Τα τρία μεγάλα προβλήματα που αντιμετωπίζει η Ελλάδα σήμερα είναι το δυσβάσταχτο δημόσιο χρέος, που έχει ξεπεράσει το 170% του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος (ΑΕΠ), η συνεχιζόμενη συρρίκνωση της οικονομίας, με την ύφεση να φτάνει στο 7,2% του ΑΕΠ τους τελευταίους δώδεκα μήνες, και η εκτίναξη της ανεργίας στο 26% του ενεργού εργατικού δυναμικού, ως συνακόλουθο της οικονομικής ύφεσης. Σημειώνω πως τα ποσοστά της ύφεσης και της ανεργίας είναι τα υψηλότερα μεταξύ των 17 κρατών-μελών της Ευρωζώνης.

Για να υπερπηδηθούν τα τρία αυτά προβλήματα, απαιτούνται δομικές μεταρρυθμίσεις και υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας. Όμως, ενόψει των μέτρων που δεσμεύτηκε η ελληνική Κυβέρνηση να λάβει στα επόμενα χρόνια, κύριος στόχος των οποίων είναι οι περικοπές στα κρατικά κονδύλια για τις διάφορες υπηρεσίες, καθώς και οι μειώσεις στα ημερομίσθια, στις συντάξεις, και στα επιδόματα κοινωνικής πρόνοιας, η οικονομική ανάκαμψη θα πάρει χρόνο να γίνει αισθητή. Και αυτό γιατί τα μέτρα λιτότητας επιτείνουν την οικονομική ύφεση, η οποία με τη σειρά της επιδεινώνει την ανεργία, με αποτέλεσμα να μειώνονται περαιτέρω τα κρατικά έσοδα, αναγκάζοντας την Κυβέρνηση να καταφεύγει σε νέα δάνεια.

Για να απεμπλακεί η Ελλάδα από αυτόν τον φαύλο κύκλο, απαιτείται οικονομική ανάπτυξη υψηλών ρυθμών, και μακράς διάρκειας, για να αντισταθμίσει τα μέτρα λιτότητας που έχουν ήδη θεσπισθεί, μετά τις πιέσεις της Τρόικας.

Το μεγαλύτερο μέρος από την εκταμίευση των 43,7 δισεκατομμυρίων ευρώ από το δάνειο θα πάει σε ήδη ανειλημμένες υποχρεώσεις του δημοσίου, ενώ το νέο πακέτο βοήθειας που δόθηκε πρόσφατα στην Ελλάδα από την Ευρωζώνη, και το οποίο θα ενεργοποιηθεί αν η επαναγορά των κρατικών ομολόγων φτάσει το αναμενόμενο επίπεδο, δεν έχει αναπτυξιακούς στόχους. Απλώς δημιουργεί μια ατμόσφαιρα σταθερότητας, και δίνει στην Ελλάδα μια ανάσα, για να ανασκουμπωθεί, και να προβεί στις μεταρρυθμίσεις που θα βελτιώσουν την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας, για να αποφύγει τη χρεοκοπία.
Αλλά και πάλι, οι μεταρρυθμίσεις που αποσκοπούν στην αύξηση της ανταγωνιστικότητας επιτυγχάνουν τους επιδιωκόμενους στόχους όταν γίνονται σε ένα περιβάλλον στο οποίο επικρατεί η λαϊκή ομοψυχία, και η πολιτική ομοφωνία για την αναγκαιότητα των επιδιωκόμενων μεταρρυθμίσεων.
Δυστυχώς για την Ελλάδα, στην παρούσα συγκυρία το ισχύον κοινωνικό και πολιτικό περιβάλλον κάθε άλλο παρά ως συναινετικό μπορεί να χαρακτηρισθεί. Οι λαϊκές αντιδράσεις, και οι πολιτικές αντιπαραθέσεις, παρακωλύουν το έργο της Κυβέρνησης, με αποτέλεσμα η επίτευξη των συμφωνημένων με την Τρόικα στόχων να καθίσταται προβληματική στο προσδιορισμένο χρονικό πλαίσιο.

ΔΥΣΚΙΝΗΤΟΣ Ο ΔΗΜΟΣΙΟΣ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΡΑΘΥΜΟΣ Ο ΙΔΙΩΤΙΚΟΣ ΤΟΜΕΑΣ

Σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat, από τον Σεπτέμβριο του 2011 μέχρι τον Σεπτέμβριο του 2012 η ελληνική οικονομία σημείωσε ύφεση, με άλλα λόγια πτώση στο Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ), κατά 7,2%. Αυτή είναι η υψηλότερη ύφεση στην Ευρωζώνη. Δεύτερη για την ίδια περίοδο έρχεται η Πορτογαλία, με ποσοστό 3,4%. Στο σύνολο των 17 κρατών-μελών της, η Ευρωζώνη σημείωσε ύφεση 0,6%.

Αποτέλεσμα της συνεχιζόμενης ύφεσης στην ελληνική οικονομία είναι η περαιτέρω αύξηση της ανεργίας, η οποία, όπως προανέφερα, έφτασε το 26%.
Εν όψει της παρούσας κατάστασης στην ελληνική οικονομία, βρίσκω ιδιαίτερα ενδιαφέρον ένα άρθρο του Νίκου Χριστοδουλάκη που δημοσιεύθηκε στην αθηναϊκή εφημερίδα Το Βήμα (29/1/12).

Σημειώνω πως ο Νίκος Χριστοδουλάκης είναι Καθηγητής Οικονομικής Ανάλυσης στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, και χρημάτισε Υπουργός Οικονομικών κατά την περίοδο 2001 – 2004.

Από το άρθρο του με τίτλο «Ανάπτυξη με θεσμική ανασυγκρότηση της χώρας» σταχυολογώ κάποια αποσπάσματα, σχετικά με το θέμα που διαπραγματεύομαι.
«Τα πιο κρίσιμα και επικίνδυνα προβλήματα της Ελλάδας σήμερα είναι η έκρηξη της ανεργίας και η μη βιωσιμότητα του χρέους.
Και σε άλλες εποχές τα δύο αυτά ζητήματα απείλησαν την ελληνική κοινωνία και διάφορες κυβερνήσεις επιχείρησαν να τα αντιμετωπίσουν.
{…} Σήμερα επιχειρείται να λυθεί το πρόβλημα του χρέους με την εκτίναξη της ανεργίας, πράγμα που αναπόφευκτα θα επιφέρει βαριές κακώσεις στην κοινωνία και το πολιτικό σύστημα.
{…} Μοναδική μέθοδος που διασφαλίζει ταυτόχρονα τη βιωσιμότητα του χρέους και τη μείωση της ανεργίας είναι η ανάπτυξη. Ακόμα και οι μεταρρυθμίσεις που μπορούν να κάνουν πιο ανταγωνιστική και δίκαιη μια οικονομία, καρποφορούν μόνο σε περιβάλλον ανάπτυξης, επειδή μόνο τότε δημιουργείται η αίσθηση ότι διευρύνονται οι ευκαιρίες χωρίς να μετακυλίεται το κόστος σε άλλες κατηγορίες.

Πρέπει λοιπόν η Ελλάδα να βρει ένα δραστικό τρόπο να βγει από την ύφεση, να γίνουν επενδύσεις και να δημιουργηθούν θέσεις εργασίας. Πώς όμως; Άμεσα διαθέσιμα είναι τα εξής εργαλεία:
α) Η Ευρωπαϊκή Ένωση πέρυσι ενέκρινε κεφάλαια 16 έως 23 δισεκατομμύρια ευρώ για έργα ανάπτυξης, με μειωμένες απαιτήσεις ελληνικής χρηματοδότησης… Σήμερα τα έργα δεν έχουν ακόμη ξεκινήσει, ενώ οι Δημόσιες Επενδύσεις για το 2013 παραμένουν στα ίδια πενιχρά επίπεδα όπως για το 2012.
β) Η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων πριν οκτώ μήνες υποσχέθηκε αφειδώς δάνεια στις χειμαζόμενες ελληνικές επιχειρήσεις, αλλά μέχρι τώρα δεν έχει χορηγήσει ούτε ένα.
γ) Μεγάλο μέρος της δόσης που εγκρίθηκε προχθές, περίπου 15 δισεκατομμύρια από τα 24 δισεκατομμύρια ευρώ που θα δοθούν στις τράπεζες, θα κατευθυνθούν σε χορήγηση νέων πιστώσεων σε επιχειρήσεις. Σήμερα δεν υπάρχει καμία λίστα αναμονής αναπτυξιακών επενδύσεων, ούτε καν επεξεργασμένα κριτήρια χορηγήσεων, με κίνδυνο να κατανεμηθούν πρόχειρα και πελατειακά.
δ) Το ερχόμενο πρόγραμμα του Ε΄ Κοινοτικού Πακέτου Στήριξης (ΚΠΣ) ύψους 11-15 δισεκατομμυρίων ευρώ. Στα προηγούμενα ΚΠΣ τα κριτήρια επιλογής έργων και περιφερειών αφορούσαν κυρίως την συνοχή και την στήριξη του υφιστάμενου δυναμικού, και λιγότερο τη δημιουργία νέας παραγωγικής ικανότητας. Αυτό ήταν συμβατό με την αποκεντρωμένη δομή διοίκησης, και συχνά κατέληγε σε μεγάλη διασπορά των έργων. Το νέο Πρόγραμμα βασίζεται εξ ολοκλήρου σε κριτήρια ανταγωνιστικότητας, προστιθέμενης αξίας και εξωστρέφειας. Δεν υπάρχει – όχι ετοιμότητα σχεδιασμού – αλλά ούτε καν ένας στοιχειώδης διάλογος για το πώς οι δομές της Κεντρικής Διοίκησης και των Περιφερειών θα ανταποκριθούν στα νέα ευρωπαϊκά δεδομένα».

ΕΠΕΙΓΟΥΝ ΟΙ ΘΕΣΜΙΚΕΣ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΕΙΣ

Αναφέρθηκα κάπως εκτενώς σε αποσπάσματα από το άρθρο του Ν. Χριστοδουλάκη, γιατί ως Καθηγητής Οικονομικής Ανάλυσης, και έχοντας χρηματίσει Υπουργός Οικονομικών, είναι σε θέση να γνωρίζει όχι μόνο θεωρητικά τα προβλήματα που εντοπίζει, αλλά και τη δυσλειτουργία των κρατικών φορέων.
Τα παραδείγματα που δίνει ο κ. Χριστοδουλάκης δείχνουν παραστατικά πως ο δημόσιος μηχανισμός της Ελλάδας και ο ιδιωτικός τομέας δεν αξιοποίησαν τις ευκαιρίες που τους είχαν προσφερθεί από την Ευρωπαϊκή Ένωση για αναπτυξιακά έργα, τα οποία θα έδιναν ώθηση στην οικονομία και θα δημιουργούσαν θέσεις εργασίας.
Αν γινόντουσαν τα παραπάνω, τα κρατικά έσοδα θα αυξάνονταν, και θα επιτυγχανόταν η μείωση, ή τουλάχιστον η ανάσχεση, της ανοδικής πορείας που ακολουθεί η ανεργία, η οποία τον Σεπτέμβριο έφτασε το 26%.

Τώρα, που σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις σύντομα θα εκταμιευθεί η μεγάλη δόση των 43,7 δισεκατομμυρίων ευρώ, το 2013 μπορεί, και πρέπει, να αναδειχθεί σε έτος όχι μόνο μεγαλόπνοων αναπτυξιακών έργων, αλλά και έτος για στοχευμένες παρεμβάσεις για την επανεκκίνηση της οικονομίας και την επανάκτηση της θεσμικής αξιοπιστίας στις σχέσεις της χώρας με τους Ευρωπαίους εταίρους της.
Ο κ. Χριστοδουλάκης θα μπορούσε να θέσει τις απόψεις του άμεσα στην Κυβέρνηση. Το ότι επέλεξε τη δημοσιοποίηση των προτάσεών του το εκλαμβάνω ως έμμεσο τρόπο άσκησης πίεσης στην Κυβέρνηση να λάβει τα απαραίτητα μέτρα, για να αποφευχθούν τα λάθη του παρελθόντος, για τα οποία είμαι βέβαιος πως αναγνωρίζει και τη δική του υπευθυνότητα.

Από τέτοια έντιμη κριτική, αλλά και αυτοκριτική, έχει η Ελλάδα ανάγκη σήμερα, για να απαλλαχθεί από την αυταρέσκεια του παρελθόντος, και να επανακτήσει την εμπιστοσύνη των πολιτών, και ιδίως των νέων, που με απελπισία βλέπουν τη διάσπαση της συνοχής της κοινωνίας.
Διάσπαση που γνωρίσαμε πολλοί από εμάς κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1950, οπωσδήποτε για διαφορετικούς λόγους, αλλά με τις ίδιες επιπτώσεις: την αναζήτηση ενός καλύτερου μέλλοντος μακριά από τα πάτρια εδάφη…

Σημείωση

Ως Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ) ορίζεται η συνολική αξία (σε χρηματικές μονάδες) των τελικών αγαθών και υπηρεσιών που παράγονται σε μια χώρα σε ένα συγκεκριμένο έτος.