έχεις δει ποτέ πώς δουλεύει μια κλεψύδρα; Έχεις δει πώς το ένα αγγείο «κατουρά» μέσα στο άλλο; Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά.

Η αρχαία ελληνική λέξη «κλεψύδρα» είναι σύνθετη: αποτελείται από το ρήμα «κλέπτω» και το ουσιαστικό «ύδωρ». Συνεπώς, «κλεψύδρα» σημαίνει «το πράγμα που κλέβει νερό». Αποτελούνταν από δύο ανοιχτόστομα πήλινα αγγεία (κάτι σαν κρατήρες ή σκύφοι με χειρολαβές), το ένα τοποθετημένο δίπλα και πιο πάνω από το άλλο. Το πιο ψηλά τοποθετημένο αγγείο εμπεριείχε μια ορισμένη ποσότητα νερού, ενώ το άλλο ήταν άδειο. Το αγγείο που εμπεριείχε το νερό, είχε μια τρύπα, λίγο πάνω από τον πάτο και στα πλάγια, έτσι ώστε το νερό να χύνεται στο άλλο αγγείο. Πρόκειται, δηλ, για ένα υδροχρονόμετρο, που το χρησιμοποιούσαν κυρίως στα δικαστήρια.

Στην απολογία του ο Σωκράτης μίλησε τόσο, όσο του επέτρεπε η καθορισμένη ποσότητα του νερού που χυνόταν από ένα αγγείο στο άλλο. Όταν τελείωσε το «κατούρημα» της κλεψύδρας, τελείωσε και η απολογία του. Να σημειώσουμε εδώ ότι, όταν καλούνταν οι μάρτυρες να μιλήσουν, ο δούλος έκλεινε την τρύπα του αγγείου με ένα βούλωμα, για να μην αφαιρεθεί ο χρόνος της ομιλίας τους από τον χρόνου του κατηγορουμένου ή του μηνυτή.

Συνεπώς: Δεν μπορούμε να μιλάμε για άμμο, όταν μιλάμε για κλεψύδρα. Η άμμος χρησιμοποιείται στο αμμωρολόγιο. Στην αγγλική γλώσσα, την κλεψύδρα τη λέμε «water clock», ενώ το αμμωρολόγιο το λέμε: sand clock, sand timer, sandglass, hourglass, ακόμη και egg timer.

Αυτά για τον νεαρό Αλέξη που μπέρδεψε την κλεψύδρα με το αμμωρολόγιο. Όπως είναι χοντρή ανοησία να λέμε ότι «το νερό τελειώνει στο αμμωρολόγιο», το ίδιο χοντρή ανοησία είναι λέμε ότι «η άμμος τελειώνει στην κλεψύδρα».

Βέβαια, θα μου πείτε: «Βίτκο, στη σημερινή Ελλάδα οι Νεοέλληνες μιλούν για κλεψύδρα και εννοούν αμμωρολόγιο. Τι κάθεσαι και τα ψιλοκοσκινάς; Ποιος έχει όρεξη για κλασσική φιλολογία; Άσε τη γλώσσα να τραβήξει τον δρόμο της…».

Δεν ξέρω αν έπρεπε η γλώσσα να πάει προς τον λαό ή ο λαός να πάει προς τη γλώσσα. Ξέρω ότι η γλώσσα πήγε προς τον λαό. Γι’ αυτό σήμερα δεν μπορούμε να μιλήσουμε τη γλώσσα του Σωκράτη. Ο Σωκράτης καταλαβαίνει τι θα πει «εύζωνος», αλλά δεν καταλαβαίνει τι θα πει «τσολιάς». Το «τσολιάς» δεν είναι ελληνική λέξη – είναι τούρκικη και σημαίνει αυτός που είναι ντυμένος με τσούλια, δηλ. φθαρμένα ρούχα, κουρέλια. Τσόλι και τσολιάς πάνε μαζί, όπως και ένας τσολιάς με μια τσούλα!

Βλέπετε, λοιπόν, τι έπαθε η ελληνική γλώσσα με το που πήγε προς τον απαίδευτο λαό και δεν κρατήθηκε στο ύψος της; Εντάξει, δέχομαι ότι η γλώσσα –η όποια γλώσσα– είναι ένας ζωντανός οργανισμός, και ότι όλοι οι ζωντανοί οργανισμοί αλλάζουν. Το μόνο πράγμα που δεν αλλάζει είναι ο νόμος της αλλαγής. Αλλά απορώ γιατί μια γλώσσα δεν μπορεί ν’ αλλάξει προς το καλύτερο. Γιατί, λ.χ., να λέμε «αυτός είναι τσιγκούνης στο νερό», ενώ θα μπορούσαμε να πούμε «αυτός είναι υδροφείδωλος». Το «τσιγκούνης» είναι τούρκικη λέξη, το «υδροφείδωλος» (αν και δεν υπάρχει στα λεξικά) είναι ελληνική. Ναι, μια γλώσσα μπορεί ν’ αλλάξει προς το καλύτερο, αν της αφαιρέσει τα «κόκαλα» ο λαός.