Το ιστορικό μίας προαναγγελθείσης φιλίας

Μία φορά και ένα καιρό σε μία γειτονιά της Μελβούρνης, ήταν μία φάμπρικα. Red Tulip Chocolates έλεγαν το εργοστάσιο αυτό, οι μεγάλοι και τρανοί. Όταν κάποιος, όμως, ρωτούσε τους «μικρούς και ασήμαντους» εργάτες του… πού δουλεύουν; Εκείνοι απαντούσαν… ‘Στο Ρεντούλι’.

Μία μέρα όλοι οι μικροί και ασήμαντοι απολύθηκαν από το… Ρεντούλι. «Φεύγουμε από το Prahran» είπαν οι μεγάλοι και τρανοί. Ήταν Σεπτέμβρης του 1989 και μέχρι τον Ιούλη του 1990 το κτίριο της φάμπρικας Red Tulip, κάπου εκεί μεταξύ του Ηigh και του Chapel Street, ερήμωσε.

Βέβαια, οι μικροί και ασήμαντοι άνθρωποί του δεν το παράτησαν ποτέ. Το συντρόφευαν κάθε μέρα. Τα μάτια τους, με ματιές νοσταλγικές, το χάιδευαν και οι αναμνήσεις τους μουλιασμένες από τους «κουβάδες» ιδρώτα που είχαν χύσει εκεί μέσα και τα όνειρα που γεννήθηκαν, πέθαναν ή πραγματώθηκαν μέσα στους τοίχους του, το ζέσταιναν. Εκείνο αγέρωχο, σημαδεμένο από το χρόνο, τις ανησυχίες και τα οράματα των μεταναστών που το έκαναν δεύτερο σπίτι τους, σημείο αναφοράς στη ζωή τους, απολάμβανε την εικόνα των ανθρώπων του.

Λυπόταν ώρες, ώρες. Δεν περίμενε να δει τις ομορφονιές που φιλοξενούσε κάποτε και το ζωντάνευαν με τα χάχανα, τα αστεία και τα πειράγματά τους, αυτές τις σβέλτες κοπελιές που δούλευαν 12ώρα, Σαββατοκύριακα, νύχτες, μέρες και αργίες, να περπατούν σήμερα σκυφτές, κουρασμένες και με το βάρος των χρόνων και της σκληρής δουλειάς να τους τσακίζει το βήμα.

Η Βαγγελιώ, η Λυγερή, η Αγάπη, η Φωτεινή, η Βάγια, η Αλεξάνδρα, η…, η… , το κοιτούσαν και αυτές με την ίδια λύπη, να μαραίνεται. Τις έβλεπε το κτίριο, το ήξερε ότι και αυτές το λυπούνταν, εκείνο, όμως, που δεν ήξερε ήταν ότι πάνω στους δικούς του τοίχους για τις εκατοντάδες ομογενείς εργάτριες που φιλοξένησε, είχαν γεννηθεί όχι μόνο μία ιστορία προαναγγελθείσης φιλίας, όπως αυτή που σας περιγράφουμε σήμερα, αλλά δεκάδες άλλες.

Τούτη η ιστορία έχει πρόσωπο, υπάρχουν, όμως, χιλιάδες άλλα τέτοια αληθινά «παραμύθια της ξενιτιάς» και είμαι σίγουρη ότι καθώς διαβάζετε αυτές τις γραμμές ίσως βουτήξετε και εσείς στο δικό σας «παραμύθι». Και δεν έχει σημασία σε ποια φάμπρικα γράφτηκε. Σημασία έχει ότι γράφτηκε!

ΤΟ ‘70 ΣΤΟ… «ΡΕΝΤΟΥΛΙ»

Στο σπίτι της Βαγγελιώς, ούτε 200 μέτρα από το άλλοτε κτίριο του Red Tulip, όπως είναι ευρύτερα γνωστό, έχει μαζευτεί μία παρέα πέντε γυναικών. Η Λυγερή, η Αγάπη, η Φωτεινή, η Βάγια και η Βαγγελιώ. Πριν λίγο καιρό, όλες τους είδαν το εργοστάσιο που μέσα του «έχτισαν» τη ζωή τους να γκρεμίζεται. Πάλι οι μεγάλοι και τρανοί μπήκαν στο παραμύθι τους. Αυτή τη φορά για να γκρεμίσουν ένα κομμάτι από το παρελθόν τους, να το κάνουν διαμερίσματα.

Σαν αδερφούλες τα λένε μεταξύ τους. Η Βάγια, η Αγάπη και η Φωτεινή στον ένα καναπέ, η Λυγερή στην καρέκλα απέναντι τους και η Βαγγελιώ να άρεται και να φέρεται από την κουζίνα στο καθιστικό με καφέδες και πορτοκαλάδες, πίτες και χαλβά.

«Στο Ρεντούλι περάσαμε καλά, δουλέψαμε, πήραμε τα σαράβαλα τα σπίτια, τα φτιάξαμε. Οι μπόσινες και οι μποσάδες ήταν καλοί. Περάσαμε καλά» λέει η Φωτεινή. Ήρθε το 1969 από την Καρδίτσα και έπιασε αμέσως δουλειά εκεί. «Εγώ ήμουν στα σοκολατένια αυγά. Τύλιγα τα αυγά με το χέρι, έκανα όλα τα είδη, το Νο6, το Νο8, το 20. Έρχονταν και με τραβούσαν φωτογραφίες και βίντεο και το έδειχναν στην Αμερική. Ήμουν πολύ γρήγορη. Ήμουν σαΐνι» λέει με μία ανάσα. Είκοσι χρόνια έκλεισε η Φωτεινή στο Red Tulip.

Η Αγάπη απ’ τη Λευκάδα, για 12 χρόνια δούλευε στην κουζίνα της σοκολατοποιΐας. Αυτή έφτιαχνε σοκολατάκια. «Είχα βαρεθεί την πολύ δουλειά στην Ελλάδα, ο πατέρας μου είχε αυτοκίνητα και ότι έβγαζε το αγόραζε όλο κτήματα. Εγώ με τις εργάτριες κάθε μέρα έξω στα χωράφια. Μόλις παντρεύτηκε η αδερφή μου, είπα δεν θα πω τίποτα, θα φύγω, γιατί θα με φάει ο κόρακας στη δουλειά, αν μείνω. Εδώ όμως ήταν χειρότερα. Εκεί δουλεύαμε στα δικά μας εδώ είχαμε και τη πρέσα απ’ άλλους. Από τις τρεις σηκωνόμουν να κανονίσω τα παιδιά για να πάω μετά στη δουλειά».

Έρχεται η σειρά της Βάγιας και εκείνη 12 χρόνια έβαλε στο… «Ρεντούλι». «Χόρτασα δουλειά εδώ. Όλοι για δουλειά ήρθαμε να τα μαζέψουμε και να φύγουμε, αλλά…» δεν θέλει να τελειώσει τον λόγο της και δεν χρειάζεται να τον τελειώσει. Οι φιλενάδες της κουνάνε τα κεφάλια τους, ξέρουν πολύ καλά τι λέει και τι δε λέει η Βάγια. «Στο λουρί, στο λουρί δούλευα. Έβλεπες τα κουνέλια που μαζευόντουσαν πίσω εκεί βουνό και έλεγες θα τα προλάβω τώρα; Μία μέρα ήρθε φουρτούνα από κουνέλια, γεμίσαμε. Του λέω του Πίτερ του Καλαματιανού άνοιξε το παραθύρι, ρε Πίτα να πάνε στα τσακίδια, να πέσουν κάτω στο Chapel Street. Φάγαμε πολύ δουλειά!».

Η Λυγερή είναι λιγομίλητη. Και αυτή στα σοκολατάκια δούλεψε για 14 συναπτά έτη. Επαναλαμβάνει το χορτάσαμε δουλειά που είπε η Βάγια.

«Έκανα εγώ νυχτερινά! Πολλές φορές ακόμα και εφτά μέρες την εβδομάδα δούλευα».
Η Βαγγελιώ ήρθε το 1971, παντρεμένη με δύο παιδιά, στην Αυστραλία. Και εκείνη στα σοκολατάκια δούλεψε στο πλάι της Λυγερής, της Βάγιας και της Αγάπης, το πόστο της.

Θυμάται… «25 άτομα σε ένα σπίτι, σε ένα ψυγείο και εκεί μαλώναμε ποιος θα φάει τι. Έτρεχα κάθε μεσημέρι απ’ το εργοστάσιο στο σπίτι, να μαγειρέψω, για να βρουν τα παιδιά φαί μετά το σχολείο» λέει η «μαραθωνοδρόμος» μάνα.
Ο γιός της ο Νίκος κάθεται σε μία γωνία και ακούει… Λίγο αργότερα όταν μείνουμε οι δύο μας θα μου πει… «Είναι η γενιά των γυναικών που σέβομαι όσο καμία άλλη. Αυτές τις γυναίκες τις θαυμάζω».

Όλες με ένα στόμα λένε ότι ποτέ τους δεν κατέβηκαν σε απεργία. Με τις άλλες κοπέλες που δεν μιλούσαν ελληνικά και, παρά τα περιορισμένα τους αγγλικά, κατάφερναν να συνεννοηθούν όπως-όπως. Δεν χρειαζόταν, εξάλλου, να ξέρεις πολλά αγγλικά. Οι λέξεις-«κλειδιά» ήταν γουόρκ, σίφτι και όβερταιμ.

Δεν αναφέρονται στις διαφορετικής εθνότητας συναδέλφισσές τους. Μόνο στις «τουρκάλες» – έτσι τις λέει η Φωτεινή. Δεν τις αντιπαθούσαν αλλά κάποιες που τους έκαναν τη ζωή ποδήλατο, σίγουρα τις κοίταζαν με στραβό μάτι. Αυτές οι γυναίκες είναι απ’ εκείνη τη γενιά των μεταναστών που έζησαν τον ρατσισμό στο πετσί τους, όταν, όμως, έμπαιναν στη φάμπρικα δεν υπήρχε χρόνος για αντίποινα. Μόνο για δουλειά. «Εμείς μόνο τη δουλειά μας κοιτούσαμε, δεν ανακατευόμαστε σε τέτοια» λένε όλες με μία φωνή.

Καμιά τους δεν σηκώνεται από τη θέση της. Μαθαίνω το γιατί όταν τις ρωτάω πώς τους «εξαργύρωσαν» τα χρόνια, τις χιλιάδες ώρες ορθοστασία. «Με μπαστούνια» λέει η Βάγια. Η Λυγερή το άφησε πίσω απ’ την εξώπορτα, η Βάγια το κρατά δίπλα της, η Φωτεινή το έχει βγάλει στην αυλή. Σκορπισμένα τα μπαστούνια, σκόρπιες και οι αναμνήσεις αλλά μαζεμένη η αγάπη σε τούτο το σαλονάκι.

«ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΤΗΣ ΞΕΝΙΤΙΑΣ» ΜΕ ΠΡΟΣΩΠΟ «ΚΟΚΚΙΝΗΣ ΤΟΥΛΙΠΑΣ»

Ένα κράμα από νοσταλγία, απογοήτευση, μακροθυμία για όλα όσα τις ταλαιπώρησαν εκείνα τα δύσκολα χρόνια, πόνους του κορμιού και βάσανα της ζωής, έρπει στα βλέμματά τους.

Η Φωτεινή σπάει τη σιωπή που γέννησαν οι αναμνήσεις.

Πάει να πει κάτι για την… Αλεξάνδρα. Ήταν μία από τις λίγες Ελληνοπούλες προϊσταμένες του εργοστασίου η Αλεξάνδρα, και μάλλον, που και που έριχνε και κανένα καψώνι στους υφιστάμενούς της. «Σους» της κάνει η Βάγια «είναι συχωρεμένη».

Αυτό το «σους», αυτή η ένδειξη σεβασμού προς μία απούσα, που όλες την θρήνησαν πριν από κάμποσο καιρό, ακούγεται σαν τη σημαντικότερη κουβέντα που έχει ειπωθεί μέχρι εκείνη τη στιγμή. Φανερώνει κάτι που κανένας μεγάλος και τρανός δεν μπορεί να γκρεμίσει, κάτι που κανένα βάσανο δεν μπορεί να αποδυναμώσει, να αλλάξει.
«Όλα τα κάναμε μαζί, γελάγαμε, κλαίγαμε, κουραζόμασταν, βοηθιόμασταν» λέει η Βαγγελιώ.

Η φωνή της Αγάπης ραγίζει… «Έχασα τον αδερφό μου 30 χρονών και από τότε στα κορίτσια μόνο μία καλημέρα έλεγα. Περνούσε η μέρα, αλλά δεν έλεγα τίποτε άλλο. Καμιά τους δεν θύμωσε. Αν δεν είχα και τα κορίτσια, μπορεί να ήμουν σε κανένα τρελοκομείο σήμερα».

Η Βάγια είδε το σπίτι που μόλις είχε αγοράσει δίπλα στη Βαγγελιώ, για να την έχει γειτόνισσα, να γίνεται στάχτη. Τέσσερα παιδιά αυτή και ο άντρας της μείνανε στο δρόμο. «Βάσανα, πολλά βάσανα» μονολογεί…
Και η μία έκλαιγε στον ώμο της άλλης και τα δάκρυα όπως και οι χαρές τους γέννησαν μία μεγάλη φιλία που μέχρι σήμερα δεν έχει χτυπηθεί από πάθη και εγωισμούς.

«Ποτέ δεν αλλάξαμε κουβέντα. Δεν τσακωθήκαμε ποτέ» λέει η Βάγια.
«Τις πονάω σαν αδερφές μου όλες» λέει η Φωτεινή. «Κλάψαμε πολύ όταν έκλεισε το εργοστάσιο και χωρίσαμε» πετάγεται η Λυγερή.

Διαπιστώνω ότι η πίεση της δουλειάς, οι δυσκολίες της ζωής δεν άλλαξαν τούτες τις ατόφια αγνές ψυχές.
Καμιά τους δεν οδηγεί, η μία μένει στην περιοχή του St. Kilda, η άλλη στο Malvern. Μπορεί να μην βλέπονται συχνά, αλλά τηλεφωνιούνται δύο και τρεις φορές την εβδομάδα, η μία ξέρει τα εσώψυχα της άλλης σαν την παλάμη του χεριού της.

«Στην προσευχή μου κάθε βράδυ τις θυμάμαι και παρακαλώ τον Θεό να τις έχει καλά» λέει η Αγάπη. Τα λόγια της αυτά κοκκινίζουν τα μάγουλα των φιλενάδων της. Μία ευχή ύστατης αγάπης και φιλίας μεταμορφώνει τις φιλενάδες της μπρος στα μάτια μου σε ανθισμένες… κόκκινες τουλίπες!

Και εδώ τελειώνει το δικό τους «παραμύθι» της ξενιτιάς… Να ζήσουν όλες τους καλά και εσείς καλύτερα…