Όταν ο δωδεκάχρονος Mιχάλης Χορομίδης έφευγε με τους γονείς του από τη Μελβούρνη τη δεκαετία του ‘80 σίγουρα δεν γνώριζε ότι θα ζούσε, χρόνια αργότερα, το όνειρο των περισσότερων ξενιτεμένων.
Να ζει 6 έξι μήνες στην Ελλάδα και έξι στην Αυστραλία. Πολύ λιγότερο, δε, ότι η επιχειρηματική του βάση θα ήταν σ’ έναν από τους μαγευτικότερους προορισμούς του τόπου μας, τη Σαντορίνη. Για την ακρίβεια στην παραλία Καμαρίου, όπου η φύση γενναιόδωρη όσο ποτέ, την προίκισε με μια μοναδική ομορφιά.
Μια καταγάλανη κρυστάλλινη θάλασσα ν’ ακουμπά στην περίφημη μαύρη άμμο του νησιού και από τα σπλάχνα της να βγαίνει το Μέσα Βουνό, μεγαλόπρεπο, επιβλητικό, περήφανο, με μια ομορφιά που μαγνητίζει, τόσο τη μέρα, όσο και τη νύχτα , σα να θέλει να καταπλήξει τους πάντες.
Πλακόστρωτος ο δρόμος για το βραδινό περίπατο σε σχήμα μισοφέγγαρου και η παραλία διάσπαρτη από εστιατόρια, καφέ μπαρ και night club.
Εδώ επέλεξε ο Μιχάλης να ρίξει άγκυρα, αφού έκανε σπουδές στη Σχολή Τουριστικών Επαγγελμάτων Θεσσαλονίκης και απέκτησε πολύτιμη πείρα ως εργαζόμενος σε πολυτελή κότερα στον Πειραιά και τη μαρίνα Ζέας.
Η Σαντορίνη ήταν ο τόπος που τον μάγεψε και τον κράτησε κοντά της.
Πρώτα ως υπάλληλο στο εστιατόριο θαλασσινών Summertime και, αργότερα, ως ιδιοκτήτη.
Το Albatross ήλθε λίγο αργότερα και είναι από τα αγαπημένα στέκια μικρών και μεγάλων.
Και πώς να μην είναι, αφού το σερβίρισμα γίνεται στην αμμουδιά, στις ξαπλώστρες και στα τραπεζάκια που το καθένα έχει τη δική του ομπρέλα.
Πρωινό κομπλέ ή απλά καφές, αναψυκτικά, κοκτέιλ, δροσιστικά, «είναι ελκυστικό για όλους και όλες τις τσέπες», θα πει ο Μιχάλης που αυτόν τον καιρό βρίσκεται στη Μελβούρνη.
ΜΥΘΟΣ
«Το Καμάρι γενικά έχει τις καλύτερες τιμές γι’ αυτό και το συστήνουν στους τουρίστες τα περισσότερα ταξιδιωτικά πρακτορεία της Ευρώπης».
Μια δήλωση που μας φέρνει απευθείας στο θέμα που μου έδωσε, κατά ένα μεγάλο μέρος, το ερέθισμα γι’ αυτή τη συζήτηση. Κατά πόσον ευσταθεί η διάδοση ότι ‘ο τουρίστας στην Ελλάδα αντιμετωπίζεται διαφορετικά από τον ντόπιο’. Και για να το θέσω πιο ωμά, γίνεται αντικείμενο εκμετάλλευσης, όπως ισχυρίζονται ορισμένοι;
«Πρόκειται για μύθο που τον πλάθουν αυτοί που θέλουν να ρίξουν λάσπη στην Ελλάδα. Στο χώρο μας υπάρχει ο Σύλλογος Υγειονομικού Ενδιαφέροντος που φροντίζει να μη δίνουμε το δικαίωμα, στο ελάχιστο, για οποιαδήποτε αρνητική κριτική.
Μιλώντας για τιμές, είναι επιβεβλημένο από το νόμο να υπάρχει τιμοκατάλογος στην πρόσοψη κάθε μαγαζιού. Πώς είναι, λοιπόν, δυνατόν να πάρει κανείς περισσότερα από τον ξένο; Aυτά δεν γίνονται. Και σας το λέω εγώ που δεν είμαι χθεσινός στο χώρο. Μιλώ με τις εντυπώσεις 18 χρόνων. Ό,τι λέγεται για τη δήθεν εκμετάλλευση των τουριστών από τους Έλληνες ιδιοκτήτες εστιατορίων, μπαρ, καφέ κ.λπ. δεν ευσταθεί. Αντίθετα, οι ξένοι γίνονται δεκτοί με εγκαρδιότητα, ζεστασιά και φανερή διάθεση να τους κάνουμε να περάσουν καλά. Πιστεύω ότι αυτό είναι ένα δυνατό χαρτί που το έχουμε εμείς οι Έλληνες από τη φύση μας. Το αίσθημα της φιλοξενίας είναι μέσα στο αίμα μας. Αυτό δεν αλλάζει με τίποτε.
Φυσικά, θα υπάρξουν και οι μεμονωμένες περιπτώσεις όπου κάποιοι ιδιοκτήτες είναι ανεπαρκείς. Γενικά μιλώντας, όμως, τα θετικά είναι πολύ περισσότερα από τα αρνητικά.
Πόσο έχει επηρεάσει η κρίση το χώρο της φιλοξενίας;
Μάιο–Ιούνιο που υπήρχε κυβερνητική αστάθεια, τα πράγματα ήταν πράγματι πολύ σκούρα. Οι αριθμοί έπεσαν κατακόρυφα. Από την Ευρώπη γινόταν σκληρή προπαγάνδα και στο εσωτερικό χάος. Από τον Ιούλιο, όμως, σε προορισμούς όπως το Καμάρι, που δουλεύει κατά 80% με ξένους, τα πράγματα γύρισαν στους κανονικούς τους ρυθμούς. Δεν συνέβη, όμως, το ίδιο εκεί που εξαρτώνται από τον εσωτερικό τουρισμό, όπως είναι για παράδειγμα ο Περίβολος της Σαντορίνης, όπου σημειώθηκε 70%-80% πτώση».
ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗ
Ο ίδιος θα πει ότι η προσαρμογή, από το μέρος των επιχειρηματιών στα νέα δεδομένα, είναι απαραίτητη κι εκεί που έγινε απέδωσε. «Χαμηλότερες τιμές στα ξενοδοχεία, ειδικές προσφορές στα εστιατόρια και υψηλή ποιότητα. Γιατί, ας μη ξεχνάμε, ότι η κρίση δεν είναι μόνο στην Ελλάδα και ακόμη ότι υπάρχει σκληρός ανταγωνισμός στο χώρο μας.
Μια άλλη αλλαγή που ήταν επιβεβλημένη, και κατά ένα μεγάλο μέρος έχει υλοποιηθεί, αναφέρεται στη γενική εικόνα. Εμένα, για παράδειγμα μ’ ενδιαφέρει η εικόνα όλου του Καμαρίου και όχι των δικών μου μόνο μαγαζιών. Τώρα, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη χρονική στιγμή, επιβάλλεται να γίνουμε μια γροθιά. Να στηρίξουμε ο ένας τον άλλον, να δουλέψουμε για τη γενική εικόνα που προβάλλουμε προς τα έξω, να επικεντρωθούμε στην ουσία. Και νομίζω, ότι κάνουμε γρήγορα και σίγουρα βήματα προς αυτήν την κατεύθυνση».
ΤΟ ΚΕΦΑΛΙ ΨΗΛΑ
«Ο Έλληνας και στις πιο δύσκολες στιγμές κρατά το κεφάλι ψηλά. Ναι, τα πράγματα είναι πάρα πολύ άσχημα και –χωρίς να θέλω να γίνω Κασσάνδρα– εκτιμώ ότι θα χειροτερέψουν. Όταν θα έλθει το νέο δάνειο, οι τράπεζες θ’ αρχίσουν τους πλειστηριασμούς και θα επιβληθούν νέα μέτρα λιτότητας. Οι Ευρωπαίοι μας βλέπουν σαν πειραματόζωα. Θέλουν να δουν μέχρι πού μπορούμε ν’ αντέξουμε. Πόσα νέα μέτρα μπορούμε να σηκώσουμε χωρίς να διαλυθούμε.
Η αλήθεια είναι ότι το 60%-70% της χώρας περνά μεγάλη δοκιμασία.
Βλέπεις, όμως, ότι προσπαθεί να βρει τρόπους να ορθοποδήσει. Στο δικό μας χώρο, για παράδειγμα, είναι φαινόμενο το πώς γίνονται νέα μαγαζιά. Συνεργάζονται με φίλους, με γνωστούς και βλέπεις να ξεφυτρώνουν νέα μαγαζιά, σα μανιτάρια. Τα καφέ είναι γεμάτα αυτόν τον καιρό. Έρχονται οι ξένοι, ακόμη και δικοί μας από το εξωτερικό και απορούν. «Καλά, αυτή είναι η κρίση; Αν δεν έχουν δουλειά, αν δεν έχουν λεφτά, γιατί δεν πίνουν καφέ στο σπίτι τους. Δεν γνωρίζουν ότι ο καφές είναι για τον Έλληνα κάτι πολύ περισσότερο από ένα απολαυστικό ρόφημα. Είναι το παρεΐστικο που τον ενδιαφέρει. Γι’ αυτόν είναι ολόκληρη ιεροτελεστία. Θα ντυθεί, θα βγει έξω, θα βρει το φίλο, το γνωστό, θα κάνει παρέα, θα ξεδώσει για να φτιάξει τη ψυχολογία του και να μπορέσει να πάει παραπέρα. Εκεί, ας μην ξεχνάμε, μπορεί να βρεθούν και λύσεις σε ορισμένα θέματα, μπορούν να προκύψουν ιδέες εποικοδομητικές, μπορεί να γίνουν συνεργασίες.
Ο καθένας σήμερα προσπαθεί να βρει μόνος του τρόπους να βγει από τον λαβύρινθο που έχει βρεθεί. Δεν πιστεύει σε θαύματα, ούτε και ότι μπορεί το κράτος να τον σώσει. Μ’ έναν κυνισμό που του έχουν εμπνεύσει οι πολιτικοί, όλων των αποχρώσεων, έπαυσε να πιστεύει στις υποσχέσεις.
Απαιτεί πλέον το ‘εν τη παλάμη και τότε βοήσωμεν’.
Σε προσωπική βάση, το σημερινό «όνειρο» που αναφέρθηκα στην αρχή, όπως φαίνεται, δεν πρόκειται να κρατήσει πολύ ακόμη για τον Μιχάλη Χορομίδη. Τελικά, θα τον ‘κερδίσει’ κι’ εκείνον η Αυστραλία.
«Μ’ ενδιαφέρει το μέλλον των παιδιών μου, κάτι για το οποίο δεν υπάρχει καμία απολύτως σιγουριά στην Ελλάδα. Όσο μεγαλώνουν τα δυο κορίτσια μου, τόσο γίνεται πιο επιτακτική η ανάγκη της απόφασης ‘εδώ ή εκεί’ και η ζυγαριά αναμφίβολα γέρνει προς την Αυστραλία».
Εδώ θα διευκρινίσει ότι δεν επιθυμεί να κάνει συγκρίσεις «γιατί πρόκειται για δυο εκ διαμέτρου αντίθετες χώρες. Η Ελλάδα είναι χώρα μεσογειακή, να μην το ξεχνούμε αυτό, ενώ η Αυστραλία, όπως και να το κάνουμε, αγγλοσαξωνική. Στο κομμάτι της δημιουργίας σίγουρα η Αυστραλία είναι μπροστά. Στην ανθρώπινη όμως πλευρά, ο Έλληνας υπερτερεί. Έχει φιλότιμο, μια λέξη που δεν υπάρχει στο αγγλοσαξωνικό λεξιλόγιο».
Οι συγκρίσεις, τελικά, έγιναν, έστω και εκ παραδρομής, όπως θα πει ο ίδιος χαμογελώντας.