Κατ’αρχήν να ‘πω ότι το Letterbox πρέπει ν’ αλλάξει όνομα και να λέγεται Billbox μιας και τα γράμματα, μαζί με τις Ερωτικές Επιστολογραφίες, καταργήθηκαν –οι συναντήσεις γίνονται κατά μέτωπον όπως οι συγκρούσεις και δε χρειάζεται προθέρμανση με ραβασάκια – κι απ’ την άλλη θέριεψαν τα «Μπίλια».
Όταν καταφθάνουν οι Λογαριασμοί, συνοδεύονται πάντα από ενημερωτικά φυλλάδια, τα οποία είναι πολύχρωμα, παρουσιάζουν παιδάκια, νέους, ηλικιωμένους, σε κάποιες χαρούμενες στιγμές, και μου δίνουν (και σένα ασφαλώς) του κόσμου τις συμβουλές για το πώς να εξοικονομήσω χρήματα.
Είναι τόσο στοργικό το ενδιαφέρον (φθάνει τη μητρική στοργή, θά ‘λεγα) των Εταιριών, που, όχι απλά με συγκινεί, αλλά μου φέρνει δάκρυα στα μάτια! Κάποιοι λένε, πως αυτά είναι τερτίπια του “μάρκετινγκ” (κόλπα των πωλήσεων), μα δεν τους πιστεύω τους καχύποπτους! Τί ανάγκη έχουν οι Εταιρίες να με φροντίζουν και να με ταχταρίζουν, αφού χρειάζομαι ρεύμα, νερό, γκάζι;… Ως πελάτης, είμαι πιασμένος στο δίκτυον που λέγαμε. (Όσοι δε με διαβάζετε μένετε μετεξεταστέοι).
Συμβουλές – επεξηγήσεις:
– Ν’ αγοράζω συσκευές, οι οποίες καταναλώνουν λιγότερη ενέργεια (τις δικές τους !).
– Μπορεί να κερδίσω δωράκι αν τους επιτρέψω να τραβάνε το χρήμα απ’ το λ/σμό μου χωρίς να τρέχω να πληρώσω ή να ξεχάσω… Το μόνο, φαντάζομαι, που πρέπει να θυμάμαι, είναι, να “γεμίζω το λ/σμό, αλλιώς θα με πνίξουν οι τόκοι…
– Για Solar System, λέει, μπορείς να εμπιστευθείς την (όνομα…). Άρα τις άλλες δεν πρέπει να τις εμπιστεύομαι!
– Το ενδιαφέρον της Εταιρίας Υδάτων φθάνει στο αδιανόητο: Με συμβουλεύει π-ότε είναι οι καταλληλότεροι μήνες να φυτέψω αγγουριές, ντοματιές, κολοκυθιές… Συγκινείσαι, ή όχι!
– Η Ηλεκτρική με πληροφορεί για κάτι, το οποίον ουδέποτε φαντάστηκε: Μια εταιρία παράγει, λέει, το ρεύμα, άλλη το μεταφέρει (κολόνες, σύρματα) και άλλη το μοιράζει στους καταναλωτές. Όχι και πολύ παλιά, οι αγελάδες κάνανε το γάλα, τα βυτία το κουβαλούσαν και ο γαλατάς, με τη σούστα, άφηνε το μπουκάλι στην πόρτα… Η Εταιρία θέλει, άραγε, να μου ‘πει ότι γυρίζει στην παλιά καλή εποχή, ή ότι, αν ο λ/μός είναι τσουχτερός, να γνωρίζω ότι πρέπει να φάνε ψωμί τρείς και να δείξω κατανόηση!
– Συχνά πυκνά μπαίνουν στο έξοδο και τον κόπο και μου τηλεφωνούν για να μου ‘πουν τα ίδια δια ζώσης. Τόσο πυκνά που, έχω χάσει τον ύπνο μου (τη σιέστα εννοώ).
Παρά τις συμβουλές, οι Λογαριασμοί συνεχίζουν να έρχονται βαρείς κι ασήκωτοι…
Νά ‘ναι καλά ο Νέος Κόσμος (1/10/12) που γράφει: “…Σαν φίδι στον κόρφο τους βλέπουν οι Αυστραλοί καταναλωτές τις εταιρίες ρεύματος…” και μου θύμισε μια ιστοριούλα, την οποία άκουσα απ’ τον αείμνηστο καθηγητή Τομαδάκη: Ένας όφις κι ένας κάβουρας, (ζούσαν, λέει, στην Κρήτη) κάμανε κουμπαριά. Ο όφις είχε πονηρό σκοπό. Μια μέρα επισκέφτηκε τον κάβουρα και με στοργή, τάχα, τον αγκάλιασε (τυλίχτηκε γύρω του).
ΟΦΙΣ. Σ’ αγαπώ, κουμπάρε!
ΚΑΒΟΥΡΑΣ. Τα’ εγώ σ’αγαπώ, κουμπάρε.
ΟΦΙΣ. Σ’ αγαπώ πολύ, κουμπάρε! (και τον σφίγγει περισσότερο).
ΚΑΒΟΥΡΑΣ. Σιγά, κουμπάρε, τσε θα σκάσω!
ΟΦΙΣ. Μα σ’ αγαπώ πολύ, πολύ, κουμπάρε! (και σφίγγει ακόμη περισσότερο, που το καύκαλο του κάβουρα τρίζει…)
ΚΑΒΟΥΡΑΣ. (Τώρα κατάλαβε το σκοπό του κουμπάρου· τον πιάνει απ’ το λαιμό με τη δαγκάνα του, τον σφίγγει δυνατά κι ενώ ξεψυχά, του λέει): Δεν είναι καλύτερα έτσι, κουμπάρε!
Εγώ, πώς να πιάσω τον… “Όφι” απ’ το λαιμό, αφού α) Δαγκάνες δεν διαθέτω διότι δεν ανήκω στα οστρακόδερμα. β) Ο όφις δε με πλησιάζει (ούτε καν γνωρίζω το πρόσωπό του) και όλες τις κουμπαρο-μπίζνες τις διεκπεραιώνει τηλε-ηλεκτρονικώς (κάτι σας έλεγα για τα δίκτυα, ότι έτσι και πέσεις μέσα δεν ξαναβγαίνεις…). Και γ) Δεν υπάρχει ίχνος κουμπαριάς και άρα δεν υπάρχει περίπτωση, ούτε μια στο εκατομμύριο, να τον πλησιάσω (άσε που μπορεί να έχει περισσότερα κεφάλια κι απ’ τη Λερναία Ύδρα, και επομένως, αθάνατος).
Το μόνο παρήγορο, ότι δε με θανατώνει, διότι είμαι πηγή της “διατροφής” του, αλλά απ’ την πολλή … απορρόφηση, στο τέλος θα μου μείνει μόνο το καβούκι και θα είμαι ένας κενός, άπνους, ακόμη και για τον “κουμπάρο,” κάβουρας…
Είπα πως μ’ αγαπούν πολλές (Εταιρίες, όχι… εταίρες) και λυώνω. Λάθος. Μ’ αγαπούν και ασφυκτιώ μαζί με εκατομμύρια ομοιοπαθείς. Γι αυτό ξεσηκωθείτε να διαμαρτυρηθούμε όλοι μαζί, κι εγώ ο πρώτος
διαμαρτυρόμενος