Παρέκβαση: Ενδιαφέρον παρουσιάζει η γνώμη του Σωκράτη ότι οι ποιητές, όταν έγραφαν τα ποιήματά τους, ήσαν «ένθεοι», ότι δηλ. η φωνή τους ήταν «φωνή θεού», «φωνή Μουσών». Ο Όμηρος αρχίζει την Ιλιάδα του με τον στίχο: «Μήνιν άειδε, θεά, Πηληιάδεω Αχιλήος / ουλομένην…» (1.1-2), που σημαίνει: «Θεά, ψάλλε την καταστρεπτική οργή τού Αχιλλέα, γιου του Πηλέα…». Αλλά στην Οδύσσεια ο ποιητής είναι πιο σαφής: η ανώνυμη «θεά» είναι η Μούσα: «Άνδρα μοι έννεπε, Μούσα, πολύτροπον. . .» (1.1). Δηλαδή: «Μούσα, μίλα μου για τον πολυμήχανο άντρα…».
Βέβαια, εγώ δεν έχω τη γνώμη που είχε ο Σωκράτης για τους ποιητές, ούτε φτάνω στο άλλο άκρο που έφτασε ο Γερμανός φιλόσοφος Φρειδερίκος Νίτσε, λέγοντας ότι οι ποιητές μοιάζουν με κότες: όταν πονούν, κακαρίζουν! Υπάρχουν καλοί ποιητές, υπάρχουν καλοί στιχουργοί, υπάρχουν και ατάλαντοι στιχοπλόκοι που νομίζουν ότι είναι ποιητές. Ο Σωκράτης πίστευε ότι οι ποιητές δεν έχουν συνείδηση των λεγομένων τους, γιατί είναι φωνητικά όργανα «θεϊκής πνοής», όπως λ.χ. η περιβόητη Πυθία. Η Πυθία δεν ήταν σοφή γυναίκα: σοφός ήταν ο θεός Απόλλων που χρησιμοποιούσε τις κραυγές της. Συμπέρασμα: Ο Σωκράτης θεωρούσε τους ποιητές «παπαγαλάκια» που μιλούν χωρίς να ξέρουν τι λένε! Τέλος παρέκβασης.
Μετά τους ποιητές και τους πολιτικούς, που η εξέταση τους έβγαλε άσοφους, ο Σωκράτης τρέχει τώρα να βρει κάποιους άλλους σοφότερους από τον ίδιο. Άραγε θα τα καταφέρει; Ας τον ακούσουμε:
«Στο τέλος λοιπόν πήρα στη σειρά τους τεχνίτες, γιατί είχα πλήρη συνείδηση του εαυτού μου ότι δεν ξέρω σχεδόν τίποτε, όμως ήμουν βέβαιος ότι θα βρω αυτούς να ξέρουν πολλά και ωραία πράγματα. Σ’ αυτό δεν γελάστηκα. Πραγματικά, ήξεραν αυτά που εγώ δεν ήξερα και, ως προς αυτό, ήσαν πιο σοφοί από μένα. Αλλά μου φάνηκαν, άνδρες Αθηναίοι, ότι και οι καλοί τεχνίτες είχαν το ίδιο ακριβώς ελάττωμα με τους ποιητές. Δηλαδή, επειδή ο καθένας από αυτούς έκανε ωραία και τέλεια έργα, είχε την αλαζονεία να πιστεύει ότι ήταν σοφότατος και στα άλλα τα πιο σπουδαία, και βέβαια το ελάττωμά τους αυτό επισκίαζε εκείνη τη σοφία της τέχνης . . .
»Από αυτή την εξέταση, άνδρες Αθηναίοι, έχω αποκτήσει πολλά μίση, μίση δυσμενέστατα και ενοχλητικότατα (απέχθειαι χαλεπώταται και βαρύταται), που μου έγιναν αίτια πολλών διαβολών και μου κόλλησαν το όνομα «σοφός». Γιατί αυτοί, που κάθε φορά ήσαν παρόντες στις συζητήσεις μου, νομίζουν πως εγώ είμαι σοφός σε οποιοδήποτε πράμα αποδείξω, με τον έλεγχό μου, τον άλλον αμαθή. Ενώ, καθώς φαίνεται, μόνο ο θεός [Απόλλων] είναι σοφός και κανένας άλλος. Και στο χρησμό του αυτόν, αυτό νομίζω θέλει να πει: πως πολύ λίγη αξία έχει η ανθρώπινη σοφία, μηδαμινή. Και είναι φανερό πως δεν θέλει να πει ότι ο Σωκράτης είναι σοφότατος, αλλά ως παράδειγμα μεταχειρίστηκε το όνομά μου για να πει, όπως θα έλεγε με άλλα λόγια, ότι: «Άνθρωποι, από σας είναι σοφότατος αυτός που έχει καταλάβει πως, σχετικά με τη σοφία του, στ’ αληθινά τίποτε δεν αξίζει».
ΚΕΦΑΛΑΛΓΙΑ ΝΕΑ
»Αλλά εκτός από αυτό, μου προσθέτει αντιπάθειες και το εξής: οι νέοι που έχουν όλο σχεδόν το χρόνο δικό τους, τα παιδιά των πιο πλούσιων, μόνοι τους, χωρίς να τους προσκαλέσω, παρακολουθούν τις συζητήσεις μου κι ευχαριστούνται ν’ ακούν να εξετάζω ανθρώπους, και οι ίδιοι πολλές φορές μιμούνται εμένα κι επιχειρούν να εξετάζουν άλλους και, φυσικά, βρίσκουν πολλή αφθονία ανθρώπων που νομίζουν πως κάτι ξέρουν, αλλά ξέρουν πολύ λίγα ή τίποτε (οιομένων μεν ειδέναι τι, ειδότων δε ολίγα ή ουδέν).
»Έπειτα, βέβαια, οργίζονται εναντίον μου εκείνοι που οι νέοι εξετάζουν, και όχι εναντίον του εαυτού τους, και λένε πως κάποιος Σωκράτης βλάκας είναι εδώ και διαφθείρει τους νέους. Και όταν κανείς τους ρωτά: «Με ποιες πράξεις και με ποια διδαχή του τους διαφθείρει;», δεν έχουν τίποτε ν’ απαντήσουν. Τέλεια άγνοια έχουν τι λέω και τι πράττω. Και για να μη φαίνονται πως τίποτε δεν έχουν να πουν, λένε τα πρόχειρα αυτά, που λέγονται για όλους τους φιλόσοφους: δηλ. τα μετέωρα τάχα και τα καταχθόνια και τις απιστίες προς τους θεούς και ότι το ψέμα το κάνω αλήθεια και τα παρόμοια. Την αλήθεια, βέβαια, δεν θα ήθελαν να τη λένε, ότι δηλ. γίνονται κατάδηλοι αλαζόνες νομίζοντας πως ξέρουν κάτι, ενώ δεν ξέρουν τίποτε.
»Επειδή λοιπόν είναι ευαίσθητοι στο φιλότιμό τους, και ταυτόχρονα είναι πολλοί και οργανωμένοι με πρόγραμμα, μιλούν εναντίον μου με πολλή πειστικότητα. Σας έχουν γεμίσει τα αφτιά με τις εμπαθείς διαβολές τους από χρόνια, αλλά και τώρα. Σε αυτές τις διαβολές θαρρώ ο Μέλητος μού έκανε τη μήνυση αυτή και ο Άνυτος και ο Λύκων – ο Μέλητος τρέφοντας πάθος εναντίον μου για λογαριασμό των ποιητών, ο Άνυτος για λογαριασμό των τεχνιτών και ο Λύκων για λογαριασμό των πολιτικών, ώστε, καθώς σας είπα και στην αρχή, θαύμα θα μου φανεί, αν κατορθώσω μια διαβολή τόσων ετών και από τόσο πολλούς να εκριζώσω εγώ στον τόσο λίγο χρόνο που διαθέτω.
»Αυτή είναι η αλήθεια, άνδρες Αθηναίοι, και σας τη λέω χωρίς τίποτε να σας αποκρύψω, χωρίς τίποτε να παρασιωπήσω, αν και γνωρίζω πως για την παρρησία και τη φιλαλήθειά μου αυτή γίνομαι μισητός . . . Έτσι μου έγινε η διαβολή και αυτά είναι τα αίτιά της. Και είτε τώρα είτε άλλοτε ζητήστε την αλήθεια γι’ αυτά, θα τη βρείτε. Όσο για εκείνα που μου κατηγορούσαν οι πρώτοι κατήγοροι, βρίσκω αρκετή την απολογία μου αυτή προς εσάς. Τώρα θα προσπαθήσω ν’ απολογηθώ προς τον Μέλητο τον «καλόβουλο» και «φιλόπατρι», όπως λέει και για τους άλλους κατηγόρους μου που τον ακολούθησαν μετά. Ας εξετάσουμε πάλι, για δεύτερη φορά, το κατηγορητήριό τους, σαν να επρόκειτο αυτοί να ήσαν άλλοι κατήγοροι».
Συνεχίζεται.