«Αν γράψεις, θα τα πεις όπως τα λέω. Μας άρπαξαν στα νοσοκομεία της Μελβούρνης τα παιδιά μέσα από την κοιλιά. Αν είχαν στόμα οι τοίχοι να μιλήσουν θα έφριττε η οικουμένη».
Δεν έχει σημασία, σκέφτομαι. Αν ό,τι θ’ ακούσω έχει έστω και λίγη σχέση με την πρώτη εικόνα που μου δίνει η περιποιημένη γυναίκα που έχω απέναντί μου, μου αρκεί. Οι τοίχοι, εξάλλου, έχουν γεράσει, έχουν φτιασιδωθεί και πολύ λίγο θυμίζουν σήμερα, αυτό που ήταν πριν πενήντα χρόνια.
Στο παραλιακό καφέ που έχουμε συναντηθεί -με πρωτοβουλία δική της και μεσολάβηση της ψυχολόγου Ελένης Καλαμπούκα- τα γέλια, οι θορυβώδεις συζητήσεις των γύρω μας, έρχονται σε παράξενη αντίθεση με το θέμα που μας έφερε και τις δύο εκεί.
Εγώ είμαι ήδη προκατειλημμένη από όσα γνωρίζω για τις υποχρεωτικές υιοθεσίες παιδιών ανύπαντρων μητέρων μεταξύ 1950–1970. Για τη συγκεκριμένη περίπτωση, πληροφορήθηκα την ουσία της υπόθεσης, πριν τη συνάντησή μας, καθώς επίσης και το ότι «δεν πρέπει να αναφερθούν ονόματα».
«Ζήτησα να μιλήσω μαζί σου για να μάθει ο κόσμος ακριβώς πώς έχουν τα πράγματα. Όλα μέχρι τώρα ήταν κουκουλωμένα. Κι ας βούιζε ο τόπος από τα κλάματα και τις φωνές των γυναικών που δεν είδαν ούτε μια φορά τα παιδιά τους. Ούτε την ώρα που τα γέννησαν. Μόνο τη μέρα που πήγα εγώ στο νοσοκομείο με τους πόνους της γέννας, ήταν άλλες τρεις ετοιμόγεννες Ελληνίδες. Ίσως και μικρότερές μου, τρομοκρατημένες, ολομόναχες, όπως κι εγώ. Αυτό μπορείς να το πεις».
Η φωνή της τρέμει και τι να σου κάνει μια γουλιά νερό. Σε λίγο θα καταλάβω ότι κάθε γουλιά είναι κι ένας κόμπος στο λαιμό, που της κόβει τη φωνή και την ανάσα. Θα της δώσω και το δικό μου, αν και το χρειάζομαι.
Η συγκίνηση είναι μεταδοτική.
Επιχειρώ να μετατοπίσω λίγο το θέμα κι αυτό φαίνεται προς στιγμή να βοηθά.
«Στην Αυστραλία ήλθα το ’64 με το «Πατρίς». Μ’ έφερε ο αδελφός μου ο οποίος ήταν ήδη παντρεμένος με μια συγχωριανή μας, λίγο πιο μεγάλη από μένα. Εγώ ήμουν τότε 18 χρόνων».
Την ίδια ηλικία είχε κι εκείνος που συνταξιδεύαμε. Αγαπηθήκαμε και χωρίς να το καταλάβουμε η σχέση μας προχώρησε έως εκεί που δεν έπρεπε. Όταν φτάσαμε στο λιμάνι, ο καθένας τράβηξε το δρόμο του. Εκείνος με το τραίνο στην Μπονεγκίλα κι εγώ στο σπίτι του αδελφού μου».
ΜΕ ΠΕΤΑΞΕ ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ
Σταματά κι έχω την εντύπωση ότι ήδη μετάνιωσε για τα όσα είπε. Δεν είναι όμως αυτό. «Ξέρεις, για τους άλλους μπορείς να τα λες τα πράγματα όπως είναι. Για το αίμα σου, όμως; Με πέταξε στο δρόμο, μόλις του είπα ότι είμαι έγκυος. «Δεν ήλθες εδώ για να με ρεζιλέψεις. Να, πάρε αυτά και δεν θέλω να σε ξέρω». Μου πέταξε ένα μάτσο λεφτά, θα πρέπει να ήταν ένα ολόκληρο βδομαδιάτικο και μου έδειξε την πόρτα. «Έλα φύγε, πριν γυρίσει σπίτι η Λίτσα απ’ τη δουλειά».
Νοίκιασα ένα δωμάτιο στο σπίτι μιας γνωστής μου οικογένειας που ανέλαβα να τους προσέχω τα παιδιά και όταν κατάλαβαν την κατάστασή μου, δεν μου είπαν να φύγω, γιατί με λυπήθηκαν, μου ξεκαθάρισαν όμως ότι μετά τη γέννα, αν κρατούσα το παιδί, δεν γινόταν να μείνω εκεί».
ΖΗΤΙΑΝΑΚΙ Ή ΚΛΕΦΤΗΣ
Η ατμόσφαιρα έχει ήδη γίνει βαριά και δεν έχει να κάνει με το ότι ο χώρος έχει σχεδόν αδειάσει.
«Από ό,τι έμαθα μετά, στο νοσοκομείο είχαν ήδη στείρα αντρόγυνα που περίμεναν να γεννήσουν άτυχες σαν και μένα για να πάρουν τα παιδιά.
«Θέλεις το παιδί σου να μπει σ’ ένα σπίτι καθώς πρέπει ή να μείνει στο δρόμο, να γίνει ζητιανάκι και κλέφτης;» με είχε ρωτήσει μια αυστηρή ηλικιωμένη νοσοκόμα και ήταν μια δική μας διερμηνέας που τα μετέφραζε.
Και οι δυο μου φάνηκαν σαν αρπακτικά πτηνά. Δεν είπα τίποτε. Μου έδωσαν και υπέγραψα ένα χαρτί. Έτσι, χωρίς εξήγηση, χωρίς να ξέρω ότι δεν θα δω ούτε μια φορά το παιδί μου. Μόνο το κλάμα του άκουσα μια φορά και μετά τίποτε. Αυτό ήταν. Πενήντα χρόνια τώρα ζω μ’ αυτή την ανοιχτή πληγή. Είναι σα να ’γιναν όλα χτες.
Με συγχωρείς τώρα πρέπει να φύγω. Η ώρα πέρασε πολύ».
«Είναι μια τυπική περίπτωση γυναίκας της περιόδου αυτής, που την έχω συναντήσει πάρα πολλές φορές τα τελευταία 20 χρόνια. Πρόκειται για τραύματα, τα οποία δεν επουλώνονται απλώς. Πολλές γυναίκες, ακόμη κι αν παντρεύτηκαν και έκαναν παιδιά, δεν μπορούν να ξεπεράσουν τις τραυματικές εμπειρίες που έζησαν όταν υποχρεώθηκαν να δώσουν το παιδί τους για υιοθεσία. Ήταν, την εποχή εκείνη, ένα μεγάλο κοινωνικό στίγμα, όχι μόνο για την ελληνική παροικία, αλλά για όλο το κοινωνικό σύνολο», θα πει η ψυχολόγος, Ελένη Καλαμπούκα.
ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΟΣ ΒΙΑΣΜΟΣ
«Πρόκειται για ψυχολογικό βιασμό, από τον οποίο στην ουσία, δεν μπορούν τα θύματα να συνέλθουν. Δεν είναι λίγες οι γυναίκες εκείνες οι οποίες, όπως εκείνη με την οποία μίλησες, που αποφάσισαν, μετά την εμπειρία αυτή που σημάδεψε τη ζωή τους, να μην παντρευτούν. Γυναίκες που τη μόνη παιδική φωνή που θυμούνται είναι το πρώτο κλάμα του μωρού τους και μετά σκοτάδι. Με τους νέους κανονισμούς τώρα που επιτρέπουν την πρόσβαση, τόσο των βιολογικών μητέρων, όσο και των υιοθετημένων ατόμων, ενήλικων τώρα, στα στοιχεία υιοθεσίας, ανοίγει ένα άλλο πολύ πιο ανθρώπινο κεφάλαιο σ’ αυτή τη δραματική περίοδο η οποία αποτελεί στίγμα στην ιστορία της Αυστραλίας, ιδιαίτερα εκεί που είχε ανάμιξη η Πολιτεία.
Για τα παιδιά που υιοθετήθηκαν και βρήκαν αργότερα τους βιολογικούς τους γονείς, υπάρχει τουλάχιστον ένας βαθμός ανακούφισης. Οι θετές μητέρες, από την πλευρά τους, δεν θα πρέπει να εμποδίζουν τα υιοθετημένα τους παιδιά να ψάξουν να βρουν, αν αυτή είναι η ανάγκη τους, τις βιολογικές τους μητέρες. Θα πρέπει να δείχνουν κατανόηση σ’ αυτό το θέμα και να μη νοιώθουν ότι απειλείται η σχέση τους.
Επίσης, καλό είναι να μαθαίνει την αλήθεια το παιδί όσο το δυνατόν νωρίτερα και να μη ζει ένα ψέμμα» θα πει η δρ. Καλαμπούκα.
Η ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΣΥΝΕΝΟΧΟΣ
Γεγονός παραμένει ότι η Πολιτεία υπήρξε συνένοχος στην εγκληματική πράξη της υποχρεωτικής υιοθεσίας και η δημόσια συγγνώμη που ζητήθηκε στις διάφορες Πολιτείες από τους ηγέτες τους, δεν είναι αρκετή για να επουλώσει τις πληγές.
Στη Βικτώρια μόνο έγιναν πάνω από 19.000 υιοθεσίες του είδους αυτού, ενώ σ’ όλη την Αυστραλία υπερβαίνουν τις 250.000, μεταξύ 1950–1970.
Όπως η υπόθεση αυτή παίρνει ευρεία δημοσιότητα αναφέρονται και χαρακτηριστικές περιπτώσεις βάρβαρης συμπεριφοράς προς τις ανύπαντρες εγκύους που σε πολλές περιπτώσεις έφταναν μόνες τους στα κρατικά νοσοκομεία για να γεννήσουν το παιδί που δε θα γνώριζαν ποτέ.
Περιγράφονται σκηνές, όπου οι νοσοκόμες περνούσαν σε θηλιές τα κάτω άκρα των ετοιμόγεννων πριν τα δέσουν στα πόδια του κρεβατιού για να τα ακινητοποιήσουν.
Περιπτώσεις που τους έδεναν τα μάτια και τους έδιναν φάρμακα για να μην έχουν αναμνήσεις από τον τοκετό.
Αναφέρονται εκφοβισμοί και εκβιαστικές συμπεριφορές, από το περιβάλλον των νοσοκομείων, όπου υπήρχαν κατάλογοι άτεκνων ζευγαριών που περίμεναν να υιοθετήσουν τα παιδιά των άτυχων αυτών γυναικών.
Η δημόσια συγγνώμη της Πολιτείας σήμερα, ακούγεται, με την πιο ήπια εκτίμηση, παράφωνη και ανώφελη συνάμα.