«Οι άνθρωποι έχουν γίνει όλοι μια αγκαλιά. Η κρίση, τους έχει φέρει ακόμη πιο κοντά τον έναν στον άλλον. Λες κι όλο το χωριό, είναι μια μεγάλη, στενά δεμένη οικογένεια».
Είναι μια εικόνα που έφερε μαζί της η Κατερίνη Μπαλούκα από το χωριό της τον Αη-Δημήτρη Πιερίας και την προβάλει με φανερό ενθουσιασμό σε όσους ζητούν να μάθουν για την εκεί κατάσταση.
Η ίδια έμεινε στον πανέμορφο αυτόν τόπο, με το σύντροφό της, Αντώνη, τρεις ολόκληρους μήνες, στο πέτρινο πατρικό της που ανακαίνισε, μια ανάσα από την άγρια ομορφιά του Ολύμπου.
Ο Άγιος Δημήτριος, για όσους δεν τον έχουν μέχρι τώρα επισκεφθεί, είναι ένα από τα παλαιότερα χωριά της Πιερίας, χτισμένος σε μέσο υψόμετρο 800 μέτρων στην άκρη μιας κοιλάδας και μέσα στην αγκαλιά ενός μοναδικού δάσους έκτασης 46.000 στρεμμάτων, με οξιές, δρύες, έλατα, λεύκες και κέδρους, που προκαλεί τον θαυμασμό όλων όσων το επισκέπτονται.
Το χωριό βρίσκεται στα Στενά της Πέτρας, ανάμεσα στον Όλυμπο και τα Πιέρια, απέχει, δε από την πόλη της Κατερίνης 33 χιλιόμετρα. Έχει 450 σπίτια και 900 κατοίκους.
Οδεύοντας κανείς από τον Άγιο Δημήτριο προς τις «Γούβες», μέσα από το δασικό δρόμο, φτάνει σ’ ένα σημείο απ’ όπου έχει, ίσως, την πιο συνταρακτική θέα του Ολύμπου με τους τεράστιους γκρεμούς και τις άγριες χαράδρες.
Η θέση του χωριού είναι κατάλληλη για διάφορες καλλιέργειες, πεδινές και ορεινές, καθώς επίσης και για κτηνοτροφία.
«Μέχρι πρότινος το χωριό ζωντάνευε μόνο τις γιορτές και τα καλοκαίρια, όταν γύριζαν οι ξενιτεμένοι. Μαζί τους βέβαια και εκείνοι που έφυγαν πριν χρόνια για να εγκατασταθούν στις μεγάλες πόλεις» θα πει η Κατερίνη Μπαλούκα.
Όμως, τον τελευταίο καιρό τα πράγματα έχουν αλλάξει. Τόσο με τους ντόπιους όσο και με το νέο αίμα, τα παιδιά και τα εγγόνια των Αϊδημητρινών που γυρίζουν στα χωράφια των γονιών και παππούδων τους για μια νέα ζωή.
«Πολλοί με δύο και τρία διπλώματα, που έχασαν τη δουλειά τους, άλλοι που δεν μπόρεσαν, αν και είχαν τα προσόντα, να πραγματοποιήσουν τους στόχους τους στις μεγάλες πόλεις, ιδίως την Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη και είναι αποφασισμένοι να δώσουν όλη την ενέργειά τους, αλλά και τον ενθουσιασμό τους για μια νέα ζωή στον τόπο στον οποίο επέστρεφαν μόνο στις διακοπές τους και τις μεγάλες γιορτές. Αν το σκεφτεί κανείς είναι μια ειρωνεία της μοίρας. Γιατί δεν θα πρέπει να παραβλέψουμε ότι για πάρα πολλά χρόνια η ελληνική ύπαιθρος, με όλη την ασύγκριτη ομορφιά της ,είχε περιφρονηθεί. Τουλάχιστον από την πλευρά του ότι θα μπορούσε να προσφέρει στον άνθρωπο μια ποιοτική ζωή. Σήμερα που ήλθαν τα πάνω κάτω στη ζωή των ανθρώπων, με μια κρίση που ούτε την περιμέναμε ούτε τη φανταστήκαμε ποτέ, στους χειρότερους εφιάλτες μας, η γη που εγκαταλείφθηκε και χορτάριασε γίνεται ελκυστική όσο ποτέ».
ΔΙΕΚΔΙΚΕΙ ΚΑΙ ΔΙΕΚΔΙΚΕΙΤΑΙ
Ναι, είναι γεγονός ότι η γη της υπαίθρου σήμερα, διεκδικεί και διεκδικείται. Και, μάλιστα, από τους πλέον εκλεκτούς.
Βοτανολόγος, από την Αθήνα, με ρίζες στον Αη Δημήτρη, θα πει η Κατερίνη Μπαλούκα, έχει φυτέψει στα ορεινά χωράφια του παππού του κερασιές, καρυδιές, αχλαδιές και μηλιές. «Μέχρι να μεγαλώσουν και να καρποφορήσουν, θα καλλιεργήσει βότανα που είναι περιζήτητα σήμερα.
Ο ενθουσιασμός του ξεχειλίζει και σε παρασύρει.
Τον είδα πριν μια βδομάδα να σκαλίζει το χώμα γύρω από τα δέντρα που έχουν κιόλα ξεπεταχτεί και με τη μεζούρα να μετρά το ύψος τους και να σημειώνει κάτι στο κινητό του, το σημερινό σημειωματάριο των νέων. Όλα αυτά, μου φαίνονται τόσο παράξενα. Ένας άλλος πιο πέρα -επίσης νεοφερμένος- καθάριζε το χωράφι του παππού του με δυο βοηθούς της ηλικίας του. Ήταν όλοι τους αναψοκοκκινισμένοι, ο ιδρώτας είχε μουλιάσει τα κοντομάνικα μπλουζάκια τους, αλλά τα γέλια και τα αστεία τους ακούγονταν από μια ώρα μακριά. Κατεβαίνουν, επίσης, στο καφενείο και η προσπάθεια όλων των νέων που βρίσκονται εδώ, είναι να ενσωματωθούν, αν μπορώ να το πω έτσι, με τους ντόπιους. Έχουν μια ζεστασιά και μια φιλικότητα στη συμπεριφορά τους, που, πίστεψέ με, είναι σαν να γεννήθηκαν και μεγάλωσαν εδώ. Ξαφνικά, ο τόπος που μαράζωνε από την αναπόφευκτη φθορά που φέρνει αδυσώπητα ο χρόνος, έχει πάρει νέα πνοή. Ακόμη και τα πουλιά τραγουδούν πιο μελωδικά και χαρούμενα ή… τουλάχιστον έτσι μας φαίνεται. Και να σου πω κάτι; To αξίζει. Δεν μπορεί ένας Όλυμπος να μην έχει ζωή γύρω του»!
ΕΧΟΥΜΕ ΤΟΣΑ ΝΑ ΜΑΘΟΥΜΕ
Η Κατερίνη Μπαλούκα γύρισε πίσω γεμάτη από εικόνες και ακούσματα που την έχουν, όπως θα πει, συνταράξει.
«Πάντα πίστευα ότι η αισιοδοξία είναι η πιο μεγάλη και αποτελεσματική δύναμη στα χέρια του ανθρώπου. Τώρα που την έζησα, που την είδα να την αποπνέουν όλοι αυτοί οι νέοι άνθρωποι γύρω μου, κατάλαβα την πραγματική της αξία. Μπορεί πραγματικά από τα ερείπια να χτίσει παλάτια.
Όπως κάνουν πολλοί από τους νέους που βρήκαν σπίτια ερειπωμένα και τα με τα χέρια τους, τα έκαναν αγνώριστα. Ποιος να το πίστευε αυτό; Aν του το ’λεγε κάποιος, έστω και πριν τρία χρόνια, θα τον έπαιρνε για τρελό.
Ξέρεις τι θα πει να περνάς το βράδυ από ένα δρομάκι πλακόστρωτο που πριν ήταν κατασκότεινο και τώρα να λάμπουν οι πέτρες από το φως που ξεχύνεται από τα ανοιχτά παράθυρα, ν’ ακούς χαρούμενα γέλια και νεανικές φωνές, εκεί που πριν βασίλευε βουβαμάρα και μαύρο σκοτάδι;
Πόσο θα ήθελα να μπορούσα να σου έδινα με ακρίβεια τις υπέροχες αυτές εικόνες»!
Αλλά το έχει ήδη κάνει…
Αλλιώς δεν θα ένοιωθα μέσα μου αυτή τη σφοδρή, βασανιστική σχεδόν επιθυμία, να βρεθώ εκεί, όσο γίνεται πιο γρήγορα. Ο Γενάρης να γίνει Νοέμβρης. Και ο μήνας των γενεθλίων μου να είναι ένας μοναδικός στη ζωή μου. Να δω με τα ίδια μου τα μάτια την ανάσταση ενός τόπου από νέους που η ζωή της πόλης, τουλάχιστον τα τελευταία χρόνια, τους φέρθηκε με ανεπίτρεπτη σκληρότητα, δεν μπόρεσε όμως να τους γονατίσει. Όχι μόνο δεν έσπασε το ηθικό τους, αλλά τους το αναπτέρωσε. Και μαζί με το δικό τους και αυτό των πατέρων και παππούδων τους. Τι υπέροχος τρόπος, σκέφτομαι, να τελειώσει κανείς τη ζωή του βλέποντας τον τόπο που γεννήθηκε να δοξάζεται. Γιατί περί αυτού πρόκειται!
Όταν, όπως θα πει η Κατερίνη, ο σεβασμός των νέων προς τους μεγαλύτερους, ξεχειλίζει, όταν οι ηλικιωμένοι βλέπουν τα χορταριασμένα χωράφια τους να παίρνουν ζωή και οι κερασιές που είχαν μαραζώσει να φουντώνουν σήμερα ολάνθιστες, τι άλλο ωραιότερο θα ήθελαν να συμβεί στο ηλιοβασίλεμα της ζωής τους;
«Έχουμε τόσα να μάθουμε από τους παλιούς» θα μου πει ο Λάμπρος, νιόπαντρος, που, έχει δεν έχει, ένα μήνα στο χωριό. Όπως έμαθα, ήταν ιδιωτικός υπάλληλος σε μεγάλη εταιρία εισαγωγών που πριν δυο μήνες απέλυσε πάνω από τους μισούς υπαλλήλους. Την πλήρωσαν οι νεότεροι.
Αυτά τα παιδιά, όμως, είναι το κάτι άλλο.
Στο βλέμμα τους διακρίνεις το πείσμα να πετύχουν» θα πει η Κατερίνη.
Και οι μεγάλοι; Δώσε μου μια εικόνα απ’ αυτούς.
«Πάντα υπήρχε στο χωριό αλληλεγγύη. Ο ένας να βοηθά τον άλλον, να τον συντρέχει, να είναι δίπλα του, τόσο στις χαρές, όσο και στις λύπες. Σήμερα, όμως, αυτό το πνεύμα της αδελφοσύνης, θα έλεγε κανείς ότι έχει θεριέψει.
Ό,τι έχει ο ένας το μοιράζεται με το διπλανό, το γείτονα, ακόμη και αυτόν που μένει στην άκρη του χωριού. Φαίνεται σα να έχει κάνει η κρίση τους ανθρώπους πιο ανθρώπινους. Και όλα αυτά γίνονται αυθόρμητα και φαίνονται πολύ φυσικά. Χωρίς πολλά λόγια, με καλή διάθεση και χιούμορ.
Εκεί που υπάρχει πρόβλημα, λίγο δύσκολο να λυθεί, όπως το είδα αυτή τη στιγμή, είναι τα φάρμακα. Εδώ βασιλεύει, όπως και στην υπόλοιπη φαντάζομαι Ελλάδα, μια κατάσταση εντελώς παράλογη.
Συνταξιούχοι που έπαιρναν 600 ευρώ και τώρα έγιναν 300, πώς να αγοράσουν τα φάρμακά τους, ιδιαίτερα εκείνοι που πάσχουν από χρόνιες ασθένειες ή την επάρατο; Στη γερμανική κατοχή, αλλά και στον εμφύλιο, υπήρχε το τεφτέρι του μπακάλη, τώρα είναι το τεφτέρι του φαρμακοποιού. Σε πολλές περιπτώσεις, οι φαρμακοποιοί, γνωρίζουν ότι δεν πρόκειται να πάρουν τα χρήματα που τους χρωστούν ποτέ. Παίρνουν, όμως, το μολύβι στο χέρι και γράφουν για να σώσουν, ίσως, την αξιοπρέπεια των ανθρώπων».
Ας ελπίσουμε ότι όλα αυτά, τα σκληρά και τα παράλογα, είναι προσωρινά. Ότι το ελληνικό κύτταρο, όπως έλεγε και ο Φρέντυ Γερμανός, θα δώσει τη μάχη του και όπως πάντα, θα νικήσει. Την ελπίδα και την αισιοδοξία αυτή, μας δίνουν εξάλλου το δικαίωμα, να την έχουμε, οι ΝΕΟΙ!