“Το όραμά μου: η Βικτώρια να είναι μια μεγάλη αρμονική οικογένεια”

Θα μπορούσε να είναι ένα τυποποιημένο σλόγκαν , αν δεν είχε μέσα του μια μεγάλη αλήθεια, που για χρόνια τώρα, αποτελεί τρόπο ζωής για τον Νίκο Κότσιρα.

Από μαθητής, αργότερα δάσκαλος, σύμβουλος του πρωθυπουργού και σήμερα υπουργός Πολυπολιτισμού, επιδιώκει με πάθος να επιτύχει την αρμονία μεταξύ των ανθρώπων.

«Ιδανικά, δεν θα’πρεπε να χρειάζεται το υπουργείο μου», θα πει στην πρόσφατη συνάντησή μας ο υπουργός Πολυπολιτισμού και Πολιτογράφησης Νίκος Κότσιρας, αφήνοντάς με άφωνη.

«Θα προτιμούσα να μείνω άνεργος και να δω μια κοινωνία όπου οι άνθρωποι ζούνε ειρηνικά και αρμονικά, με αλληλοσεβασμό, αναγνωρίζοντας τις μεταξύ τους διαφορές και γιορτάζοντας τη διαφορετικότητα που υπάρχει ανάμεσά τους.

»Αν οι άνθρωποι ένιωθαν τον τόπο αυτό δικό τους, αν αισθάνονταν ότι ανήκουν στη Βικτώρια και είναι μέρος μιας μεγάλης οικογένειας, άνθρωποι με διαφορετικές κουλτούρες και θρησκείες, διαφορετικά προσόντα, ενωμένοι όμως μεταξύ τους και από την άλλη πλευρά αν στις κυβερνητικές υπηρεσίες υπήρχε η ίδια αντιμετώπιση μεταξύ ατόμων που γεννήθηκαν εδώ και εκείνων που μόλις έφτασαν, τότε ο ρόλος μου θα ήταν περιττός. Αν συμβεί αυτό θα είμαι ευτυχής να αποσυρθώ», θα πει ο Νίκος Κότσιρας.

Προς το παρόν όμως είναι εδώ και καταβάλει κάθε προσπάθεια, να ρίξει τα τείχη που χωρίζουν τους ανθρώπους, χτίζοντας γέφυρες που τους ενώνουν, μέσα από πολιτιστικά, αλλά και διαφωτιστικά προγράμματα, πιστεύοντας ακράδαντα ότι « η πληροφόρηση, η διαφώτιση έχουν πολύ πιο ικανοποιητικό αποτέλεσμα από τους νόμους. Η διαφορετικότητα πρέπει να γιορτάζεται και όχι να στιγματίζεται. Γι’ αυτό, μια από τις επιδιώξεις μου είναι να φέρω στην ίδια σκηνή πολιτισμικά στοιχεία διαφορετικών λαών, όπως είναι, για παράδειγμα, των Ελλήνων και των Κινέζων, Η κυβέρνηση διαθέτει για τον σκοπό αυτό της προβολής των διαφορετικών κουλτούρων $1.100εκ. το χρόνο. Μετά υπάρχουν τα διάφορα προγράμματα διαφώτισης, σ’ όλη τη Βικτώρια, αναφορικά με τα δικαιώματα των νεομεταναστών, αλλά και τις υποχρεώσεις τους σ’ αυτή τη χώρα που επέλεξαν να ζήσουν.

«ΔΕ Θ’ΘΕΛΑ ΚΑΝΕΙΣ ΝΑ ΖΗΣΕΙ Ο,ΤΙ ΕΖΗΣΑ ΕΓΩ»

Ο τόνος είναι χαμηλός, ο παλμός όμως αναμφισβήτητα έντονος, όπως, μου δίνει δείγματα του ρατσισμού που ένιωσε κατάσαρκα από συνομηλίκους του, απλά γιατί ήταν διαφορετικός από τους άλλους: «Συζητούσαν για φουτμπώλ και δεν είχα ιδέα. Το φαγητό που είχα μαζί μου στο σχολείο δεν ήταν όπως το δικό τους, Η μητέρα μου φορούσε μαύρα – γιατί κάποιος είχε πεθάνει – και ντρεπόμουν να είμαι μαζί της. Της ζητούσα λοιπόν να περπατά σε κάποια απόσταση, μπροστά από μένα, όταν είμαστε μαζί. Το μεσημέρι κρυβόμουν πίσω από το σχολείο για να φάω τις χοντρές φέτες ψωμιού με τυρί και ντομάτα για να μη γελάνε τα παιδιά μαζί μου. Ποτέ δεν καλούσα κάποιο παιδί σπίτι μου γιατί δεν ήθελα να δούνε ότι είχαμε ντομάτες και αγγούρια στον κήπο. Μ’όλες όμως αυτές τις ‘προφυλάξεις ‘, δεν έπαυαν να με θεωρούν ξένο και να μου πετάνε κάθε τόσο ‘δεν ανήκεις εδώ, γιατί είσαι μαζί μας;’ Με κορόϊδευαν και γελούσαν εις βάρος μου. Θυμάμαι, ότι πήγαινα πάντα από τα πίσω δρομάκια για να είμαι μόνος, να μη βρεθώ στο δρόμο τους. Το περίεργο είναι ότι πολλά από τα παιδιά ήταν παιδιά μεταναστών. Είχαν έλθει όμως λίγο νωρίτερα και είχαν κατατοπιστεί. Μιλούσαν αγγλικά και έπαιζαν φουτμπώλ. για παράδειγμα. Ενώ εμένα μ’ έβλεπαν σα ξένο σώμα. Τώρα που το σκέφτομαι, ξέρω ότι το έκαναν για να σπάσουν πλάκα, χωρίς να καταλαβαίνουν ότι με τον τρόπο τους με πλήγωναν.

Αποτέλεσμα, να κλείνομαι, όλο και πιο πολύ, στον εαυτό μου. Ο δάσκαλος προσπαθώντας να βοηθήσει, πιθανόν την κατάσταση, είπε στη μητέρα μου ότι δεν θα πρέπει να πηγαίνω στο ελληνικό σχολείο γιατί μπερδεύω τις δύο γλώσσες. Η μητέρα μου, από την πλευρά της, με ενεθάρρυνε να δώσω βαρύτητα στα αγγλικά και θυμάμαι ότι παρότι πήγαινα μια φορά την εβδομάδα στο ελληνικό σχολείο, δεν υπήρχε ιδιαίτερη ενθάρρυνση από μέρους των γονιών μου να είμαι καλός μαθητής στα ελληνικά».

‘Πώς νοιώθει ένας πεντάχρονος κάτω από αυτές τις συνθήκες;’ Είναι η επόμενη ερώτηση στον υπουργό.

«Ζούσα σε δύο διαφορετικούς κόσμους. Αυτόν της οικογένειας, των γνωστών και φίλων, όπου όλοι μιλούσαν ελληνικά και ομολογώ ότι αισθανόμουν πάρα πολύ άνετα, και αυτόν του σχολείου, όπου όλα ήταν διαφορετικά και για ένα διάστημα ένιωθα ξένος. Αυτός είναι και ο λόγος που ποτέ, ακόμη και αργότερα που προσαρμόστηκα στο νέο περιβάλλον, δεν καλούσα τους συμμαθητές μου σπίτι μου γιατί δεν ήθελα να δούνε ότι είμαι διαφορετικός. Ότι, για παράδειγμα, δεν αγοράζουμε λαχανικά αλλά τα καλλιεργούμε στην πίσω αυλή. Έτσι δεν έλεγα ούτε καν πού μένω ».

Ανάπαυλα στις ρατσιστικές επιθέσεις εναντίον του, θα σημειωθεί στις τρεις πρώτες τάξεις του Γυμνασίου – στο Collingwood High – όταν θα βρεθεί σ’ ένα περιβάλλον όπου υπάρχουν πολλά νέα μεταναστόπουλα και θα κάνει το παν για να τα βοηθήσει να νιώσουν άνετα και να μη βιώσουν τις δικές του δυσάρεστες εμπειρίες: “Δεν ήθελα κανείς να ζήσει ό,τι έζησα εγώ, γι’ αυτό και έκανα ό,τι μπορούσα για να βοηθήσω κάθε νέο παιδί που ερχόταν στο σχολείο. Μπορώ να πω ότι το ίδιο συνέβη και αργότερα όταν, ως εκπαιδευτικός, είχα στην τάξη παιδιά μεταναστών και τα στήριζα να κατατοπιστούν και να ξεπεράσουν όσο πιο ανώδυνα γινόταν το στάδιο της προσαρμογής, τόσο στη γλώσσα, όσο και στην επαφή τους με τα άλλα παιδιά. Ακόμη και τώρα όταν μιλώ σε πρόσφυγες, τους λέω τις δικές μου προσωπικές εμπειρίες, και αυτό που εισπράττω είναι ότι ζούνε παρόμοιες καταστάσεις. Αυτός είναι και ο λόγος που με διάφορα προγράμματα στα σχολεία σήμερα προσπαθούμε να βελτιώσουμε την κατάσταση. Κι’ αυτό οφείλεται σ’ ένα μεγάλο μέρος στις προσωπικές μου εμπειρίες ως μαθητής. Είναι βασικό να υπάρχει σεβασμός στη διαφορετικότητα».

Στην ερώτηση ‘αν πιστεύει ότι υπάρχει ρατσισμός σήμερα’ η απάντηση είναι ότι «αυτό που λέμε ‘ρατσισμός’ είναι απλά ότι οι άνθρωποι βλέπουν με διαφορετικό τρόπο αυτούς που είναι διαφορετικοί από τους ίδιους, χωρίς να συνειδητοποιούν ότι αυτό πληγώνει τους άλλους.

Μερικές φορές βέβαια βλέπουμε την προσέγγιση αυτή να εκδηλώνεται βίαια. Γι’ αυτό πιστεύω ότι είναι θέμα διαφώτισης, ιδιαίτερα της νεότερης γενιάς. Με το πνεύμα αυτό δίνουμε κίνητρα για τη διοργάνωση μικτών πολιτιστικών εκδηλώσεων, όπως για παράδειγμα Ελλήνων και Κινέζων ή Βιετναμέζων, ώστε να συνειδητοποιήσει το ευρύ κοινό ότι είναι ο πλούτος των διαφορετικών πολιτισμικών στοιχείων και όψεων που κάνει τη Βικτώρια να είναι μοναδική και ακόμη να μη φοβούνται τη διαφορετικότητα αλλά να τη θαυμάζουν. Με το ίδιο πνεύμα, διοργανώνουμε σεμινάρια σ’ όλη τη Βικτώρια, ανοιχτά στο κοινό, με ιδιαίτερη έμφαση στην προσέλκυση νεομεταναστών και προσφύγων, όπου δίνουμε πληροφορίες αναφορικά με τα δικαιώματά τους αλλά και τις ευθύνες τους οι οποίες επικεντρώνονται κυρίως στο να είναι μέρος του συνόλου της κοινωνίας, να σέβονται ο ένας τον άλλον, να σέβεται ο ένας τη θρησκεία του άλλου και να μη φοβούνται τη διαφορετικότητα. Νομίζω ότι η διαφώτιση είναι πολύ πιο δυναμικό και αποτελεσματικό εργαλείο από τη νομοθεσία. Δεν μπορείς με τη βία να επιβάλεις τον άλλον να αλλάξει. Είναι πιστεύω πολύ πιο αποτελεσματικό να τον διαφωτίσεις».

Πρόκειται για το απόσταγμα της πείρας ενός άντρα που έζησε ο ίδιος τον ρατσισμό, πληγώθηκε απ’ αυτόν και δεν ‘θα ήθελε σε καμιά περίπτωση να ζήσουν οι άλλοι εκείνο που βίωσε ο ίδιος’.
Όραμά του, να δει τη Βικτώρια σα μια μεγάλη, αρμονική οικογένεια.