Είναι πολύ κοντά, λοιπόν, αυτή η ώρα που το παλαιό –και ιστορικό από κάθε άποψη– κτίριο της Ελληνικής Κοινότητας Μελβούρνης θα αποτελέσει οριστικό παρελθόν και θα δώσει τη θέση του σε ένα πολυώροφο, πολυσυλλεκτικό, πολυδύναμο και πολυλειτουργικό κτίριο, το οποίο θα ανταποκρίνεται στις καθ’ όλα διαφορετικές πλέον ανάγκες της ελληνοαυστραλιανής παροικίας. Ένα κτίριο που, κατά τη γνώμη μου, θα έπρεπε να υπάρχει εδώ και τουλάχιστον δύο δεκαετίες, αλλά πολλοί και διαφορετικοί λόγοι δεν επέτρεψαν την ανέγερση και λειτουργία του.
Το εν λόγω κτίριο, λοιπόν –το Ελληνικό Πολιτιστικό Κέντρο όπως έχει ήδη ονομαστεί– επιβάλλεται εκ των συνθηκών να αποτελέσει την αιχμή του δόρατος για την προώθηση μιας άλλης πτυχής ελληνοαυστραλιανού πολιτισμού, τέτοιου που να ταιριάζει και να πηγάζει από τις νέες, διευρυμένες ανάγκες των Ελληνοαυστραλών στο πλαίσιο και τις επιταγές του 21ου αιώνα.
Η ανέγερση του Ελληνικού Πολιτιστικού Κέντρου αποτέλεσε και αποτελεί ύψιστη προτεραιότητα του Διοικητικού Συμβουλίου του οργανισμού, το οποίο επιδόθηκε σε μια συντονισμένη και στρατηγικής υφής δραστηριότητα με αποκορύφωμα την εξασφάλιση κυβερνητικών επιχορηγήσεων ύψους $4 εκ., αλλά και γενναίων δωρεών εκ μέρους επιφανών ομογενών. Η δε αποπεράτωση και απαρχή της πολύπλευρης λειτουργίας του θα αποτελέσει μια από τις κορυφαίες στιγμές της ελληνοαυστραλιανής κοινότητας από τις απαρχές της συγκρότησής της μέχρι σήμερα.
Το εν λόγω κτίριο αποτελεί, κατά τη γνώμη μου, όχι μόνο τη φυσιολογική εξέλιξη, αλλά και το επιστέγασμα του συνόλου των δραστηριοτήτων τις οποίες οργάνωσε και παρουσίασε στο ευρύ κοινό το παρόν Διοικητικό Συμβούλιο της Κοινότητας, αλλά και το Φεστιβάλ «Αντίποδες» τα τελευταία δύο-τρία χρόνια, δραστηριότητες που εν πολλοίς ήταν διαφορετικές από αυτές περασμένων χρόνων κυρίως γιατί αντανακλούν και εκπορεύονται και από το γεγονός ότι η συντριπτική πλειοψηφία των μελών του Δ.Σ. προέρχονται από τη λεγόμενη δεύτερη γενιά, αλλά και από τη διαφορετική αντίληψη και προσέγγιση που έχουν οι άνθρωποι αυτοί όσον αφορά τον πολιτισμό και πώς να δοθεί σε ένα ολοένα ευρύ και διαρκώς μεταβαλλόμενο κοινό.
Χωρίς να θέλω να ωραιοποιήσω οτιδήποτε, οι τελευταίες χρονιές, αποδείχτηκαν πλούσιες σε δραστηριότητες και εκδηλώσεις για την Ελληνική Κοινότητα Μελβούρνης. Θα ήθελα να επισημάνω ιδιαίτερα τα ζητήματα παιδείας, αλλά, πρώτα και κύρια, τα πολιτιστικά θέματα. Μεγάλη επιτυχία σημείωσαν, επίσης, τα Σεμινάρια Ελληνικής Ιστορίας και Πολιτισμού, καθώς και οι εκδηλώσεις του Φεστιβάλ «Αντίποδες».
Κατά τη γνώμη μου, η κορωνίδα των τελευταίων πολιτιστικών και επιμορφωτικών δραστηριοτήτων της Ελληνικής Κοινότητας και του Φεστιβάλ «Αντίποδες» ήταν το Φεστιβάλ Συγγραφέων Αντίποδες (The Antipodes Writers Festival) που διοργανώθηκε για πρώτη φορά φέτος (Ιούνιος 2012) ως μέρος των γενικότερων ετήσιων εκδηλώσεων του Φεστιβάλ «Αντίποδες», φιλοδοξώντας να αποτελέσει ετήσιο λογοτεχνικό και καλλιτεχνικό θεσμό.
Βέβαια, το Φεστιβάλ δεν έλαβε χώρα στο ιστορικό κτίριο της Κοινότητας, αλλά ελάχιστα μέτρα πιο πέρα, στο πλέον προβεβλημένο Wheeler Centre –το «ναό», τολμώ να πω, της σύγχρονης αυστραλιανής λογοτεχνίας– και αυτό του προσέδωσε ξέχωρο κύρος. Όμως ένα τέτοιο κορυφαίο γεγονός έχει και πρέπει να έχει άμεση και αδιατάρακτη σχέση με το υπό ανέγερση Ελληνικό Πολιτιστικό Κέντρο.
Και αυτό γιατί και μόνο η ιδέα διοργάνωσης ενός τέτοιου μοναδικού και κορυφαίου γεγονότος που έχει άμεση σχέση με την ελληνοαυστραλιανή λογοτεχνία, φάνταζε ευθύς εξαρχής ένα μεγαλεπήβολο και φιλόδοξο σχέδιο, που στόχευσε να επανατοποθετήσει τον πήχη των ελληνικών γραμμάτων στην πόλη μας και γενικότερα στην Αυστραλία –είτε στην ελληνόγλωσση είτε στην αγγλόγλωσση έκφρασή τους– πολύ ψηλά – κάτι που πιστεύω πέτυχε.
Από το Φεστιβάλ Συγγραφέων παρέλασαν κορυφαίες φυσιογνωμίες της ελληνοαυστραλιανής κοινότητας της πόλης μας από το λογοτεχνικό και πανεπιστημιακό χώρο, προσωπικότητες του ευρύτερου αυστραλιανού λογοτεχνικού γίγνεσθαι και πάνω από 50 συγγραφείς, ποιητές και κριτικοί της ευρύτερης παροικίας, καθιστώντας το Φεστιβάλ από την απαρχή του κιόλας, έναν άκρως σημαντικό θεσμό και προεξοφλώντας κατά μεγάλο ποσοστό την επιτυχία του.
Πιστεύω, λοιπόν, ότι όχι μόνο από το τι ανέδειξε το Φεστιβάλ, αλλά και από την άμεση ανάγκη κοινωνικοποίησης των ελληνοαυστραλιανών γραμμάτων στη γενικότερη πολυπολιτισμική αυστραλιανή πραγματικότητα από την οποία πήγασε αυτή η ανάγκη, το γεγονός αυτό στην ολότητά του έχει άμεση συνάρτηση με την ύπαρξη και λειτουργία του Ελληνικού Πολιτιστικού Κέντρου, μιας και τα επόμενα Φεστιβάλ Συγγραφέων, αλλά και παρουσιάσεις βιβλίων, καθώς και γενικότερες λογοτεχνικές-ποιητικές εκδηλώσεις, μπορούν πλέον να στεγάζονται και να παρουσιάζονται στους χώρους του Κέντρου. Όπως έγραψα και σε παλαιότερο κείμενο για το Φεστιβάλ Συγγραφέων, η ίδια η συνέχιση και η ήδη κατακτημένη διαχρονικότητα της ελληνοαυστραλιανής λογοτεχνίας -–και λέω κατακτημένη διαχρονικότητα γιατί πλέον έχουμε αρχίσει να διαθέτουμε δίγλωσσους αλλά και μεταφρασμένους λογοτέχνες ή λογοτέχνες δεύτερης γενιάς που, ναι μεν, εκφράζονται στην αγγλική γλώσσα, προωθούν, όμως, στη δουλειά τους θέματα ελληνικού ή ελληνοαυστραλιανού ενδιαφέροντος σε ένα διευρυμένο και όχι στενά ελληνοαυστραλιανό κοινό– καθιστά άμεση και επιτακτική αυτή την ανάγκη: να πάρει η ελληνοαυστραλιανή λογοτεχνία στις πολυποίκιλες παραμέτρους της τη θέση που της αρμόζει μέσα στο πολυγλωσσικό, πολυπολιτισμικό παζλ της αυστραλιανής κοινωνίας του σήμερα αλλά, πολύ περισσότερο, του μέλλοντος.
Ένα από τα παραδείγματα που στηρίζουν τα λεγόμενά μου, αποτελεί και το γεγονός ότι ένα από τα πολύ καλά αποτελέσματα του Φεστιβάλ Συγγραφέων είναι, κατά τη γνώμη μου, η συγκρότηση μιας ομάδας Ελληνοαυστραλών ποιητών, κατά βάση δεύτερης γενιάς, με την επωνυμία Hellenic Poets Collective, η οποία έχει αρχίσει και συναντιέται ανά άτακτα χρονικά διαστήματα. Πιστεύω ακράδαντα ότι η δράση της ομάδας αυτής θα μπορούσε άνετα –επιβάλλεται θα έλεγα– να στεγαστεί στο υπό ανέγερση Ελληνικό Πολιτιστικό Κέντρο και έτσι να προχωρήσει και, ίσως, να οδηγήσει σε μια ριζική αναγέννηση της ελληνοαυστραλιανής λογοτεχνικής-ποιητικής παρουσίας με στόχο την εκτίναξή μας έξω από τα στενά, τοπικιστικά, παροικιακά τοιχώματα – με ό,τι και να σημαίνει αυτό.
Μια τέτοια κίνηση θα μπορούσε κάλλιστα με βάση το Πολιτιστικό Κέντρο να απευθυνθεί στο γενικότερο αυστραλιανό κοινό, δίνοντας μια διαφορετική όψη των ελληνόφωνων γραμμάτων στην Αυστραλία, μακριά και πέρα από τις στενότητες αντίληψης, τις περιχαρακώσεις, τον παρωχημένο λογοτεχνικό ή μη λόγο του παρελθόντος που αρκετά μας έχει ταλαιπωρήσει και τις αγκιστρώσεις σε παλαιοντολογικά σχήματα και δοξασίες. Είτε το θέλουμε είτε όχι, μια γενιά και οι αντιλήψεις της έχουν ήδη διαγράψει τον κύκλο τους ανεξάρτητα από τι πρόσφεραν – και πράγματι πρόσφεραν πάρα πολλά και σημαντικά και ευχαριστούμε γι’ αυτό. Ζούμε, όμως, πλέον σε μια διαφορετική κοινωνία από αυτή που υπήρξε ελάχιστες δεκαετίες πριν. Ζούμε πλέον σε μια εποχή τελειοποιημένης τεχνολογίας και γρήγορης πληροφόρησης που δημιουργεί νέες ανάγκες άρα και νέες αντιλήψεις. Και στο κοινωνικό αυτό πλαίσιο η λογοτεχνία, η ποίηση, οι τέχνες εξακολουθούν, όπως και πριν, να δίνουν το δικό τους τόνο και υπόσταση, αλλά με μια νέα προσέγγιση. Και επειδή το Ελληνικό Πολιτιστικό Κέντρο θα αντανακλά το μέλλον ας το εκμεταλλευτούμε στο έπακρο.
Ο κύβος ερίφθη. Οι καιροί δεν περιμένουν.