Μία παρέα μεταναστών είμαστε, σε μία καφετέρια στην περιοχή του Docklands στην Μελβούρνη. Πάνω από τα κεφάλια μας υψώνεται το κτίριο της τράπεζας ANZ. Είναι μία από τις πλουσιότερες τράπεζες της Αυστραλίας. Και εμείς εκεί, στα πόδια του, μιλάμε για φτώχια, για δυσκολίες και οικονομικά αδιέξοδα.
Στην παρέα μας ο Τζιμ ο Ντέμος, ο μετανάστης που ήρθε στην Αυστραλία το 1970 την εποχή της μαζικής μετανάστευσης και δίπλα του ο Παναγιώτης, ο Άγγελος, ο Δημήτρης, η Παναγιώτα, η Χριστίνα, ο Κώστας που δεν έχουν καν συμπληρώσει ένα χρόνο στην Αυστραλία.
Αυτοί οι νέοι Έλληνες μετανάστες είναι τα νέα παιδιά της ρημαγμένης Ελλάδας του 2012. Όχι τα παιδιά της ρημαγμένης Ελλάδας του ’50. Δεν διαφέρουν όμως πολύ από εκείνη τη γενιά. Άφησαν πίσω τους παιδιά, γονείς, αδέρφια για να αναζητήσουν στην Αυστραλία το δικαίωμα σε ένα καλύτερο μέλλον.
Μοναδικά τα όνειρα και οι προσδοκίες κάθε ανθρώπου. Για τον καθένα μας έχουν μία διαφορετική δυναμική και αξία στο ζειν μας. Μοναδικά και τα βιώματά μας. Μοναδικές και οι συνθήκες στις οποίες αυτά εξελίχθηκαν. Εντούτοις, καθώς αυτοί οι έξι νέοι άνθρωποι ανοίγουν την καρδιά τους βάζοντάς μας στον κόσμο τους, γίνεται ξεκάθαρο ότι… η ιστορία επαναλαμβάνεται. Μπορεί ο χρόνος, τα πρόσωπα και οι συνθήκες να διαφέρουν. Εκείνο όμως που δεν διαφέρει είναι ο προορισμός. Για μία καλύτερη ζωή…
Και η κουβέντα μας αρχίζει. Μία τραγική ειρωνία εν εξελίξει θα είναι, το ξέρω. Γεννημένη από το μεγαθήριο κτίριο που «κρέμεται» πάνω απ’ τα κεφάλια μας, τα όσα λέγονται και το επάγγελμα αυτών των νέων μεταναστών. Σε λίγη ώρα θα μπουν στο ναό του πλούτου για να τον καθαρίσουν. Είναι όλοι τους καθαριστές. Εργοδότης τους είναι ο Τζιμ Ντέμος. Είναι ο παλιός μετανάστης που άνοιξε τις πόρτες της εταιρίας του για να δώσει σ’ αυτούς τους νέους ανθρώπους το δικαίωμα μίας ευπρεπούς ζωής εδώ στην Αυστραλία.
«ΓΙΑ ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ ΜΑΣ»
Αυτοί οι νέοι άνθρωποι κυνήγησαν το όνειρο στη μακρινή χώρα του Νότου με μία φοιτητική βίζα που τελειώνει σε ένα χρόνο. Το δικαίωμα στο όνειρο για μία καλύτερη ζωή για τους ίδιους και τα παιδιά τους δεν το έχουν κερδίσει ακόμα. Θα περάσουν 4 χρόνια, και αν καταφέρουν να μείνουν τότε ίσως πάρουν καμία ανάσα ανακούφισης.
«Έχω αφήσει δύο παιδιά στην Ελλάδα και τον σύζυγό μου» μου λέει η Παναγιώτα, ετών 44 από τα Γιάννενα. Καθηγήτρια γαλακτοκομίας με 28 χρόνια προϋπηρεσίας, σε εταιρίες όπως η ΦΑΓΕ και η ΔΩΔΩΝΗ, αλλά όταν η κατάσταση στην Ελλάδα χειροτέρεψε η Παναγιώτα έμεινε άνεργη. «Ρώτησα κάποιους μακρινούς συγγενείς για την Αυστραλία και αποφάσισα τελικά να έρθω. Δεν υπήρχε άλλη λύση». Στην σκέψη και μόνο ότι αυτή η μάνα αφήνει τα δύο της παιδιά στην Ελλάδα και έρχεται στην άκρη του κόσμου για δουλειά και σπουδές δεν αντέχω. Ντρέπομαι γιατί υποτίθεται ότι εγώ, η δημοσιογράφος της παρέας, πρέπει να είμαι πιο ψύχραιμη. Δακρύζω όμως… ‘Γιατί;’ Την ρωτάω. Γιατί άφησες τα παιδιά σου; Δεν υπήρχε καμία άλλη λύση;’
Η απάντησή της ακόμα πιο συγκινητική… «Θα μπορούσα να κάτσω στην Ελλάδα, ως άνεργη αλλά δεν είναι τα χρήματα που κυνηγώ. Θέλω να μείνω μόνιμα στην Αυστραλία, θέλω να έρθουν τα παιδιά μου εδώ… Θέλω να τους κτίσω το μέλλον. Στην Ελλάδα δεν υπάρχει μέλλον για τα παιδιά μας… Δεν υπάρχει… ». Λόγια σταράτα, λόγια μάνας που θα κάνει οποιαδήποτε θυσία για τα σπλάχνα της, λόγια που δεν αφήνουν περιθώρια για περιττά επιχειρήματα.
Η Παναγιώτα τώρα εργάζεται ως καθαρίστρια στην επιχείρηση του κύριου Ντέμου και υπογραμίζω τη λέξη «κύριου», γιατί μπορεί να εργάζεται μόνο 20 ώρες την εβδομάδα, όσο δηλαδή της επιτρέπει ο νόμος, αλλά πληρώνεται με το νόμιμο ωρομίσθιο και έχει όλες τις παροχές που προβλέπει η εργασιακή νομοθεσία της χώρας. Εχει περίπου 9 μήνες στην Αυστραλία. Όταν πρωτοήρθε ζήτησε δουλειά σε ένα ελληνικό εστιατόριο… Της προσέφεραν το τραγικό ποσό των $4 την ώρα. Για να πλένει πιάτα. Κανένα σχόλιο… Αφήνω τα συμπεράσματα σε εσάς…
Λογιστής ήταν ο Παναγιώτης στην Ελλάδα. Πατέρας δύο παιδιών και σύζυγος. Τώρα είναι και αυτός καθαριστής. Στα 48 του χρόνια πήρε την απόφαση να μεταναστεύσει. Με φοιτητική βίζα βρίσκεται και αυτός στην Αυστραλία.
Είναι αποφασισμένος να συνεχίσει τις σπουδές του. Να πάρει το χρίσμα του λογιστή και στην Αυστραλία. «Για το μέλλον των παιδιών μου» λέει και ξαναλέει και αυτός και βάζει τον Θεό στην κουβέντα μας. «Με βοήθησε ο Θεός να μπω στην Αυστραλία. Εγώ δήλωσα ότι θα μείνω στα ξαδέρφια μου όταν έφτασα στο αεροδρόμιο. Οι άνθρωποι του αεροδρομίου όμως ήθελαν να το επιβεβαιώσουν με τους συγγενείς που με περίμεναν. Κάτι δεν ειπώθηκε όπως το περίμεναν οι αρχές και παραλίγο να καταλήξω σε κέντρο κράτησης. Ο Θεός ήθελε να μείνω. Εγώ το πιστεύω.» μου λέει.
Η οικογένεια του Παναγιώτη ήρθε λίγους μήνες αργότερα. Δεν κάνει παράπονα. Είναι ευχαριστημένος. «Μπορώ να ζήσω την οικογένειά μου με αυτά που βγάζουμε εγώ και η γυναίκα μου. Και κάνω και οικονομίες» μου λέει χαρούμενος.
Στο βλέμμα του όμως πλανιέται μία αβεβαιότητα που καίει τη σκέψη του κάθε μέρα. «Για μία καλύτερη ζωή για τα παιδιά μου. Γι’ αυτό θέλω να μείνω. Αγαπάω την Ελλάδα, μου λείπει αλλά δεν μπορώ να πάω πίσω. Θα ήταν καταστροφή. Θα τα καταφέρω όμως;» αναρωτιέται.
Η ΝΕΑ ΧΩΡΑ
«Δεν είχαμε άλλες επιλογές» πετάγεται να πει ο Δημήτρης από τη Θεσσαλονίκη. Όταν τον ρωτάω. Γιατί αυτός επέλεξε την Αυστραλία… «Πολλοί μας ρωτούν γιατί δεν πήγαμε στη Γερμανία ή τέλος πάντων κάπου αλλού. Οι μόνες επιλογές που είχαμε στην ουσία ήταν η Αυστραλία ή κάποια σκανδιναβική χώρα. Τη γλώσσα για να πάμε στην Σκανδιναβία δεν την έχουμε. Δεν θα μπορούσαμε… Και ξέρω ότι στην Γερμανία σήμερα αν πας και πεις είμαι Έλληνας και ψάχνω για δουλειά έχεις ελάχιστες πιθανότητες να βρεις. Σε στραβοκοιτάνε όλοι εκεί».
Ο Δημήτρης είναι γύρω στα 35, εργένης και «αλεξιπτωτιστής» όπως ο ίδιος λέει, στην Αυστραλία. «Δεν έχω κανέναν εδώ. Μόνος μου πήρα την απόφαση, μόνος μου ετοίμασα τη φοιτητική μου βίζα από την Ελλάδα. Τα παιδιά που βλέπεις εδώ είναι η παρέα μου» μου λέει. Τον ρωτάω για την μέχρι τώρα εμπειρία του στην Αυστραλία. «Ας είναι καλά ο κ. Ντέμος» μου απαντά. «Δεν το λέω επειδή είναι μπροστά αλλά μας φέρεται σαν αδερφός μας. Δεν γνώρισα την εκμεττάλευση, εγώ. Έχω ακούσει πολλά όμως και δεν εκπλήσσομαι. Έζησα και δούλεψα 5 χρόνια στην Ισπανία. Οι Έλληνες είμαστε παντού ίδιοι. Πιστεύω ότι είμαι ο τυχερός της παρέας».
Κι ο Κώστας εργένης είναι. Αθλητικογράφος με πολλά χρόνια προυπηρεσίας στο επάγγελμα στην Ελλάδα. Και αυτός πρέπει να θεωρηθεί τυχερός. Η θεία του που ζει χρόνια στην Αυστραλία του προσέφερε στέγη και οικονομική βοήθεια. «Να μείνω θέλω. Να κάνω την Αυστραλία το σπίτι μου. Να φτιάξω τη ζωή μου εδώ. Δεν γίνεται να πάω πίσω. Κάποια στιγμή πιστεύω ότι θα καταφέρω να στείλω και κάποια χρήματα στη μάνα μου, να βοηθήσω και εγώ. Η ζωή εδώ είναι ήρεμη. Δεν έχει σημασία τι δουλειά θα κάνω. Η δουλειά δεν είναι ντροπή. Ξέρεις πώς είναι να είσαι άνεργος;»
Η ερώτηση του αιωρείται στον αέρα. Τι να του πω. Βλέπω στα μάτια του μία θλίψη που θέλω να ξεχάσω, να προσπεράσω.
Με βοηθά ο Άγγελος. Ίσως από τους νεότερους της παρέας. Μόλις πάτησε τα 30. Λίγα θα πει για το παρελθόν, στο παρόν του αναφέρεται… «είναι διαφορετική κοινωνία. Πολλές διαφορετικές εθνικότητες, προσπαθώ να ενταχθώ. Να την αποδεχθώ».
‘Πώς βλέπεις τους Έλληνες της παροικίας;’ τον ρωτάω. «Δεν θέλω να πω πολλά. Δεν είμαστε όμως εμείς που καταστρέψαμε την Ελλάδα. Δεν είναι δίκαιο να μας φορτώνουν αυτήν την ευθύνη. Δεν είναι…». Όπως και οι άλλοι προσπαθεί και αυτός να βρει το μετερίζι του στην Μελβούρνη.
ΓΙΑ ΤΗ ΧΡΙΣΤΙΝΑ
Έρχεται τελευταία στην παρέα. Λέει δύο κουβέντες στην Παναγιώτα και κάθεται πλάι της. Οδηγός λεωφορείου ήταν η Χριστίνα στην Ελλάδα. Είναι 40 ετών, ανύπαντρη και το δικό της εισιτήριο για μία βίζα μόνιμης διαμονής στην Αυστραλία θα μπορούσε να περάσει μέσα από ένα γάμο, όπως τις πρότειναν οι συγγενείς της εδώ.
«Δεν θέλω να παντρευτώ κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες. Ναι, να γνωρίσω έναν άνθρωπο και να το κάνω για τους σωστούς λόγους, το καταλαβαίνω. Αλλά γάμο από συμφέρον, όχι» μου λέει αποφασιστικά. Μαθαίνει αγγλικά αυτόν τον καιρό, και θέλει να πάρει το επαγγελματικό δίπλωμα οδήγησης, να κάνει πάλι τη δουλειά της, εδώ στη νέα χώρα.
Δεν ήρθε μόνη. Μαζί της ήρθαν και η αδερφή της, που έχει παντρευτεί Ελληνοαυστραλό που ζούσε για χρόνια στην Ελλάδα με την οικογένειά της και η άλλη της η αδερφή, επίσης ανύπαντρη. «Δέκα άνθρωποι σε ένα σπίτι» μου λέει. ‘Αχ! Αυτή η ιστορία’, σκέφτομαι… ‘Και έτσι πρέπει να επαναληφθεί;’
«Μ’ αρέσει η Μελβούρνη. Είναι όμορφη πόλη καθαρή. Μπορώ να ζήσω εδώ. Αφήσαμε στην Ελλάδα τους γονείς μας αλλά τι να κάνεις! Είναι δύσκολο, το ξέρω αλλά το παίρνεις απόφαση» μου λέει…
Στην κουβέντα έχει αρχίσει να πνέει μία αύρα αισιοδοξίας μιλάμε για μελλοντικά όνειρα. Απαλλαγμένα από τα τροχοπέδη της πραγματικότητας και των δυσκολιών που πάντα αυτή ενέχει. Όνειρα φτιαγμένα από πίστη και ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο…
Και ξαφνικά… Τα καυτά δάκρυα της Χριστίνας παγώνουν την ατμόσφαιρα.
Έχει στρίψει το κεφάλι της, για να μην τα δουν οι υπόλοιποι της παρέας. Μένω άναυδη, νοιώθω πως κάτι είπα, κάτι έκανα, πως εγώ προκάλεσα αυτήν την αντίδραση. Την κοιτώ και μετρώ τις πολύτιμες, διάφανες μαρτυρίες της απελπισίας της.
«Θέλω να μείνω. Δεν θέλω να πάω ποτέ πίσω». «Δεν θέλω με ακούς». «Ποτέ, ποτέ». «Και από την τρύπα της βελόνας αν χρειαστεί να περάσω για να μείνω στην Αυστραλία, θα το κάνω» μου λέει μέσα στα αναφιλητά της.
Με γλυτώνει η βάρδια και ο Δημήτρης… «Είναι ώρα να φύγουμε» πετιέται να πει.
Καθώς απομακρύνονται, σκουπίζω τα δάκρυά που με το ζόρι κράτησα μέσα μου μπροστά στην Χριστίνα.
Κοιτώ τούτη την παρέα και δεν μπορώ να αποφύγω τον παραλληλισμό. Κάποτε τέτοιες παρέες έμπαιναν, έτσι, τσούρμο τσούρμο στα εργοστάσια σήμερα σε έναν άλλο χώρο εργασίας. Κάποτε δέκα και είκοσι άνθρωποι έμεναν σε ένα σπίτι, σήμερα συμβαίνει το ίδιο. Κάποτε 150.000 άνθρωποι μετανάστευσαν στην Αυστραλία με ένα και μοναδικό όνειρο. Μία καλύτερη ζωή. Και σήμερα το ίδιο. Κάποτε η Ελλάδα δεν μπορούσε να ζήσει τα παιδιά της. Και σήμερα το ίδιο. Κάποτε οι νέοι μετανάστες έκαναν τις «παρακατιανές» δουλειές. Και σήμερα το ίδιο… Κάποτε…
Ο κύριος, υπογραμίζω το κύριος, άνθρωπος Τζιμ διακόπτει τις σκέψεις αυτές. «Πάμε» μου λέει. «Βλέπεις, στα είπα. Φτώχια και απελπισία. Γράψε ό,τι θες, γράψτο όπως θες. Πρέπει να τους βοηθήσουμε όμως. Μην το ξεχάσεις αυτό. Και εμείς κάποτε είμαστε στη θέση τους. Όλοι μας τα ίδια ζήσαμε. Τώρα όμως που μπορούμε να βοηθήσουμε, δεν γίνεται να γυρίσουμε τις πλάτες μας. Μπορεί να ήσαν τα δικά μας παιδιά στη δική τους θέση. Σαν τα παιδιά μου τους βλέπω». Και δεν έχει άδικο ο κ. Τζιμ.