Σαν πας στο πηγεμό για την Ικαρία… φρόντισε να έχεις κλείσει από πριν δωμάτιο και αυτοκίνητο γιατί δεν πρόκειται να αγχωθεί κανείς άλλος εκτός από σένα αν θες να το κάνεις άμεσα όταν φτάσεις!
Εμένα δεν μου αρέσει να κρίνω εκ των προτέρων βάσει στερεοτύπων, αλλά… φτάνοντας κατά τις 11.30μ.μ στον Εύδηλο, ένα από τα δύο λιμάνια του νησιού, ψάχνουμε να βρούμε αυτοκίνητο. Όχι, εκεί δεν περιμένουν με τα ταμπελάκια στο λιμάνι για ενοικιαζόμενα δωμάτια και αυτοκίνητα. Ρωτώντας, μια καλή κυρία προθυμοποιείται να μας πάει μέχρι τα μαγαζιά μπας και βρούμε κάτι ανοιχτό και ναι για καλή μας τύχη βρίσκουμε… Δύο τύποι παίζουν τάβλι απ’ έξω, τους προσπερνάμε και περνάμε μέσα στο κατάστημα με τα ενοικιαζόμενα αυτοκίνητα.
– Τι θέλετε κορίτσια, μας φωνάζουν.
– Ε, να νοικιάσουμε ένα αυτοκίνητο.
– Α, ναι… να τελειώσω λίγο την παρτίδα, ε, δε βιάζεστε;
– Ε; Όχι!… και τους κοιτάμε σα χαζές.
(Σημειώνει σε ένα χαρτάκι το σκορ και έρχεται να μας εξυπηρετήσει)
Ο δρόμος για το ξενοδοχείο όλο δεξιά μάς λένε, αν είναι δυνατόν απαντάμε, στην Ικαρία «όλο δεξιά»; Έλα όμως που δεν μπαίνουν οι ταχύτητες και δεν έχει υδραυλικό τιμόνι… μέσα σε πέντε λεπτά πάλι πίσω να το αλλάξουμε. «Τόση ήταν η βόλτα σας;» γελάνε μαζί μας, αλλά μετά δεν γελάνε και τόσο όταν πρέπει να διακόψουν ξανά την παρτίδα για να μας φέρουν ‘καλύτερο’ αμάξι.
Στο ξενοδοχείο, καλές 3 τα ξημερώματα δεν μας περίμενε κανείς… Βρε συ πολύ χαλαροί είναι αυτοί εδώ σκεφτόμασταν… τι θα γίνει, που θα τη βγάλουμε εμείς απόψε; Και κείνη την ώρα σκάνε μύτη καμιά 4-5 άτομα και έρχονται προς τη ρεσεψιόν (να πάρουν τα κλειδιά τους). Χαρά εμείς νομίζαμε ότι ένας τουλάχιστον ήταν ο ρεσεψιονίστας.
– Γεια σας.
– (σημασία)
– Ε, ξέρετε που είναι ο ρεσεψιονίστας;
– (σημασία, αφού δεν καταλαβαίνουν ελληνικά).
– Excuse me, do you know where the receptionist is? We’ve made a booking for tonight.
Πάλι οι Γερμανοί μάς έσωσαν! Το γκρουπ των Γερμανών τουριστών που και εδώ και δέκα χρόνια έρχονται κάθε χρόνο για σεμινάριο στο νησί, ανέλαβαν να πάρουν τηλέφωνο και να βρουν τον ξενοδόχο για να ‘ρθει να μας εξυπηρετήσει. Η αλήθεια είναι πως από λάθος συνεννόηση μάς περίμενε για το επόμενο βράδυ. Και έτσι εγκλιματιστήκαμε πλήρως άμεσα! Τα πράγματα γίνονται όταν είναι η ώρα τους και δεν έχει πίεση. Εγκλιματιστήκαμε μάλιστα τόσο πολύ που σε κάθε πρωινό, το οποίο φυσικά παρατεινόταν πέραν των 10.30, μέχρι ωσότου ξυπνήσουν όλοι, προσπαθούσαμε να βγάλουμε το πρόγραμμα της ημέρας, (δεν) καταλήγαμε ‘χαλαρά μωρέ, όπως μας βγει’!
Το πρωί του Σαββάτου πριν τις εκλογές, χαζεύω μια δικαστική υπάλληλο η οποία φανερά αναστατωμένη και προβληματισμένη μιλάει στο τηλέφωνο και εξηγεί ότι δεν μπορεί να βρει κανέναν, παίρνει στη μία υπηρεσία δεν απαντάνε, παίρνει στην άλλη ούτε εκεί απαντάνε, τι να κάνει, δεν ξέρει. Έτσι μου έρχεται να πάω να της πω «Χαλαρά, κοπέλιά, μην αγχώνεσαι, όλα θα γίνουν.»
Τι απέγινε δεν ξέρω. Ξέρω πάντως πως την ημέρα των εκλογών εμείς περιμέναμε να δούμε τσερτζελέ, οι φίλες μου περίμεναν να δουν αναρχοαυτόνομους αλλά τίποτα. «Είναι ήσυχοι όλη τη βδομάδα, δε μιλάει κανείς, πέσαν τα ποσοστά του Κόμματος.» μας εξηγεί ένας ντόπιος όλο προβληματισμό. Και εκεί ‘ένα είναι το κόμμα και ένα είναι το χρώμα’! Ως τόπος εξορίας των κομμουνιστών, οι μνήμες και οι ευαισθησίες διατηρούνται δυναμικά.
ΣΤΙΣ ΡΑΧΕΣ ΑΔΕΡΦΕΣ ΜΟΥ, ΣΤΙΣ ΡΑΧΕΣ
Κατά τις 12 το μεσημέρι στο χωριό Χριστός Ραχών.. Μας το έχουν περιγράψει ως το χωριό-φάντασμα, όπου τη μέρα δεν κυκλοφορεί κανείς και απ’ το απόγευμα αρχίζουν οι εργασίες, τα μαγαζιά και ο κόσμος… Ακόμη και το σχολείο είναι απογευματινό!
Αρχίζουμε διστακτικά τη βόλτα μας και χωνόμαστε στα πρώτα ανοιχτά μαγαζάκια.
– Μα γιατί είστε ανοικτά; Εμείς σας περιμέναμε κλειστά…
– Αυτά είναι φήμες για την τηλεόραση… μας εξηγεί, χαμογελώντας, ο καταστηματάρχης. Απλά, λειτουργούμε καλύτερα το βράδυ!
Έξω από το κατάστημα του γυναικείου συνεταιρισμού μια κυρία καθαρίζει κεράσια..
– Το κάνετε να φαίνεται τόσο εύκολο!
Χαμογελάει και λέει αμήχανα … ναι, δεν μιλάω καλά ελληνικά…
– Από που είστε;
– Από τη Γκερμανία.. Συγκνώμη.
– (Γιατί συγνώμη;) Και πώς βρεθήκατε εδώ;
– Περάσαμε όλο το χειμώνα εδώ.
– Και πώς είναι ο χειμώνας στις Ράχες;
– Πολύ καλά! Τριάντα χρόνια ερχόμαστε!
Μέσα από το κατάστημα… το σηκώσαμε όλο! Να πάρουμε και λικεράκια για δώρα, να πάρουμε και γλυκά του κουταλιού, ε, να μην πάρουμε και ένα κομμάτι γαλατόπιτα στο χέρι για τη λιγούρα, ε, και μια μπισκοτόπιτα. Πολύ καλή η πρωτοβουλία και πολύ καλοστημένο και όμορφο το κατάστημα με τα προϊόντα του γυναικείου συνεταιρισμού που σερβίρει και καφέ.
Αφού επισκεφτήκαμε και το σχολείο, κατενθουσιαστήκαμε και κάναμε σχέδια για το πώς θα μπορέσουμε να είμαστε εκεί του χρόνου..
Όλη μέρα εκεί και το βράδυ πάλι εκεί γιατί το χωριό είναι after, μετά τις δύο τα ξημερώματα γίνεται ο μεγάλος ο πανικός.
(Στο σουπερμάρκετ στις Ράχες 12.30 το βράδυ)
– Τι ώρα κλείνετε;
– Τώρα το καλοκαίρι κατά τις 7 το πρωί, πάμε με ήλιο σπίτι…
– 50 λεπτά το νερό το μεγάλο; Φτηνοί είστε…
– Ε, το νερό είναι για το λαό, τι το ψηφίζουμε το ΚΚΕ τότε…
ΚΑΙ ΓΙΑ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΝΕΣ ΔΙΑΚΟΠΕΣ.. ΣΤΗΝ ΙΚΑΡΙΑ!!!
Το τοπίο, επίσης, αυθεντικό, άγρια ομορφιά, σε ταξιδεύει και πέρα από αυτό που βλέπεις και το κουβαλάς και πέρα από κει που τελειώνει. Τα συνθήματα στο δρόμο σε κρατάνε σε εγρήγορση και προβληματισμό εν αντιθέσει με οτιδήποτε άλλο που κυλάει χαλαρά..
«Ο ρατσισμός προκαλεί αμνησία», «Αλληλεγγύη στους μετανάστες», «Μόνο αγάπη ρε… και ταξικό μίσος», «Ο εχθρός είναι στις τράπεζες και τα υπουργεία», «Πόλεμο στον πόλεμο των αφεντικών», «Θα αρχίσεις να ζεις ή απλά θα υπάρχεις;»
Απ’ τα αγαπημένα μου: «Είμαστε όλοι ξένοι!»
Το στοίχημα το κερδίζουν, κατά τη γνώμη μου, γιατί είναι ως άνθρωποι αυθεντικοί και περνάς καλά γιατί οι ίδιοι γουστάρουν να περνάνε καλά και σε παρασύρουν σε αυτό χωρίς να κάνουν τίποτα το επιτηδευμένο. Δεν προσποιούνται κάτι για χάρη του τουρισμού, γι’ αυτό και όσοι επισκέπτονται το νησί για πρώτη φορά ή δεν ξαναπατάνε ποτέ ή καταγοητευμένοι πάνε και ξαναπάνε για χρόνια!
Ο ΙΚΑΡΙΩΤΙΚΟΣ ΤΗΣ ΑΥΓΗΣ… ΤΕΛΕΤΟΥΡΓΙΑ!
Και το επόμενο των εκλογών Σαββατοκύριακο του Αη-Γιάννη του Κλύδωνα, πάλι στην Ικαρία, πάλι στις Ράχες για το πανηγύρι στο δάσος όπου ανάβουν φωτιές και πηδάνε, πίνουν, τρώνε και χορεύουν. Τα ικαριώτικα γλέντια και πανηγύρια είναι δικαίως φημισμένα. Ο Καριώτικος (χορός) τελετουργία! Τα φώτα σβήνουν και με το φως των αστεριών χορεύουν όλοι ενωμένοι σαν ένα σώμα. Ξημερώνει και υποδεχόμαστε τη μέρα με τον Ικαριώτικο της αυγής, όλοι στο χορό σε χαμηλό τέμπο υποδέχονται τις πρώτες ηλιαχτίδες. Κάθε Ικαριώτικο πανηγύρι ωστόσο τελειώνει με το ‘Πως το τρίβουν το πιπέρι’ κάτι σαν τελετή λήξης κατά τις 10 την άλλη μέρα.
Δεν χορτάσαμε, όμως, πανηγύρια και έτσι ανασυνταχθήκαμε, οργανωθήκαμε, το είπαμε και στις φίλες μας και τον Αύγουστο, που είναι παχιές οι μύγες και πολλά τα πανηγύρια, ξαναπήγαμε. Αλλά το πρόβλημα κατ’ εμέ είναι ότι πήγαν και άλλοι. Δεκαπενταύγουστο βούλιαζε το νησί από ΄γκρούβαλους’, ελεύθερους κατασκηνωτές, σκοπευτές, Λαρισαίους, Καρδιτσιώτες, Πόντιους, Αθηναίους, με λεφτά, χωρίς λεφτά, όλους τους χωράει αυτό το νησί και όλοι μια παρέα, βρε παιδί μου. Πώς γίνεται αυτό δεν μπορώ ακόμα να καταλάβω. Πρώτη φορά είδα τη μεγάλη πλειοψηφία των τουριστών σε ένα νησί να είναι Έλληνες, να είναι νέοι και να χορεύουν με τέτοιο πάθος και να συμμετέχουν στα πανηγύρια με τέτοια χαρά.
Τη μέρα του Δεκαπενταύγουστου, μεγάλη η χάρη της, η μέρα ξεκινάει με το ημερήσιο πανηγύρι στη Λαγκάδα, σε ένα ξωκλήσι στο πουθενά, μετά το Χριστό Ραχών, όλο πας πας, αρχίζει ο χωματόδρομος, ανεβαίνεις στα βουνά, θαυμάζεις φύση και νομίζεις ότι θα φτάσεις στο Θεό! Μετά τη λειτουργία προσφέρεται φαγητό και κρασί και μετά… ο κόσμος όλο και έρχεται και έρχεται και έρχεται, έχει πάει απόγευμα και ακόμη ο κόσμος έρχεται. Χρειάζεται πλέον να παρκάρεις ίσως και πέντε χιλιόμετρα πιο μακριά και να περπατήσεις στο βουνό ώσπου να φτάσεις στο πλάτωμα που είναι το εκκλησάκι και γίνεται το πανηγύρι. Το σκηνικό θυμίζει κάτι μεταξύ Woodstock και διονυσιακού γλεντιού. Χιλιάδες, κυριολεκτικά, κόσμου, χορεύουν όλοι μια αγκαλιά κάτω από τα πλατάνια. Αρκετοί ξυπόλητοι και ακόμη περισσότεροι με κληματόφυλλα στο κεφάλι πίνουν κρασί και εκστασιασμένοι χορεύουν στους ρυθμούς του αυθεντικού Καριώτικου! Πάει μία τα ξημερώματα όταν τελειώνει το ημερήσιο γλέντι και όλοι τραβάμε για τα βραδινά πανηγύρι που θα κρατήσουν μέχρι το πρωί της άλλης μέρας.
Μετά από τόσο χορό και κρασί μόνο χορεύοντας μπορεί πλέον να κάνεις τα πέντε χιλιόμετρα μέχρι το αυτοκίνητο, αν είσαι τυχερός βέβαια και το βρεις μεσ’ το μαύρο σκοτάδι. Συνειδητοποιείς ότι είσαι στη φύση, εσύ, χιλιάδες κόσμου και ο θεός! Δεν βλέπεις τη μύτη σου και έτσι όπως φέγγω με το κινητό και κρατάω και την Ελένη που κάνει οχτάρια βλέπω στις μύτες των ποδιών μου ένα σκορπιό… ζωντανό, πεθαμένο δεν είχα την ευκαιρία (ευτυχώς) να το μάθω.
Στο δρόμο αρκετοί κάνουν οτοστόπ. Είναι το μόνο μέσο με το οποίο μετακινούνται εξολοκλήρου στις διακοπές τους και είναι θέμα νοοτροπίας αποδεκτής και υποστηριζόμενης στο νησί. Είναι στο μόνο μέρος στο οποίο σταματάμε να πάρουμε κόσμο, και ένας λόγος παραπάνω δε σου πάει η καρδιά να αφήσεις τους αφήσεις εκεί, πάνω από 25 χιλιόμετρα από το κοντινότερο χωριό… έτσι από πέντε στο αυτοκίνητο γινόμαστε 7 και σύντομα 8, παραλίγο και 9… και όλοι μαζί στο επόμενο πανηγύρι μέχρι πρωίας. Σύντομα λειτουργούμε πλέον σε ώρες Νέας Υόρκης αφού όλοι κοιμούνται τη μέρα και μετά τις 5μμ αρχίζουν και ξεχύνονται στις παραλίες!
Στις παραλίες δεν χωράς ούτε να περπατήσεις, τα μπιτσόμπαρα βαράνε σαν τρελά, και γω προσπαθώ να θυμηθώ πως ήταν αυτή η παραλία δύο μήνες πριν… αυτός ο συνωστισμός κρατάει για κάνα δυο εβδομάδες το 15αυγουστο και μετά πάλι επανέρχονται στους ρυθμούς τους φύση και άνθρωποι.
Οι περισσότεροι δεν θέλουν να φύγουν και όσοι πρέπει δεν βρίσκουν εισιτήριο, ένας πανικός επικρατεί παρόλη τη χαλαρότητα. Αποχαιρετώ το νησί φεύγοντας από πανηγύρι και υπόσχομαι ότι, πρώτα ο θεός, θα ξανάρθω το συντομότερο!
(Όπως καταλάβατε δεν είμαι τόσο του φαγητού, είμαι κυρίως του τοπίου και της αύρας που αποπνέει, οπότε για τη διατροφή να στείλει άλλο ανταποκριτή ο «Νέος Κόσμος»).