Tην Τετάρτη παρουσιάστηκε στο Ελληνικό Μουσείο Μελβούρνης το αυτοβιογραφικό βιβλίο του ομογενή δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Βικτώριας, Αιμίλιου Κύρου με τίτλο «Αιμίλιο να με λες».
Ήδη, ο «Νέος Κόσμος», τόσο στο αφιέρωμα της περασμένης Πέμπτης όσο και την περασμένη Δευτέρα, ασχολήθηκε εκτεταμένα με τον δικαστή Κύρου.

Αλλά και η εφημερίδα «The Age», σε εκτενές άρθρο της, έγραψε ότι το βιβλίο αυτό είναι αφιερωμένο στους γονείς του Κύρου που είναι οι ήρωές του.

Βοσκός ο πατέρας του, Γιάννης, εγκατέλειψε το σχολείο σε ηλικία οκτώ ετών και η μητέρα του Στέλλα, που εργαζόταν στο βαμβάκι και στα καπνά, άφησε το σχολείο μόλις εννέα ετών.
Η καταγωγή τους ήταν από το χωριό Σφυκιά Ημαθίας και στην Αυστραλία μετανάστευσαν μαζί με τον Αιμίλιο και τον άλλο τους γιο, Θεόδωρο, που σήμερα είναι γιατρός.

Ήρθαν με το πρόγραμμα της ΔΕΜΕ και το πρώτο τους σπίτι ήταν ένα μεταναστευτικό χόστελ στη Μελβούρνη.
Αναφερόμενος στο βιβλίο του Κύρου, ο πρόεδρος της Ελληνικής Κοινότητας Μελβούρνης, Βασίλης Παπαστεργιάδης, έγραψε, μεταξύ άλλων, στο «Νέο Κόσμο» και τα ακόλουθα:
«Η πορεία ζωής του Αιμίλιου Κύρου από τότε που ξεκίνησε μικρό παιδί από τη Βόρεια Ελλάδα και έφτασε στην Αυστραλία είναι στην ουσία μία ιστορία υφασμένη με δυσκολίες και θυσίες.

Ακόμα και χρόνια μετά την εγκατάστασή του στην Αυστραλία, όταν νέος άνδρας πλέον κατάφερε να περάσει ως φοιτητής την πόρτα της υψηλού κύρους Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Μελβούρνης, ένοιωθε άβολα και μοναχικά, όπως ο ίδιος εξομολογείται στο βιβλίο του. Τελικά, όμως, στο βιβλίο του Αιμίλιου υπάρχει η ιστορία ενός ανθρώπου που τα κατάφερε παρ’ όλες τις αντιξοότητες της ζωής.

Το βιβλίο του ομογενή δικαστή που φέρει τον τίτλο «Αιμίλιο να με λες», δεν μπαίνει στα κλασσικά καλούπια της αυτοβιογραφίας που ασχολείται με τα επιτεύγματα και τις επιτυχίες του «αντικειμένου» της. Στην προκειμένη περίπτωση, ο Αιμίλιος είναι ένας επιτυχημένος δικαστής του Ανωτάτου Δικαστηρίου Βικτώριας και πρώην επιφανής δικηγόρος και συνέταιρος ενός εκ των πλέον διασήμων δικηγορικών γραφείων της Αυστραλίας και ο αναγνώστης θα περίμενε να διαβάσει πώς κατάφερε να βρεθεί εκεί. Εντούτοις, ο Αιμίλιος σταματά την αυτοβιογραφία του στο χρόνο που αποφοίτησε από το Πανεπιστήμιο. Ούτε μία κουβέντα για την επιτυχημένη του σταδιοδρομία. Είναι αναπόφευκτο να μη σκεφτεί κανείς ότι στόχος του συγγραφέα είναι να δώσει στον αναγνώστη την ευκαιρία να φτιάξει τη δική του ιστορία για το μέλλον του. Βέβαια, ο αναγνώστης μπορεί να πάρει μία γεύση για το πώς εξελίχθηκε η ζωή του συγγραφέα αν διαβάσει σε κάποιο άλλο σημείο του τον λόγο που εκφώνησε αποδεχόμενος τη θέση του δικαστή στο Ανώτατο Δικαστήριο.

Ιδιαίτερα συμβολικό το βάρος που δίνει ο Αιμίλιος στα παιδικά του χρόνια στην Ελλάδα και στην Αυστραλία. Μετανάστευσε με την οικογένειά του στην Αυστραλία όταν ήταν οκτώ χρόνων. Είναι χρόνια δύσκολα, χρόνια φτώχιας. Είναι τα χρόνια που ο Αιμίλιος γνώρισε το άσχημο πρόσωπο του ρατσισμού στην Αυστραλία, αλλά και τα χρόνια που καθόρισαν το χαρακτήρα του, τα χρόνια που θεμελίωσαν σ’ αυτόν το ήθος της σκληρής δουλειάς και το ηθικό υπόβαθρο που γέννησε αργότερα τον επιτυχημένο δικηγόρο και σήμερα δικαστή.

Ο Αιμίλιος περιγράφει αυτά τα χρόνια με μία επώδυνη τιμιότητα, ιδιαίτερα όταν αναφέρεται στο ρατσισμό που γνώρισε όντας παιδί ακόμα.

Ο ρατσισμός που βίωσε στάθηκε και η αιτία να αναθεωρήσει την προσωπική του ταυτότητα για αρκετό καιρό και η άμεση επίπτωση αυτής της πορείας και τακτική επιβίωσης στην ουσία ήταν να αλλάξει το όνομά του.

Εκείνο, όμως, που πιστεύω θα τραβήξει το ιδιαίτερο ενδιαφέρον των μη ελληνικής καταγωγής αναγνωστών είναι η λεπτομερής περιγραφή της ζωής του στον τόπο που γεννήθηκε, της όλης διαδικασίας προκειμένου να οργανωθεί το πέρασμα της οικογενείας του στην Αυστραλία αλλά και του ταξιδιού προς τη νέα χώρα. Ο Αιμίλιος καταφέρνει να μας δώσει με τον πλέον γλαφυρό τρόπο την πραγματική εικόνα της φτώχιας στην Ελλάδα των παιδικών του χρόνων μέσα από τα βιώματά του. Οι δυσκολίες εντούτοις δεν γεννούν δυσαρέσκεια ή λύπη για όσα πέρασε εκείνα τα χρόνια και αυτό σε αντίθεση με τα πρώτα του χρόνια του στην Αυστραλία, όπου γεννούν στην παιδική του ψυχή παρόμοιες σκέψεις και συναισθήματα. Και αυτό στην ουσία είναι ο τρόπος του Αιμίλιου να πει μία αλήθεια που γνωρίζουν όλοι όσοι πήραν το δρόμο της μετανάστευσης, ότι η απόφαση κάποιου να μεταναστεύσει, δεν είναι ούτε εύκολη ούτε απλή επιλογή.

Το κύριο μήνυμα αυτού του βιβλίου πιστεύω ότι είναι ότι ποτέ και κανένας δεν πρέπει να κρίνει τον συνάνθρωπό του με βάση την εθνικότητα ή τη θρησκεία του και ότι οι προσπάθειες για την στήριξη των νέων μεταναστών πρέπει να αυξηθούν. Και το παράδειγμα που χρησιμοποιεί για να κάνει το μήνυμά του ακόμα πιο δυνατό είναι αυτό της περιγραφής της μητέρας του από έναν υπάλληλο του Προξενείου της Αυστραλίας στην Ελλάδα όταν η οικογένεια ετοίμαζε τα απαραίτητα έγγραφα για να μεταναστεύσει στην Αυστραλία που την αποκάλεσε «μία τυπική αγράμματη αγρότισσα, που έχει πάει μέχρι την Τετάρτη Δημοτικού». Πόσο λάθος έκανε, θα σκεφτεί κανείς σήμερα!

Η φωτογραφία του εξωφύλλου του βιβλίου είναι και αυτή ενδεικτική του περιεχομένου. Ένα νεαρό αγόρι με μάτια φοβισμένα που δεν ξέρει τι του κρύβει η επόμενη μέρα. Η δική του ιστορία, ιστορία του αγώνα κάθε μετανάστη. Ένας αγώνας άξιος».