Ο Τάσος Ιωαννίδης δεν θέλει ιδιαίτερες συστάσεις για τον ελληνισμό της Αυστραλίας. Τον ξέρουν όλοι. Τουλάχιστον, οι παλιότεροι.
Για τους νεότερους αξίζει να τους θυμίσουμε ότι ο Τάσος Ιωαννίδης γεννήθηκε στη Φλώρινα. Σπούδασε Πληροφορική στο Πολυτεχνείο της Μελβούρνης (RMIT) στην Αυστραλία. Συνέχισε σπουδές στο Ωδείο της Μελβούρνης MELBA απ’ όπου και αποφοίτησε με κύριο όργανο την κλασική κιθάρα. Συνέχισε σπουδές στο New England University για να ειδικευτεί στη σύνθεση μουσικής για τον κινηματογράφο.
Έγραψε μουσική για πολλές ταινίες και τηλεοπτικά προγράμματα που έχουν κυκλοφορήσει διεθνώς.
Έχει διατελέσει μόνιμος συνθέτης του Κρατικού Θεάτρου Μελβούρνης (MTC) και έχει γράψει μουσική για τα θεατρικά έργα.
Έχει διατελέσει καλλιτεχνικός διευθυντής του Φεστιβάλ Αντίποδες στη Μελβούρνη και σύμβουλος του Υπουργείου Καλών Τεχνών της Αυστραλίας.
Η δουλειά του ακούστηκε για πρώτη φορά στην Ελλάδα το 1984 όταν, με πρωτοβουλία της Μελίνας Μερκούρη και του Φεστιβάλ Αθηνών, έδωσε δέκα συναυλίες στην Ελλάδα με το έργο «Τα Παρατράγουδα» που αναφέρεται στα βιώματα των αποδήμων Ελλήνων. Η μουσική του έχει παρουσιαστεί στην Αυστραλία, την οποία έχει εκπροσωπήσει σε διεθνή μουσικά φεστιβάλ. Το «Ορατόριο Αποκάλυψις Ιωάννου του Θεολόγου» του σύνθετη παρουσιάστηκε στο Ηρώδειο με τη συνεργασία του Υπουργείου Πολιτισμού, με τη συμμετοχή της Συμφωνικής Ορχήστρας της ΕΡΤ, της χορωδίας του Δήμου Αθηναίων, τεσσάρων σολίστ και με τον Γιάννη Φερτή ως αφηγητή.
Η μουσική του έχει εκδοθεί σε δέκα προσωπικούς δίσκους στην Αυστραλία και την Ελλάδα. Στην Ελλάδα τραγούδια του έχουν ερμηνεύσει οι Μαρία Φαραντούρη, Γλυκερία, Λαυρέντης Μαχαιρίτσας, Φίλιππος Πλιάτσικας, Ελένη Βιτάλη, Φωτεινή Δάρρα, Παντελής Θαλασσινός, Ισιδώρα Σιδέρη, Μαρία Παπαλεοντίου, Μανώλης Λιδάκης, Ηλέκτρα και Κώστας Καράλης.
Έχει γράψει μουσική για παιδικές σειρές κινουμένων σχεδίων που κυκλοφορούν διεθνώς. Έχει εκδώσει δύο παιδικά άλμπουμ στην Αυστραλία «Moonhead και Dancing Olives» και στην Ελλάδα τα «Λάχανα και Χάχανα».
Τώρα ο Τάσος Ιωαννίδης βρίσκεται στη Μελβούρνη μαζί με τη Μαρία Φαραντούρη και τον Γιάννη Κότσιρα για να παρουσιάσουν «Τα Παρατράγουδα» και όχι μόνο στο Ελληνικό Μουσείο.
Λίγο πριν αναχωρήσει από την Αθήνα ο Τάσος μας μίλησε για αυτή του τη μοναδική εμφάνιση στη Μελβούρνη:
– Με τι συναισθήματα πηγαίνετε να δώσετε αυτή τη συναυλία;
– Μετά από τριάντα χρόνια που ξαναπαρουσιάζονται τα τραγούδια αυτά, κυριαρχεί το συναίσθημα της συγκίνησης, αλλά και της περιέργειας για το πώς θα ανταποκριθεί το καινούριο κοινό που έχει δημιουργηθεί στην Αυστραλία, αυτό της 2ης και 3ης γενιάς. Τότε όταν παρουσιάστηκαν πριν από τριάντα χρόνια, τα είχαν ακούσει οι άνθρωποι που τους αφορούσε άμεσα το περιεχόμενό τους, ενώ τώρα είναι τα παιδιά τους και τα εγγόνια τους.
– Τότε ήταν επίκαιρα τα «Παρατράγουδα» καθώς η πρώτη γενιά τα βίωσε, αλλά, δυστυχώς, αυτή η γενιά μειώνεται κιόλας ανησυχητικά…
– Εγώ πιστεύω ότι η επικαιρότητά τους έχει μια περίεργη ισχύ και σήμερα γιατί μπορεί οι τοπογραφίες να άλλαξαν, η κοινωνική σύνθεση της ελληνικής παροικίας να άλλαξε και η αφομοίωση να έχει αλλοιώσει την ελληνικότητα πολλών ομογενών αλλά και αυτό το αντικείμενο της αφομοίωσης είναι θεματολογικά μέρος των «Παρατράγουδων». Παρ’ όλα αυτά, οι καταστάσεις και τα συναισθήματα που προκαλούν η φτώχεια, η ανεργία, η σχέση εργαζομένου–εργοδότη, του μπόσι όπως λέει και το τραγούδι «Το Διαπασών του Δολαρίου», δεν παύουν να ισχύουν.
Με τη Μελβούρνη είμαι πολύ δεμένος, πέρασα τα νεανικά μου χρόνια εκεί, τριάντα χρόνια στην Αυστραλία και ήμουν πάντα συνδεμένος με την ελληνική παροικία δημιουργώντας. Το να επιστρέφω να ξανατραγουδάω στην παροικία είναι μια χαρά, μια ικανοποίηση και μια δικαίωση ας πούμε γιατί μετά από τριάντα χρόνια τα «Παρατράγουδα» έρχονται να συμπληρώσουν γιορτές που έχουν σχέση με τη μετανάστευση.
-Έχετε χαρακτηρίσει αυτά τα τραγούδια «μουσικό ντοκιμαντέρ», οπότε δικαιώνεται ο χαρακτηρισμός..
– Είναι σαν ασπρόμαυρες φωτογραφίες πια! Είναι ντοκιμαντέρ γιατί ως composer in residence στο Trades Hall Council, στη Μελβούρνη, είχα την ευκαιρία να επισκέπτομαι από κοντά πολλά εργοστάσια με μετανάστες εργάτες και να παρατηρώ τους ανθρώπους και τις συνθήκες που επικρατούσαν, όπως η Λενιώ του τραγουδιού που είχε χιλιάδες χιλιόμετρα κλωστής.
Μαζί με τα «Παρατράγουδα» θα παρουσιάσουμε και ένα νέο τραγούδι που είναι λίγο η συνέχεια και λέει:
«Αχ πώς με διώχνει η Ελλάδα, σαν αποπαίδι, σα ζητιάνο, όπως τη χούφτα από την άμμο και την πατρίδα μου τη χάνω. Ήθελα χρώμα στο μυαλό μου και το γαλάζιο πια γελούσε, με κείνο βάφαν οι αγγέλοι τον ουρανό που τους κρατούσε. Τώρα το μπλε έγινε γκρίζο και τη ζωή μου δεν την ορίζω».
Οπότε να η πραγματικότητα αυτή που έχουν εγκλωβίσει τα «παρατράγουδα» συναισθηματικά όσον αφορά το βίωμα της μετανάστευσης. Τώρα πηγαίνουν τα παιδιά αυτών των μεταναστών που έφυγαν από Αυστραλία τότε επειδή δεν ήθελαν να μείνουν εκεί. Είναι απίστευτος αυτός ο κύκλος.
-Δεν είναι αντιφατικό, όμως, ότι στην Ελλάδα, σε μια χώρα που έστελνε για δεκαετίες μετανάστες στο εξωτερικό, μερίδα του ελληνικού λαού να στρέφεται κατά των ξένων μεταναστών;
– Είναι λυπηρό αυτό που συμβαίνει, αλλά η μετανάστευση είναι δίκοπο μαχαίρι. Εμείς μιλάμε για το ρατσισμό που υποστήκαμε σε ξένες χώρες. Στην Ελλάδα, όμως, έχουμε double standards, μια διπλή δυνατότητα αναζήτησης και αξιολόγησης των πραγμάτων που δεν είναι δίκαιη. Υπάρχει βέβαια και ένα κράτος το οποίο ανεξέλεγκτα άφησε να μπουν μέσα τόσοι άνθρωποι. Όπως και να χει όμως ο ρατσισμός είναι ρατσισμός υπό όλες τις συνθήκες.
– Θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι τα «Παρατράγουδα» από τα πιο αγαπημένα σας έργα;
-Είναι φορές που τραγουδώντας το “Απρίλης 13” βουρκώνω, δεν μπορώ να συνεχίσω. Δεν ξέρω αν μπορεί κάποιος να το καταλάβει πόσο συναισθηματικά φορτισμένα είναι αυτά τα τραγούδια για μας. Για μένα τουλάχιστον είναι. Τώρα αν είναι το καλύτερό μου έργο θα το δείξει η ιστορία. Για μένα πάντως είναι μεγάλη τιμή που μια κορυφαία παγκοσμίως τραγουδίστρια, η Μαρία Φαραντούρη δέχτηκε μετά χαράς να τραγουδήσει αυτά τα τραγούδια της διασποράς μαζί με το Γιάννη Κότσιρα, τραγουδιστή της νέας γενιάς, εξαιρετικό άνθρωπο και καλλιτέχνη. Το πρόγραμμα, ιδιαίτερα στη συναυλία της Κυριακής, θα έχει και έντεχνα και άλλα λαϊκά, παραδοσιακά και πιο γνωστά τραγούδια στο ίδιο πλαίσιο.
Η δημιουργία, πάντως, χωρίς συναίσθημα είναι άδεια, δεν έχει αλήθεια. Τα «Παρατράγουδα» να πούμε όμως και ένα παράπονο, δεν έτυχαν της προβολής από τα μέσα τα παροικιακά και εννοώ τους ραδιοφωνικούς σταθμούς που θεωρούσαν ότι παίζοντας τσιφτετέλια υπηρετούσαν τους μετανάστες. Θεωρώ ότι θα μπορούσαν με πιο συνετό τρόπο να συμβάλουν στη δημιουργία τοπικής κουλτούρας πολιτισμικού υλικού που θα μπορούσε να τους εκφράζει στο διηνεκές μέλλον, όπως εκφράζουν την παροικία της Aμερικής οι ηχογραφήσεις του 40 και 50 που άφησαν φοβερά σημαντικά έργα.
Ελπίδα μας είναι τα νέα παιδιά που δημιουργούν πολιτισμό με εργαλείο όχι τη γλώσσα αλλά τη συνείδησή τους που έχει ελληνικότητα.
Έτσι, με τον Νώντα Κατσαλίδη έχουμε ένα πανύψηλο κτίριο στο κέντρο της Μελβούρνης, το Τσιόλκα να σαρώνει με το «Slap» και άλλους πολλούς που προωθούν με το δικό τους τρόπο την ελληνικότητα.