ΠΙΟ αλήθεια από την αλήθεια, είναι η ίδια η ιστορία.
Το άρθρο που ακολουθεί, σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να εκληφθεί ως ιστορικό ντοκουμέντο.
Για μια απόλυτα προσωπική και εντελώς υποκειμενική ματιά πρόκειται, για τα όσα έζησα (από πρώτο χέρι) από τότε που άρχισα να ασχολούμαι με τη Κοινότητα, πριν 37 χρόνια.
Δεν είναι, δηλαδή, τίποτα περισσότερο από μια προσπάθεια να φωτίσω όχι τα γεγονότα, τα οποία λίγο πολύ έχουν καταγραφεί και είναι δουλειά των ιστορικών να ερμηνεύσουν, αλλά να στρέψω τους προβολείς στα παρασκήνια.
Να περιγράψω την ατμόσφαιρα. Το κλίμα που έδινε το βηματισμό στην οργανωμένη παροικία και τον τόνο στις κοινοτικές εξελίξεις.
Είναι μια προσπάθεια να μιλήσω για τους πρωταγωνιστές των γεγονότων. Τους ανθρώπους που, πέρα από τις φιλοδοξίες και επιδιώξεις τους, «έκλεβαν» χρόνο από τις οικογένειές τους, την προσωπική και επαγγελματική τους ζωή για να ασχοληθούν (έστω και με καταστροφικό τρόπο) με τα κοινά.
Για όλους αυτούς που θυσίαζαν φιλίες, συγγενικές και κοινωνικές σχέσεις και πλήρωναν πολλές φορές από τη τσέπη τους για το «καλό» της Κοινότητας και της παροικίας.
Μια «ψυχογραφία» της εποχής θα επιχειρήσω να κάνω. Να πω δυο κουβέντες για όλους αυτούς, που οι ασχολούμενοι με τις οικογένειές τους, τις επιχειρήσεις και τις δουλειές τους αποκαλούσαν «ψώνια».
Να αφηγηθώ (συνοπτικά) τις εμπειρίες μου μαζί τους και έτσι όπως τους γνώρισα και τους έζησα, είτε συνεργαζόμενος μαζί τους, είτε μέσω του «Νέου Κόσμου», που αποτελούσε τότε το κέντρο των Κοινοτικών και παροικιακών (ως ένα βαθμό) εξελίξεων.
Ποιοι ήταν δηλαδή και τι επεδίωκαν οι άνθρωποι που αποτελούσαν την εμπροσθοφυλακή για τη διαμόρφωση των γεγονότων, που καθόρισαν την κοινοτική και παροικιακή μας ιστορία.
Σε όσους δήλωσαν «παρών» στο κάλεσμα των αναγκών που είχε τότε η παροικία μας προκειμένου να οργανωθεί αποτελεσματικά και αντιμετωπίσει τα ποικίλα προβλήματα που την απασχολούσαν, φιλοδοξώ να αναφερθώ.
Στους γνωστούς και άγνωστους συμπάροικους που φορτώθηκαν εθελοντικά στις πλάτες τους και τις ευθύνες της συντριπτικής πλειοψηφίας των «απόντων».
Των νοικοκυραίων, που, ναι μεν, ήθελαν ελληνικά σχολεία να μαθαίνουν τα παιδιά τους τη γλώσσα μας, εκκλησίες να εκκλησιάζονται τις μεγάλες γιορτές και την Ανάσταση, παρελάσεις με γαλανόλευκες και φουστανέλες και εκδηλώσεις να διασκεδάζουν και χορεύουν τρώγοντας σουβλάκια, αλλά δεν «κουνούσαν το δαχτυλάκι τους για τίποτα» και περιορίζονταν να ασκούν κριτική από τον καναπέ του σαλονιού τους.
Με λίγες κουβέντες, ό,τι έγινε στην Κοινότητα (και την υπόλοιπη οργανωμένη παροικία) έγινε από τους φιλόδοξους και τα αποκαλούμενα «ψώνια». Χωρίς αυτούς δεν θα υπήρχαν ούτε Κοινότητες, ούτε Αδελφότητες, ούτε σχολεία και εκκλησίες.
Σε αυτούς τους «κατατρεγμένους» (και έως ένα βαθμό συκοφαντημένους), από τους σοβαρούς και «υγιώς σκεπτόμενους», που δεν ασχολούνταν με τα κοινά, οφείλει η παροικία μας την τεράστια περιουσία της, που ανέρχεται σε εκατοντάδες εκατομμύρια δολάρια και ό,τι έχει πετύχει μέχρι τώρα σε όλους τους τομείς που δραστηριοποιείται.
Παρά το γεγονός ότι αυτά που έγιναν δεν είναι ούτε λίγα ούτε ακαταφρόνητα, θα μπορούσαν να είχαν γίνει πολύ περισσότερα και αυτό ακριβώς θα επιδιώξω να ανιχνεύσω.
Κατά τη γνώμη μου, οι αδυναμίες μας και τα αρνητικά της κουλτούρας μας ήταν αυτά που καθόρισαν την πορεία μας και διαμόρφωσαν την ιστορία μας και όχι η (τεράστια) δύναμή μας και τα θετικά της φυλής μας.
Τα «ελαττώματα» μας ήταν αυτά που κυριάρχησαν και ακύρωσαν εν πολλοίς τις θυσίες και τις φιλότιμες –πράγματι- προσπάθειες, που επί σειράν ετών κατέβαλαν οι λίγες εκατοντάδες μπροστάρηδες.
Οι πολιτικές μας διαφορές, οι ατελείωτοι καυγάδες μας, οι αντιπαραθέσεις μας και τα προσωπικά μας (που κυριαρχούσαν) έφεραν τις συνεχόμενες διασπάσεις και έως ένα σημείο την στασιμότητα και αδράνεια να πάμε, με πιο γοργό και σταθερό βήμα, μπροστά.
Αν κοντά στα πιο πάνω προσθέσει κανείς και την άκρως προβληματική αδυναμία μας να συνεννοηθούμε (και γεφυρώσουμε της επιμέρους διαφωνίες μας) ακόμα και σε ζητήματα που όλοι συμφωνούσαμε, είναι πιο εύκολο να συμπεράνει γιατί η Κοινότητα (και η παροικία μας) βρίσκονται εδώ που βρίσκονται και όχι εκεί που δυνητικά θα μπορούσαν να είναι.

ΠΟΙΟΙ ήταν, όμως, οι πρωταγωνιστές της κοινοτικής μας όπερας, στο ρεπερτόριο της οποίας κυριάρχησαν τα δράματα, οι επικές αντιπαραθέσεις και οι προσωπικές διαφορές;
Τι επεδίωκαν όλοι αυτοί που έσυραν κάποιες φορές τον αρχαιότερο (και πιο δραστήριο) οργανισμό της παροικίας μας σε εκκλησιαστικές και πολυδάπανες δικαστικές διαμάχες, στους ατελείωτους εμφύλιους πολέμους και στο χείλος της χρεοκοπίας;
Τι (και γιατί) πίστευαν ό,τι πίστευαν, τι ήθελαν, πώς σκέπτονταν, τι έλεγαν και, προπαντός, γιατί συμπεριφέρονταν με τον τρόπο που συμπεριφέρθηκαν.
Επειδή τίποτα σε αυτό τον κόσμο δεν είναι τυχαίο (ούτε τα ίδια τα ατυχήματα), θα πρέπει να υπάρχουν σοβαροί λόγοι που να ερμηνεύουν τη συμπεριφορά τους και τον τρόπο που αντιμετώπιζαν τα κοινά μας προβλήματα.
Και τα αντιμετώπισαν έτσι που τα αντιμετώπισαν, γιατί -πολύ απλά- αυτός ήταν και ο μόνος τρόπος που ήταν κτήμα τους. Με δύο λόγια: τόσα ήξεραν τόσα έκαναν.
Σε αυτό το σημείο θέλω να σταθώ και να καταθέσω τις εμπειρίες μου, προκειμένου να δώσω τους ειδικούς, που κάποια μέρα θα επιχειρήσουν να μελετήσουν και καταγράψουν την ιστορία μας, και αυτή την άγνωστη (και μη καταγραμμένη) μέχρι σήμερα παράμετρο.
Και πριν παρεξηγηθώ, σπεύδω να επαναλάβω ότι πρόκειται για (εντελώς) προσωπικές μαρτυρίες, που αντιπροσωπεύουν μόνο εμένα και όχι «αντικειμενική» ιστορική αναφορά στους πρωταγωνιστές και τα γεγονότα.

ΚΑΙ επειδή (θέλω να πιστεύω) ότι καλύτερα απ’ οποιονδήποτε άλλο γνωρίζω τον εαυτό μου, θα μιλήσω πρώτα για μένα, που έφτασα στην Μελβούρνη το 1970, για να φύγω μετά λίγους μήνες για το Σίδνεϊ και να επιστρέψω το 1972 πάλι στη Μελβούρνη και να γίνω, στη συνέχεια, μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος Αυστραλίας, όπου γνώρισα και τους ανθρώπους του «Νέου Κόσμου».
Ο Χρήστος Μουρίκης (ένας άνθρωπος πληθωρικός και στα θετικά και στα αρνητικά του) ήταν αυτός που με το πάθος, την πειθαρχία του, την εργατικότητα και την αφοσίωσή του σε ό,τι πίστευε, με έπεισε να έλθω στο «Νέο Κόσμο» και να γίνω μέλος (το 1974) στην Κοινότητα.
Δεν θα κρύψω ότι το έκανα με βαριά καρδιά, γιατί άλλα πράγματα είχα στο μυαλό μου να κάνω εκείνη την εποχή. Είχα κάνει ήδη το πρώτο μου μεγάλο ταξίδι στη Βόρεια Αυστραλία και σχεδίαζα να επιστρέψω στην πατρίδα και από εκεί να συνεχίσω να ταξίδια στον υπόλοιπο κόσμο.
Αλλιώς, όμως, τα έφερε η ζωή. Ο πρώτος γάμος μου και τα δύο μου παιδιά που ακολούθησαν με «έδεσαν» στην Αυστραλία και έβαλαν (προσωρινά) χειρόφρενο στα ταξίδια. Τον μεγάλο έρωτα της ζωής μου.
Το μόνο «σχέδιο» που είχε απομείνει ήταν, βέβαια, να «σώσω» τον κόσμο με την αρωγή της κομμουνιστικής θεωρίας, την οποία και ελάχιστα γνώριζα τότε. Γι’ αυτό, άλλωστε, είχα γίνει από την αρχή μέλος του εδώ Κομουνιστικού Κόμματος. Για να συναντήσω ανθρώπους (όπως ο Μουρίκης) που να μοιραζόμαστε το ίδιο όραμα, προκειμένου να τον «σώσουμε πιο… γρήγορα!

Ο Μουρίκης όταν τον γνώρισα, ήταν γενικός γραμματέας της Κοινότητας και, παράλληλα, πρωτοκλασάτο στέλεχος του «Νέου Κόσμου».
Σχεδόν καθημερινά μου έκανε «μάθημα» για να κάμψει τις αντιρρήσεις που είχα για να συμμετάσχω στο Διοικητικό Συμβούλιο μιας θρησκευτικής οργάνωσης που κύριο μέλημά της είχε να εξυπηρετεί καλύτερα τις θρησκευτικές ανάγκες της παροικίας.
Για να αποσπάσει τη συγκατάθεσή μου, μου έλεγε διάφορα για το πώς μπορούμε να προωθήσουμε την ιδεολογία μας και την επιρροή μας στην παροικία μέσω της Κοινότητας και την «ανάγκη» να αναλάβουμε την ηγεσία της προκειμένου να την ελέγχουμε.
Αυτό υποτίθεται ότι το «πετύχαμε» (έως ένα βαθμό) το 1976 όταν ο συνδυασμός μας κέρδισε τις εκλογές και ο Χρήστος Μουρίκης ανέλαβε την προεδρία της Κοινότητας.

ΕΔΩ επιβάλλεται μια παρένθεση για να διευκρινίσουμε ότι την εποχή εκείνη στην Κοινότητα είχε επικρατήσει η Αριστερά της παροικίας μας, η οποία και είχε μεταξύ της περισσότερες διαφορές απ’ ό,τι είχε με τους ιδεολογικούς της αντιπάλους.
Οι διαφορές στις τάξεις της είχαν αρχίσει από το 1968 όταν ο «Νέος Κόσμος» (εφημερίδα του Κομμουνιστικού Κόμματος τότε) τάχθηκε ανοιχτά κατά της επέμβασης των Σοβιετικών στην Τσεχοσλοβακία.
Την ίδια εποχή έλαβε χώρα τόσο η διάσπαση του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας (ΚΚΕ) όσο και η διάσπαση του Κομμουνιστικού Κόμματος Αυστραλίας (ΚΚΑ), με αποτέλεσμα να διασπαστούν σε δύο κομμάτια και οι εδώ αριστεροί.
Όσοι παρέμειναν με το ΚΚΕ συσπειρώθηκαν γύρω από το «Δημόκριτο» και το Σοσιαλιστικό Κόμμα Αυστραλίας και όσοι τάχθηκαν υπέρ του ΚΚΕ (εσωτερικού) γύρω από το ΚΚΑ και το «Νέο Κόσμο».
Όπως για κάθε θρησκεία, οι κατ’ εξοχήν εχθροί δεν είναι οι αλλόθρησκοι αλλά οι αιρετικοί, έτσι και για κάθε ιδεολογία άσπονδοι εχθροί είναι αυτοί «που βάζουν νερό στο κρασί» της ιδεολογικής καθαρότητας.
Οι μάχες μεταξύ των πρώην συντρόφων ήταν μάχες «φονικές» και μέχρι τελικής πτώσης σε όλους τους τομείς που δραστηριοποιούνταν προκειμένου να επεκτείνουν (υποτίθεται) την επιρροή τους.
«Κομμένες κεφαλές», δηλαδή ανθρώπους χωρίς ίχνος μυαλού, αποκαλούσε, για παράδειγμα, ο καθηγητής Χημείας, Διονύσης Συκιώτης, τους ανθρώπους του ΚΚΕ και του «Δημόκριτου» και «προδότες και πληρωμένους χαφιέδες της αντίδρασης» αποκαλούσαν αυτοί όλους εμάς, που είχαμε παραμείνει με την «ανανεωτική» Αριστερά την οποία και (υποτίθεται) ότι έκφραζε το ΚΚΕ (εσωτερικού) και το ΚΚΑ.
Έτσι μάλιστα και ήσουν και στη συντακτική ομάδα του «Νέου Κόσμου» (όπως εγώ και ο Μουρίκης) ήσουν δύο φορές «προδότης» και άλλες τόσες «πουλημένος χαφιές»!
Συνεπώς, η μάχη (των πρώην «συντρόφων») για τις εκλογές του 1976, θύμιζε τις άγριες και φονικές μάχες που έλαβαν χώρα στα βελγικά λιβάδια τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο!
Και οι δύο πλευρές, για να μην κατηγορηθούν ανοιχτά από την υπόλοιπη παροικία ότι προσπαθούν να αλώσουν για λογαριασμό τους τη Κοινότητα, που αποτελούσε τη ναυαρχίδα των παροικιακών μας οργανώσεων, συμμαχούσαν με διάφορους κομματάρχες που (έντεχνα) εμφανίζονταν δήθεν ως «ανεξάρτητοι» ενώ ουσιαστικά το μόνο που τους ενδιέφερε ήταν η προεδρία, ή να μπουν στο Συμβούλιο της Κοινότητας.

ΟΙ εκλογές του 1976 κερδήθηκαν χάρη στη «συμμαχία» που μηχανεύτηκε ο Μουρίκης, (που λειτουργούσε και ως «ατμομηχανή» της παράταξής) με τους ιδεολογικούς μας αντιπάλους.
Για να κάμψει μάλιστα και τις αντιρρήσεις που υπήρχαν στον πυρήνα (έτσι αποκαλούσαμε τότε την κομματική ομάδα) αποκαλούσε τους νέους μας συνεργάτες «φωτισμένη δεξιά».
Τη «φωτισμένη δεξιά» της ταραγμένης εκείνης μεταπολιτευτικής εποχής αποτελούσαν άνθρωποι όπως οι πρόεδροι των Κοινοτήτων Brunswick και Oakleigh, Ηλίας Ρέντζης και Αναστάσιος Μούσιας, ο Αλφρέδος Κουρής, ο αρχιμανδρίτης Ιερόθεος Κουρτέσης (και άτομα της άμεσης επιρροής του) ο Ευθύμιος Σωτηρόπουλος, ο Γεώργιος Γιαννακόπουλος, ο Κυριάκος Παπαδημητρόπουλος και όσοι, τέλος πάντων, για το άλφα ή το βήτα ήταν δυσαρεστημένοι με την Αρχιεπισκοπή Αυστραλίας και τον αρχιεπίσκοπο Στυλιανό.
Να προσθέσουμε εδώ ότι, παρά το γεγονός ότι η Κοινότητα Μελβούρνης είχε επιστρέψει στην Αρχιεπισκοπή από το 1970 με τη συμφωνία που υπέγραψε ο τότε πρόεδρός της, Δημήτρης Ελαφάντης, το «εκκλησιαστικό πρόβλημα» συνέχιζε να απασχολεί τις μεγάλες Κοινότητες και των άλλων Πολιτειών της Αυστραλίας που είχαν εγκαταλείψει την Αρχιεπισκοπή και προσχωρήσει στην Αυτοκέφαλο Εκκλησία.
Πολύ περισσότερο, όμως, από οποιονδήποτε άλλο, το «εκκλησιαστικό πρόβλημα» απασχολούσε την… ελληνική Αριστερά της Αυστραλίας!

ΚΑΙ για όσους αναρωτιούνται «τι ήθελε η αλεπού στο παζάρι», έχω να παρατηρήσω τούτο: οι περισσότεροι από τους τότε «κομμουνιστές» της παροικίας, ήταν παράλληλα και… θρησκευόμενοι!
Στην κυριολεξία, δεν μπορούσα να πιστέψω αυτά που άκουγα στις πρώτες συνεδριάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου, στο οποίο και είχαν εκλεγεί και αντίπαλοι του δικού μας συνδυασμού όπως για παράδειγμα ο αργότερα πολιτειακός βουλευτής με το Εργατικό Κόμμα, Θόδωρος Σιδηρόπουλος.
Ο Θόδωρος, «αναγκάστηκε» όπως έλεγε να μην υπακούσει στη κομματική «γραμμή» λόγω διαφωνιών που είχε με το Χρήστο Μουρίκη.
Στο ίδιο Διοικητικό Συμβούλιο, εκτός από εμάς τους «αριστερούς», εξελέγησαν και ορισμένοι «κομματάρχες» που είχαν τη δική τους ιδεολογία και προσωπική ατζέντα, όπως για παράδειγμα ο Αλέκος Αγγελίδης (πρόεδρος της Λημνιακής Αδελφότητας) και Θόδωρος Μπάκας.
Ο Νίκος Βουρνάζος -που στη συνέχεια έπαιξε σημαντικό ρόλο στις Κοινοτικές εξελίξεις- και ο Νίκος Κυριακόπουλος, ναι μεν ήταν με ήταν αριστερά, αλλά δεν ήταν μέλη της κομματικής ομάδας.
Για να το πω με δύο λόγια: η επιλογή των εκτός κόμματος «συνεργατών» γινόταν με κριτήριο το ποιος είχε μεγάλη συγγένεια και κουμπαριές και είχε γράψει ως μέλη δικούς του ανθρώπους!
Το αν είχε προσόντα, ικανότητες και πραγματικό ενδιαφέρον για την τύχη της Κοινότητας δεν απασχολούσε την κομματική «ελίτ» που έπαιρνε τις τελικές αποφάσεις για την κατάρτιση του συνδυασμού.
Οι περισσότεροι από εμάς τους «κομματικούς» την εποχή εκείνη θεωρούσαμε τους εαυτούς μας «φωτισμένους» και, παράλληλα, είμαστε οι μόνοι που κατέχαμε την «αλήθεια» και ενδιαφερόμασταν πραγματικά για την παροικία.
Στην Κοινότητα, άλλωστε, βρισκόμασταν προκειμένου να χρησιμοποιήσουμε τον οργανισμό για να αυξήσουμε την επιρροή μας στην ευρύτερη παροικία.
Στη κορυφή της λίστας των αντιπάλων μας την πρώτη θέση κατείχαν οι πρώην σύντροφοί μας (του «Δημόκριτου») -που, επίσης, είχαν τον ίδιο στόχο- και στη δεύτερη θέση η Αρχιεπισκοπή, που από τον ερχομό τους αρχιεπισκόπου Στυλιανού (το 1975) ανάτρεψε τους μέχρι τότε συσχετισμούς και άρχισε να χτίζει νέους ναούς και να αυξάνει την επιρροή της.

ΤΟ Διοικητικό Συμβούλιο της Κοινότητας (τα χρόνια εκείνα) αφιέρωνε τον περισσότερο χρόνο του στις εκκλησίες, τους καυγάδες με τους ιερείς για τον τρόπο που χειρίζονταν τα διάφορα προβλήματα που εμφανίζονταν και, βεβαίως, με την τιμή που αγοράζαμε τα… κεριά!
Ώρες περνούσαμε συζητώντας για τη συμπεριφορά των ιερέων και τη τιμή των κεριών!
Και αυτό γίνονταν σε κάθε συνεδρίαση του Διοικητικού Συμβουλίου όπου ήμουν και αναγκασμένος να κρατώ τα πρακτικά των συνεδριάσεων και να γράφω για… κεριά, λιβάνια, άμφια, δίσκους και… παπάδες!
Με την πάροδο λίγων μηνών, με το που άκουγα συνεδρίαση του Δ.Σ με έλουζε… κρύος ιδρώτας.
Το Συμβούλιο είχε αντικαταστήσει το βασανιστήριο της σταγόνας με αυτό της… ανοησίας. Από τις τέσσερις ώρες που κρατούσαν (συνήθως) οι συνεδριάσεις, οι τρεις περνούσαν μέχρι να βρούμε τρόπο να συμφωνήσουμε σε μια πρόταση (για την τιμή των κεριών!) και να την ψηφίσουμε.
Δεν μπορούσαμε να συνεννοηθούμε, σας λέω, ακόμα και στα θέματα που δεν διαφωνούσαμε.
Έτσι μάλιστα και ξυπνούσε από τις φωνές του αντιπροέδρου μας, Ν. Κυριακόπουλου, ο Σ. Κωφός, (που ήταν γέροντας και δεν άκουγε και καλά!), μας έπαιρνε άλλη μια ώρα να του τα εξηγήσουμε, ιδιαίτερα όταν η έδρα χρειάζονταν τη ψήφο του!
Από την μια, ο Κωφός και, από την άλλη, ο Θόδωρος Μπάκας, που είχε ψύχωση με την εκκλησία, τα κεριά και τους παπάδες, και πιο πέρα ακόμα οι “παραξενιές” του Νώλλη και του Καρυδάκη, “έτρωγαν” τον περισσότερο χρόνο των συνεδριάσεων.
Όλα τα πιο πάνω, ήταν σταγόνα στον “Ωκεανό”, μπρος στις θυελλώδεις αντιπαραθέσεις, για τα “σοβαρά” ζητήματα και τη θέση που θα έπρεπε να κρατήσει η Κοινότητα.
Εδώ ο Μπάκας και ο Κωφός σιωπούσαν και το λόγο έπαιρναν οι φωνές του Κυριακόπουλου και οι άγριες “ιδεολογικές” αντιπαραθέσεις (προσαρμοσμένες στα παροικιακά μας πράγματα) μεταξύ Θόδωρου Σιδηρόπουλου και Χρήστου Μουρίκη.
Τέσσερις ώρες συζητούσαμε, για παράδειγμα, για το αν θα πρέπει η Κοινότητα να στείλει αντιπροσώπους της στα εγκαίνια του ναού της Κοινότητας Κλάιτον, που είχε προσχωρήσει στην Αυτοκέφαλη Εκκλησία, λόγω διαφωνιών με την Αρχιεπισκοπή για το καθεστώς ιδιοκτησίας του ναού.

Ο Μουρίκης και ο Βουρνάζος υποστήριζαν ότι δεν θα πρέπει να στείλουμε αντιπροσώπους, γιατί κάτι τέτοιο θα είχε επιπτώσεις στις σχέσεις μας με την Αρχιεπισκοπή, που τότε ήταν τεταμένες και, από την άλλη, ο Σιδηρόπουλος πρότεινε να πάμε για να δείξουμε ότι η Κοινότητα παραμένει (αταλάντευτα) προσηλωμένη στον “Κοινοτικό θεσμό”.
Με την άποψη του Σιδηρόπουλου τάχτηκα και εγώ, λόγω προσωπικών γνωριμιών με τους ανθρώπους της Κοινότητας και, επιπλέον, επειδή με άφηναν γενικότερα αδιάφορο, τα θρησκευτικά και εκκλησιαστικά ζητήματα.
Τελικά, με μία ψήφο (του Πλούταρχου Δεληγιάννη) υπερψηφίστηκε η πρόταση Σιδηρόπουλου και το Συμβούλιο αποφάσισε να εκπροσωπήσουμε τη Κοινότητα εγώ και ο Πλούταρχος.
Την ακριβώς επόμενη μέρα, με επισκευάστηκαν στο σπίτι μου (αργά το βράδυ), ο Μουρίκης και ο Βουρνάζος και προσπαθούσαν (δύο ώρες!) να με πείσουν να αλλάξω γνώμη, προκειμένου να καλέσουν έκτακτη συνεδρίαση του Δ.Σ. και να ανατρέψουν την προηγούμενη απόφαση.
Ο Μουρίκης συνέχισε να με “πολιορκεί” καθημερινά για μια βδομάδα και στο γραφείο του “Νέου Κόσμου” όπου εργαζόμαστε.
Τελικά και μετά απ’ όλο αυτόν τον “σκοτωμό” πήγα μόνος μου στα εγκαίνια, γιατί ο Πλούταρχος δεν ήλθε, αλλά, ήλθαν αργότερα στο τραπέζι που παρέθεσε η Κοινότητα προς τιμήν του (φαιδρού!) “αρχιεπισκόπου” της Αυτοκέφαλης, Σπυρίδωνα, και ο Μουρίκης με τον Βουρνάζο!
Μεγάλος και άγριος καυγάς γύρω από το θέμα και, γενικότερα για τον “Κοινοτικό Θεσμό” έγινε και στον κομματικό πυρήνα χωρίς να καταλήξουμε κάπου συγκεκριμένα, που σήμαινε ότι ο καθένας διατηρούσε τις απόψεις του.
Να τονίσω εδώ ότι οι συνεδριάσεις του πυρήνα δεν διέφεραν σε ποιότητα από αυτές του Δ. Σ. της Κοινότητας.
Η ασυνεννοησία, ήταν και εδώ κυρίαρχη και παντοδύναμη.
Πολλά χρόνια αργότερα και λόγω του ότι ήμουν αναγκασμένος να παρακολουθώ τις Γενικές Συνελεύσεις Κοινοτήτων και Συλλόγων που είχαν προβλήματα και έντονες διαμάχες, συνειδητοποίησα, ότι τα ίδια (και χειρότερα!) συνέβαιναν παντού.
Στο να καταλήξω στο πιο πάνω συμπέρασμα με βοήθησε η συμμετοχή μου (κάθε Τετάρτη πρωί) στις συνεδριάσεις των συνδικαλιστών μελών του Κομμουνιστικού Κόμματος Αυστραλίας.
Την εποχή εκείνη το ΚΚΑ είχε μεγάλη δύναμη (και ακόμα μεγαλύτερη επιρροή) στο κραταιό συνδικαλιστικό κίνημα της Αυστραλίας και πολλά στελέχη του, όπως ο Χάλφπενι και ο Καρμάικλ, ήταν επικεφαλής των μεγαλύτερων συνδικάτων της χώρας.
Μου έκανε εντύπωση (παρά τα προβλήματα που είχα στην αγγλική γλώσσα) η διαύγεια των απόψεών τους και ότι κατάφερναν να πουν αυτό που ακριβώς ήθελαν πολύ σύντομα.
Αν και τα θέματα που απασχολούσαν την κομματική συνδικαλιστική ομάδα ήταν πολύ σοβαρά (αφού συζητούσαν για αυξήσεις μισθών, απεργιακές κινητοποιήσεις και λοιπά) κατάφερναν πολύ πιο εύκολα (και γρήγορα!) να ξεπεράσουν τις διαφωνίες και να δεχτούν την ετυμηγορία της πλειοψηφίας.
Στο ελληνικό τμήμα (του ίδιου κόμματος!) η κατάσταση ήταν εντελώς διαφορετική. Η αγγλοσαξονική τάξη έδινε τη σκυτάλη στο (ασυντόνιστο ελληνικό χάος) και η δημοκρατική και ευγενική συζήτηση στις φωνές, τους ατελείωτους καυγάδες και τις προσωπικές αντεγκλήσεις.
Η διαφορά έκανε “μπαμ” και η ευθύνη για τη δική μας ασυνεννοησία, δεν οφείλονταν βέβαια στη διαφορετικότητα της γλώσσας, αλλά αποκλειστικά στη κουλτούρα και την έλλειψη δημοκρατικής (και πολιτικής) παιδείας.
Για να μην επαναλαμβάνουμε (χωρίς λόγο) τα ίδια να τονίσουμε ότι η συντριπτική πλειοψηφία των πρώτων μεταπολεμικών μεταναστών από την πατρίδα, κάθε άλλο, παρά αντιπροσωπευτικό δείγμα τους ελληνικού ήταν.

ΟΙ περισσότεροι που έφτασαν εδώ ήταν φτωχόπαιδα από την επαρχία με περιορισμένες γραμματικές γνώσεις και οι μόνες εμπειρίες που είχαν ήταν από το μικρόκοσμο του χωριού τους, που οι προσωπικές διαφορές είχαν τον πρώτο λόγο και οι ξυλοδαρμοί (και άλλες πράξεις βίας) το δεύτερο!
Για τους περισσότερους από αυτούς η Δημοκρατία ήταν μια λέξη που χρησιμοποιούσαν στις εφημερίδες και η κοινωνική συνείδηση και οργάνωση λέξεις άγνωστες.
Ο κόσμος άρχιζε από την πλατεία του χωριού και τελείωνε εκεί που κατέληγαν οι μαγιάτικες σχολικές εκδρομές.
Ποιος ήξερε τότε τι σημαίνει συνεδρίαση, πολιτισμένη συζήτηση, δημοκρατικές διαδικασίες και πειθαρχία στην εφαρμογή των αποφάσεων της πλειοψηφίας, ώστε να υλοποιηθούν αυτά που αποφασίσουμε.
Στις μόνες συζητήσεις που είχαν λάβει μέρος ήταν όσες λάμβαναν χώρα στο καφενείο του χωριού, που ο καθένας φώναζε όσο ήθελε και έλεγε ό,τι γούσταρε χωρίς να τον απασχολούν οι δημοκρατικές διαδικασίες, ή αν όσα έλεγε είχαν σχέση με το αντικείμενο που συζητούσαν.
Έτσι φτάσαμε στην Αυστραλία. Χωρίς τέτοιου είδους εμπειρίες και γνώσεις. Και αυτό το πληρώσαμε πολύ ακριβά σε χρόνο, χαμένες προσπάθειες και ευκαιρίες.
Με δυο κουβέντες, μαζί με τις λιγοστές αποσκευές μας, την παθιασμένη αγάπη μας για τους δικούς μας, το χωριό μας και την πατρίδα, φέραμε μαζί και όλες τις (χαρακτηριστικές) αδυναμίες της φυλής μας. Και αυτές ήταν, τελικά, που βάρυναν στη πλάστιγγα της εδώ οργανωμένης ζωής μας.
Οι αδυναμίες μας (όπως είπα και στην αρχή) σημάδεψαν την ιστορία μας και οριοθέτησαν την πορεία μας που μας έφερε ως εδώ.

ΣΑΡΑΝΤΑ ολόκληρα χρόνια μας πήρε να αρχίσουμε την ανέγερση του Πολιτιστικού Κέντρου.
Το Διοικητικό Συμβούλιο του 1976-1979, αγόρασε ένα μεγάλο οικόπεδο στο Τεμπλεστόου και ο Νίκος Βουρνάζος, στο ειδικό Λεύκωμα που βγάλαμε το 1977 επ’ ευκαιρία της συμπλήρωσης 80 χρόνων από την ίδρυση της Κοινότητας, αναφέρει ότι “όπου να είναι αρχίζει η ανέγερση του Πολιτιστικού Κέντρου που έχει ανάγκη η παροικία”!
Για 35 ολόκληρα χρόνια συζητούσαν (και ξανασυζητούσαν) τα διάφορα Διοικητικά Συμβούλια της Κοινότητας, και όλο και κάπου σκόνταφτε η ανέγερση.
Ο ένας δεν το ήθελε εκεί, ο άλλος πρότεινε να χτιστεί κάπου άλλου, ο τρίτος ήθελε να έχει και… αρχαιοελληνικούς κίονες και οι συζητήσεις συνεχίζονταν μέχρι τώρα.
Το ίδιο συνέβη με την αξιοποίηση της κοινοτικής περιουσίας και με άλλα σημαντικά ζητήματα που απασχολούσαν τον οργανισμό.
Αλλά και στην ευρύτερη παροικία η κατάσταση κάθε άλλο παρά καλύτερη ήταν. Τα ίδια προβλήματα αντιμετώπιζαν και οι περισσότεροι οργανισμοί της παροικίας μας, με αποτέλεσμα να συζητούμε αιώνια τη δημιουργία ενός παροικιακού συντονιστικού οργάνου, που ακόμα δεν έχουμε καταφέρει να δημιουργήσουμε.
Τα προσωπικά είχαν τον πρώτο λόγο και γίνονταν αιτία των αλλεπάλληλων διασπάσεων των Διοικητικών Συμβουλίων της Κοινότητας και των διαφόρων Συλλόγων και Αδελφοτήτων μας.
Το «προεδριλίκι» ήταν μια άλλη πληγή που συσσώρευσε τα μύρια όσα προβλήματα στους φορείς μας και γέννησε δεκάδες νέους Συλλόγους, Αδελφότητες, Ομοσπονδίες και συνδυασμούς διεκδίκησης της κοινοτικής εξουσίας.
Αν κοντά στα πιο πάνω λάβουμε υπόψη μας και τις ιδιαιτερότητες της συγκεκριμένης εποχής που διερχόταν η πατρίδα μας, (μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο), μπορούμε ευκολότερα να αντιληφθούμε ποιες ήταν οι γενεσιουργικές αιτίες της κακοδαιμονίας μας.

ΝΑ τονίσουμε, επίσης, ότι όσοι έφθασαν εδώ μέχρι και το 1970 κουβάλησαν μαζί τους, όχι μόνο την ποιμενική άγνοια και αγροτική μιζέρια της εποχής τους, αλλά και την πληθώρα των ανασφαλειών τους, τις (όποιες) πολιτικές τους πεποιθήσεις, αλλά, και το μισαλλόδοξο μετεμφυλιακό κλίμα μέσα στο οποίο μεγάλωσαν και γαλουχήθηκαν.
Έτσι έφθασαν έως την Αυστραλία: μια βαλίτσα, λίγες γνώσεις και πολλά όνειρα για μια καλύτερη ζωή.
Αν κρίνουμε προσεκτικότερα την όλη πορεία μας και ρίξουμε μια πιο αναλυτική ματιά στα δεδομένα, δηλαδή στο ποιοι πραγματικά είμαστε, θα καταλάβουμε ότι δεν είχαμε τα εφόδια για να πετύχουμε κάτι καλύτερο.
Εκ του αποτελέσματος μπορούμε πλέον να συμπεράνουμε ότι τόσα μπορούσαμε τόσα κάναμε.
Στην πραγματικότητα, εδώ αποκτήσαμε κοινωνική συνείδηση, εδώ μάθαμε τα περισσότερα από αυτά που ξέρουμε και εδώ διαμορφωθήκαμε και γίναμε αυτό που είμαστε.
Ψάχνοντας στο μισοσκόταδο και ψηλαφίζοντας το δρόμο για το μέλλον προχωρήσαμε για να καταφέρουμε ότι πετύχαμε.
Θυμάμαι την απογοήτευση που αισθάνθηκα όταν γνώρισα από κοντά τους συναδέλφους του Διοικητικού Συμβουλίου.
Περίμενα ότι θα είχα να κάνω με ανθρώπους, που λόγω της ηλικίας μου, θα μάθαινα πολλά πράγματα. Που να φανταστώ με ποιους είχα να κάνω.
Μεγαλύτερο σοκ είχα υποστεί γνωρίζοντας από κοντά και τα πρωτοκλασάτα στελέχη της Αριστεράς της παροικίας μας.

ΠΡΟΕΡΧΟΜΕΝΟΣ από μια (πολύ) αριστερή οικογένεια και μεγαλωμένος με τις ιστορίες γύρω από τη δράση του πατέρα μου (που σκοτώθηκε το 1948 στο δεύτερο αντάρτικο) και των θείων μου, που ήταν εξόριστοι στη Μακρόνησο, πίστευα ότι οι κομμουνιστές, είναι άνθρωποι ευφυείς, αγνοί, τίμιοι, αλτρουιστές και, προπαντός, δίκαιοι, που αγωνίζονταν ανιδιοτελώς για έναν καλύτερο κόσμο.
Όταν τους γνώρισα από κοντά και κατάλαβα ότι, ξέχωρα από την ιδεολογία (που ορκίζονταν ότι ασπάζονται) δεν διέφεραν σε ήθος, νοοτροπία, συνήθειες και τον τρόπο με τον οποίο ζούσαν από τους δεξιούς, δεν μπορούσα να το πιστέψω.
Παράλληλα, οφείλω να ομολογήσω ότι, αν τον καιρό εκείνο, από τη μια πλευρά έβαζες 100 δεξιούς και από την άλλη, άλλους τόσους αριστερούς, στην Αριστερά θα μπορούσες να βρεις καμιά δεκαπενταριά ανθρώπους να πεις δυο κουβέντες, ενώ ο αντίστοιχος αριθμός στη Δεξιά ήταν απελπιστικά μικρότερος.
Άλλωστε, δεν είναι τυχαίο ότι η Αριστερά της παροικίας μας (και ο “Νέος Κόσμος” που εκπροσωπούσε την ανανεωτική πτέρυγά της) πρωτοστάτησαν στη διεκδίκηση επίλυσης πολλών αιτημάτων της παροικίας μας.
Όπως για παράδειγμα την εισαγωγή της ελληνικής γλώσσας στα δημόσια σχολεία, την ίδρυση Εδρών Νεοελληνικών στα διάφορα πανεπιστήμια, την ίδρυση της Κοινωνικής Πρόνοιας, ραδιοφωνικών σταθμών με ελληνικά προγράμματα, για τη μεταφορά των συντάξεων, την αντιμετώπιση του ρατσισμού και των διακρίσεων και την κατοχύρωση πολλών δικαιωμάτων μας.
Μεταξύ των ατόμων ελληνικής καταγωγής που ήταν μέλη στου ΚΚΑ, γνώρισα αρκετούς που, όντως, πρόσφεραν ανιδιοτελώς, τόσο στην Κοινότητα, όσο και στην ευρύτερα παροικία.
Αν και διατρέχω τον κίνδυνο να παραλείψω κανέναν και να παρεξηγηθώ, θα αναφέρω στην τύχη, τους Νίκο Δημόπουλο, Χρήστο Μουρίκη, Τάκη Γκόγκο, Νώντα Πεζάρο, Γιώργο Μιχελακάκη, Φάνη Ζιάνα, Διονύση Συκιώτη, Νίκο Μποσσινάκη, Θανάση Μάρκο, Γιάννη Δόλλη, Μιχάλη Τσούνη, Θόδωρο Σιδηρόπουλο, Θωμά Γέργο, Γιάννη Ζυγούρα και Γιώργο Ζάγκαλη.
Άφησα τελευταίο το Γιώργο Ζάγκαλη, με τον οποίο, αν και διαφωνούσα (περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο) σε αρκετά θέματα, τον εκτιμούσα όμως και συνεχίζω να τον εκτιμώ για τους μακροχρόνιους αγώνες του και έναν επιπλέον λόγο: γιατί παραμένει μάχιμος δίνοντας το παρών του σε κάθε διεκδίκηση της Αριστεράς και κάθε κοινή προοδευτική προσπάθεια της παροικίας μας.

ΝΑ προσθέσω εδώ ότι οι πιο πάνω άνθρωποι (μαζί βέβαια και με τους αριστερούς της άλλης πλευράς) πρωταγωνίστησαν στον αγώνα της παροικίας κατά της Χούντας.
Σημαιοφόρος, βέβαια, του αγώνα αυτού ήταν ο “Νέος Κόσμος”, ο οποίος βρισκόταν πάντα στο πλευρό της Κοινότητας και συνέβαλλε στο να ξεπεράσει τα προβλήματα που σε ορισμένες περιπτώσεις απείλησαν και την ύπαρξή της.
Για τους πιο πάνω λόγους την ίδια εποχή ο “Νέος Κόσμος” είχε γίνει στόχος όλων όσων αντιπολιτεύονταν τις παρατάξεις που υποστήριζε ανοιχτά.
Την εποχή της προεδρίας (και παντοδυναμίας) Μουρίκη, ο πόλεμος αυτός είχε κορυφωθεί, αν και η εφημερίδα δεν έφερνε καμιά ευθύνη για ότι έκανε ο Μουρίκης και εγώ (που τον υποστήριζα) στην Κοινότητα.
Ο “Νέος Κόσμος” πλήρωνε το τίμημα των επιλογών της κομματικής ομάδας και της συμμετοχής δύο συντακτών του στο Συμβούλιο της Κοινότητας.
Εναντίον του Συμβουλίου, από το 1976 έως το 1979, είχαν ταχθεί με πρωτοφανή φανατισμό και όλες οι “προοδευτικές δυνάμεις” της παροικίας.
Πυρήνας του αγώνα ήταν ο “Δημόκριτος” που στέγαζε την αριστερή ορθόδοξη πλευρά που είχε παραμείνει με το ΚΚΕ και αιχμή του δόρατος ο Θόδωρος Σιδηρόπουλος (που λίγο αργότερα εξελέγη πολιτειακός βουλευτής με το Εργατικό Κόμμα) που διαφωνούσε με την πολιτική που ακολουθούσε τόσο ο πυρήνας, όσο και ο Μουρίκης, τον οποίο δεν ήθελε να δει ούτε ζωγραφιστό.
Η αντιπαράθεση εκείνη κορυφώθηκε όταν η παράταξη Μουρίκη στο Συμβούλιο, “μετέθεσε” την έγκριση 250 αιτήσεων εγγραφής μελών που είχαν επιστρατευτεί από τις “προοδευτικές δυνάμεις” για την επόμενη συνεδρίαση του Συμβουλίου μετά έναν μήνα.
Αυτό σήμαινε ότι οι 250 δεν θα είχαν δικαίωμα ψήφου στις εκλογές του 1978, γιατί δεν θα είχαν συμπληρώσει έξι μήνες μέλη που προβλέπει το Καταστατικό.
Η πράξη αυτή έκανε “θηρία“ την αντιπολίτευση, η οποία, χρησιμοποιώντας τον τρόπο εκλογής της Εφορευτικής Επιτροπής ως δικαιολογία, κατέφυγε στο δικαστήριο και πήρε αναβολή των εκλογών, πράγμα που έδωσε τη δυνατότητα στους 250 να ψηφίσουν.
Παρά τη δικαστική νίκη και τους επιπλέον 250 ψήφους οι “προοδευτικές δυνάμεις” δεν κατόρθωσαν να κερδίσουν τις εκλογές γιατί η παράταξη Μουρίκη-Βουρνάζου είχε φροντίσει “να δέσει το γάιδαρό της” επιστρατεύοντας περισσότερα μέλη και εξασφαλίζοντας τη συνεργασία ορισμένων “κομματαρχών” που είχαν «ιδιωτικούς στρατούς» μελών όπως ο Νίκος Βουρνάζος, ο Κυριάκος Παπαδημητρόπουλος και ο Αλέκος Αγγελίδης για παράδειγμα.
Παράλληλα, υπήρχαν και ορισμένα μέλη του Δ.Σ. που είχαν επιλεγεί (αποκλειστικά) για να σηκώνουν το χέρι τους και να ψηφίζουν τις (προαποφασισμένες!) αποφάσεις που έπαιρνε η ηγεσία.
Την εποχή εκείνη θεμελιώθηκε και έγινε κοινοτική πρακτική η μαζική επιστράτευση μελών για την κατάληψη της κοινοτικής εξουσίας.
Τη στρατηγική των επιστρατεύσεων βελτίωσαν οι διάδοχοι του Μουρίκη και του Βουρνάζου, για να την τελειοποιήσει και αναγάγει σε υψηλή τεχνική ο Γιώργος Φουντάς, ο οποίος και υπηρέτησε ως γραμματέας στο Συμβούλιο του Σάββα Παπασάββα, πριν αναλάβει την προεδρία για… 17 χρόνια!

ΟΙ μαζικές εγγραφές μελών από τους υποψήφιους προέδρους και τους διάφορους “κομματάρχες” με πολλά κουμπαριά, ταλαιπώρησαν και φρενάρισαν τις εξελίξεις στην Κοινότητα για περισσότερα από 30 χρόνια.
Και αυτό γιατί οι περισσότεροι από τους κοινοτικούς ηγέτες δεν ήθελαν δίπλα τους αξιόλογους και ικανούς ανθρώπους, γιατί αισθάνονταν μεγάλη ανασφάλεια για το προεδριλίκι τους. Έτσι φρόντιζαν να επιλέγουν προσεκτικά άτομα του «χεριού τους» που θα υπάκουαν (και ψήφιζαν) χωρίς αντιρρήσεις ότι τους υποδείκνυαν.
Αυτό, βέβαια, δεν συνέβαινε μόνο στην Κοινότητα, αλλά και στις περισσότερες οργανώσεις της παροικίας μας.
Θυμάμαι τον μεγάλο καυγά που κάναμε με τον Μουρίκη όταν του είπα, ότι δεν πρόκειται να θέσω πάλι υποψηφιότητα για το Συμβούλιο.
Και σχέσεις μας μέσα στην εφημερίδα επιδεινώθηκαν, όταν με πρόταση δική μου η κομματική ομάδα ψήφισε υπέρ της συμμετοχής και τριών “ανεξάρτητων” (από τις προοδευτικές δυνάμεις) στο συνδυασμό που θα υποστηρίζαμε.
Οι τρεις που πρότεινα (με τη σύμφωνη γνώμη του Βουρνάζου) ήταν ο γιατρός, Δημήτρης Κτενάς, που διαδέχτηκε στην προεδρία τον Μουρίκη, ο Σάββας Παπασάββας, που διαδέχτηκε τον Κτενά, και ο Λεωνίδας Αργυρόπουλος, που είχε υπηρετήσει στο Συμβούλιο και παλαιότερα και στο νέο εξελέγη γραμματέας..
Το Συμβούλιο του Παπασάββα, ήταν αυτό που αγόρασε και το Κολέγιο Άλφιγκτον που είχε ως συνέπεια (λόγω της τότε οικονομικής κρίσης) να κινδυνεύσει η Κοινότητα να χρεοκοπήσει.
Από την χρεοκοπία την έσωσε στην κυριολεξία ο Γιώργος Φουντάς, που αξιοποιώντας τη γνωριμία του με τον Ανδρέα Παπανδρέου (και του αδελφού του Παρασκευά που ήταν βουλευτής του ΠΑΣΟΚ) κατάφερε να εξασφαλίσει τα $5,5 εκατομμύρια που δέχτηκε η τράπεζα ΑΝΖ να πάρει για να αποδεσμεύσει την περιουσία της Κοινότητας.
Παρ’ όλους, όμως, τους κινδύνους, τις διαμάχες, τα δικαστήρια, τις σφοδρές αντιπαραθέσεις και τις απειλές χρεοκοπίας, Η Κοινότητα κατάφερε να συμπληρώσει 115 χρόνια ζωής και να ατενίζει το μέλλον με μεγαλύτερη αισιοδοξία.

ΤΟ σημερινό Διοικητικό Συμβούλιο -που αποτελείται, κυρίως, από άτομα της δεύτερης γενιάς- έχει άλλο μυαλό και άλλον αέρα.
Δεν το ταλαιπωρούν τα προβλήματα, οι αντιπαραθέσεις και οι ”εμφύλιοι πόλεμοι” που ταλαιπωρούσαν εμάς τους εξ Ελλάδος.
Είναι πιο ικανοί, πιο μορφωμένοι και ξέρουν καλύτερα πώς λειτουργεί το σύστημα. Το “εγώ” τους, επίσης, είναι κατά τις μικρότερο και είναι εντελώς απαλλαγμένοι από τα δικά μας πολιτικά πάθη και μετεμφυλιακά σύνδρομα.
Και πρέπει να είμαστε περήφανοι γι’ αυτούς, που όχι μόνο κάνουν πράξη ένα παλαιό μας όνειρο με την ανέγερση του Πολιτιστικού Κέντρου, αλλά γιατί είναι οι διάδοχοί μας και κληρονόμοι μας.
Η παροικία έχει ανάγκη από μια ισχυρή Κοινότητα, πολύ περισσότερο τώρα, απ’ ό,τι πριν 30 χρόνια.