Το θέμα δεν είναι καινούργιο. Απλώς φαίνεται πιο προκλητικό όταν γίνονται συγκρίσεις με τα έσοδα των χαμηλόμισθων της κοινωνίας μας, μια «φυσική» συνέπεια του διευρυνόμενου χάσματος μεταξύ των εχόντων και μη.

Δεν θα πρέπει, εντούτοις, να μας διαφεύγει ότι τίποτε δεν έχει βασικά αλλάξει, αφού ούτως ή άλλως η ιδιωτική παιδεία βασίζεται στα υψηλά εισοδηματικά στρώματα του κοινωνικού ιστού για να συντηρηθεί και να είναι ανταγωνιστική.

Πληροφοριακά, λοιπόν, να πούμε, ότι τα κορυφαία ιδιωτικά εκπαιδευτικά ιδρύματα, χρεώνουν σχεδόν το ίδιο ποσό που εισπράττει ένας χαμηλόμισθος το χρόνο.
Αν πάρουμε, για παράδειγμα, το Geelong Grammar, το πιο ακριβό ιδιωτικό σχολείο της Βικτώριας, από του χρόνου θα χρεώνει το μαθητή της Γ’ Λυκείου (year 12) $32.400 τo χρόνο, προβαίνοντας σε μια αύξηση του ύψους 5%. Το ποσό αυτό είναι υψηλότερο του βασικού μισθού ο οποίος ανέρχεται σε $31.500.

Το St. Michael’s Grammar, πρόκειται να αυξήσει τα δίδακτρα κατά 4.5%, λόγου της πτώσης του αριθμού των μαθητών, προκειμένου να φτάσει τον στόχο του $1εκ. πλεονάσματος.

Το Wesley College, από την πλευρά του, θα προβεί σε αυξήσεις ύψους 6.25%.
Εκπρόσωπους των ιδιωτικών σχολείων δήλωσε αναφορικά ότι τα μεγαλύτερα έξοδα των ιδιωτικών σχολείων είναι οι μισθοί των εκπαιδευτικών, ο εξοπλισμός των σχολείων με τους τελευταίου συστήματος ηλεκτρονικούς υπολογιστές και οι κτιριακές επιδιορθώσεις.

Ο διευθυντής της Αυστραλιανής Επιτροπής Υποτροφιών, Τζον Βελεγκρίνης, θα πει ότι «τα τελευταία 10 χρόνια το κόστος της παιδείας έχει αυξηθεί σχεδόν διπλάσια από ό,τι ο πληθωρισμός».